Η αποψινή «πρωτεύουσα» των οικονομικών εξελίξεων είναι, αναμφίβολα, η Federal Reserve, η οποία ετοιμάζεται να κάνει το μεγάλο βήμα και να προχωρήσει σε επιθετικότερη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής, σε μια προσπάθεια τιθάσευσης του υψηλού πληθωρισμού, ο οποίος εξακολουθεί να κυμαίνεται σε ιστορικά επίπεδα (8,5% τον Μάρτιο). 

Η αμερικανική κεντρική τράπεζα, σύμφωνα με την πλειονότητα των αναλυτών, αναμένεται να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης (από το 0,25% στο 0,75%), στη μεγαλύτερη ανοδική αναθεώρηση από τον Μάιο του 2000, δηλαδή των τελευταίων 22 ετών.  Βέβαια, δεν αποκλείεται και μια πιο συγκρατημένη αύξηση της τάξης των 25 μονάδων βάσης, η οποία θα συνοδεύεται από μια δεύτερη ισόποση μεταβολή τον επόμενο μήνα (Ιούνιο).

Οι επενδυτές, εξάλλου, έχουν σπεύσει να αποτιμήσουν διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων από τον Μάιο έως και τον Σεπτέμβριο -στην πιο επιθετική στρατηγική των τελευταίων τριών δεκαετιών.   

Η προσοχή στον Πάουελ

Πέραν των επίσημων ανακοινώσεων, η προσοχή στρέφεται και στις δηλώσεις του επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, του οποίου η ρητορική θα κρίνει το τι μέλλει γενέσθαι ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης του επίμονα υψηλού πληθωρισμού (υψηλό 41 ετών).

Μια επιθετική ρητορική, η οποία αποκαλείται από τους ανθρώπους της αγοράς ως «γερακίσια», θα μπορούσε να προαναγγείλει μια αύξηση των επιτοκίων ακόμη και κατά 75 μονάδες βάσης, κάτι που έχουμε να δούμε από το μακρινό 1994. 

Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς ομολόγου σκαρφάλωσε χθες στο 3%, σημειώνοντας το υψηλότερο επίπεδο από το 2018 (υψηλό 4ετίας), δείγμα των επιπτώσεων από τις προοπτικές για μεγαλύτερα επιτόκια. Οι αποδόσεις των 2ετών ομολόγων δε, εκτινάχθηκαν στο 2,8%.  

Ας σημειωθεί ότι τα αυξημένα επιτόκια ναι μεν βοηθούν στην άμβλυνση των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά ταυτόχρονα υπονομεύουν τις προοπτικές ανάπτυξης. Αντίθετα, τα μειωμένα επιτόκια ενισχύουν την πορεία της οικονομίας, αλλά οδηγούν σε τόνωση του πληθωρισμού.   

Το α’ τρίμηνο του 2022, η αμερικανική οικονομία εμφάνισε απροσδόκητη συρρίκνωση της τάξης του 1,4%, η οποία πάντως αποδόθηκε στα στρεβλά στοιχεία για το εμπορικό ισοζύγιο. Για το β’ τρίμηνο, εξάλλου, αναμένεται επαναφορά σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

50 μονάδες ή 75 μονάδες; 

Σύμφωνα με τον Μαρκ Καμπάνα, αναλυτής της Bank of America, ο οποίος μιλάει στο Bloomberg, o Πάουελ είναι πιθανό να ακολουθήσει το δόγμα του «βλέποντας και κάνοντας». Δηλαδή, να αποφασίζει με βάση την πορεία των στοιχείων, αποφεύγοντας να δεσμευτεί από τώρα για μελλοντικές αυξήσεις επιτοκίων. 

Από την πλευρά του, ο Τζέιμς Μπούλαρντ, επικεφαλής της Fed στο Σεντ Λούις, έχει αφήσει ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο μίας αύξησης των 75 μονάδων βάσης, ακόμη και τον Ιούνιο. Άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας, πάντως, έχουν ισχυριστεί ότι οι αυξήσεις των 50 μονάδων ταιριάζουν περισσότερο με το σχέδιο για μείωση του ισολογισμού κατά 95 δισ. δολάρια μηνιαίως.  

Σε κάθε περίπτωση, η ζημιά στις αγορές μετοχών -η οποία πάντα αντιδράει νωρίτερα στις μελλοντικές εξελίξεις- φαίνεται ότι έχει ήδη γίνει, καθώς η προοπτική των διαδοχικών αυξήσεων επιτοκίων και η απόσυρση της φθηνής / άφθονης ρευστότητας έχουν επιδράσει αρνητικά στη Wall Street.  

Το πρώτο τετράμηνο του 2022, ενδεικτικά, ο S&P 500 απώλεσε περισσότερο από το 13% της αξίας του, κάτι που ισοδυναμεί με το χειρότερο ξεκίνημα έτους από το… μακρινό 1939. Δηλαδή των τελευταίων 83 ετών! Κατά το ίδιο διάστημα, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones έχει υποχωρήσει κατά 9%, ενώ ο τεχνολογικός δείκτης Nasdaq έχει περιοριστεί κατά 21%.

Διαβάστε επίσης:

Ενεργειακή κρίση: Η δυσκαμψία της Ευρώπης και το ελληνικό plan Β για το φυσικό αέριο (χάρτης)

«Παραδόθηκε» στη νευρικότητα το Χρηματιστήριο Αθηνών – Κράτησαν (και πάλι) οι 900 μονάδες

Το πετρελαϊκό εμπάργκο στη Ρωσία «οδηγεί» στα ύψη τις ενεργειακές τιμές