του Μάριου Ροζάκου

Την αυτοκριτική του για ένα ακόμα λάθος που αφορά την Ελλάδα καλείται να κάνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με βάση έκθεση που συντάχθηκε για λογαριασμό του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης (Independent Evaluation Office – ΙΕΟ) του ΔΝΤ.

Το λάθος ήταν ότι δεν κατάφερε να προβλέψει τον κίνδυνο εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη (Grexit) εξαιτίας των χειρισμών της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το 2015, αλλά χρειάστηκε η χώρα μας να φτάσει στο χείλος του γκρεμού για να υπάρξουν σχετικές αναφορές στις εκθέσεις του Ταμείου. Ανάλογο φιάσκο διαπιστώνεται επίσης με την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση (Brexit), αλλά και με την κατάρρευση της κινεζικής χρηματαγοράς πριν από 3,5 χρόνια.

Η αποκαλυπτική έκθεση συντάχθηκε για λογαριασμό του IEO από τον οικονομολόγο του Ινστιτούτου Peterson Τζερομίν Ζετελμάγιερ και εντάσσεται σε μια σειρά αναλύσεων (ΙΕΟ Background Paper) που έδωσε στη δημοσιότητα το ΔΝΤ. Σε αυτή καυτηριάζεται το γεγονός ότι στις εξαμηνιαίες εκθέσεις για την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα (GFSR) το Ταμείο δεν είχε προειδοποιήσει για τις περισσότερες από τις εξελίξεις που άγγιξαν τα όρια της κρίσης (near-crisis events) την περίοδο 2013-2017.

Σύμφωνα με τον κ. Ζετελμάγιερ, το ΔΝΤ όφειλε είτε να είχε χτυπήσει καμπανάκι για τους επερχόμενους κινδύνους, όπως η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, είτε, αν θεωρούσε τους κινδύνους αυτούς περιορισμένους, να είχε ξεκαθαρίσει ότι κρατάει αποστάσεις από τη σχετική σεναριολογία, αντί να την υιοθετεί εκ των υστέρων. Η αδυναμία αυτή εντοπίζεται έξι χρόνια μετά το «mea culpa» του ΔΝΤ για τους περιβόητους εσφαλμένους πολλαπλασιαστές, οι οποίοι είχαν ως αποτέλεσμα να υποτιμήσει την υφεσιακή επίπτωση των μέτρων λιτότητας που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο του πρώτου μνημονίου.

«Ενας πιθανός λόγος που η έκθεση του ΔΝΤ για την GFSR δεν προειδοποίησε για τα περισσότερα από τα γεγονότα που άγγιξαν τα όρια της κρίσης και συνέβησαν την περίοδο 2013-2017 είναι ότι τα γεγονότα αυτά ενδεχομένως να μην ήταν στην πραγματικότητα τόσο επικίνδυνα», αναφέρει ο κ. Ζετελμάγιερ, αλλά προσθέτει δηκτικά: «Iσως η έκθεση GFSR να ήταν πεπεισμένη ότι η Ελλάδα και οι πιστωτές της από την Ευρωζώνη θα κατέληγαν τελικά σε συμφωνία για ένα νέο πρόγραμμα (σ.σ.: το καλοκαίρι του 2015). Ισως να μάντεψε σωστά ότι η πτώση των κινεζικών μετοχών ή ακόμα και ένα αρνητικό αποτέλεσμα στο δημοψήφισμα για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση (Brexit) δεν θα προκαλούσε παρατεταμένη ζημιά στις διεθνείς χρηματαγορές. Ωστόσο, υπάρχει χάσμα ανάμεσα σε αυτή την ερμηνεία και στο γεγονός ότι η έκθεση GFSR άρχισε να αναφέρεται στο Grexit όταν η Ελλάδα άγγιξε τα όρια της αποχώρησης από την Ευρωζώνη (near-Grexit), να αναφέρεται στο Brexit μόλις το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε υπέρ της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ενωση και να συμβουλεύει την Κίνα να καταργήσει τα κίνητρα για μόχλευση στις αγορές μετοχών μετά την κατάρρευσή τους. Αν το Grexit ήταν εξαιρετικά απίθανο να συμβεί και αν το Brexit και η κινεζική χρηματαγορά δεν είχαν μεγάλη σημασία, τότε γιατί να εκφράζεται ανησυχία για αυτά εκ των υστέρων (σ.σ.: τον Οκτώβριο του 2015, στην περίπτωση του Grexit), αφού προηγήθηκαν τα σχετικά γεγονότα;».

Η ανάλυση του οικονομολόγου του Ινστιτούτου Peterson καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η έκθεση GFSR του ΔΝΤ, η οποία εκδίδεται κάθε Απρίλιο και Οκτώβριο, πρέπει να επικριθεί για το γεγονός ότι δεν κατάφερε να εντοπίσει τις περισσότερες εξελίξεις που ενείχαν κινδύνους στο ξεκίνημά τους. «Μία από τις εξελίξεις αυτές, η κατάρρευση των τιμών των εμπορευμάτων, επιδέχεται έντονη κριτική», συμπληρώνει ο κ. Ζετελμάγιερ.

Ο αναλυτής αναγνωρίζει ότι η πολύπλευρη χρηματοοικονομική εποπτεία του ΔΝΤ έχει κάνει μεγάλα βήματα προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης των αδυναμιών που τη χαρακτήριζαν πριν από την κρίση, τονίζει όμως πως υπάρχει περιθώριο περαιτέρω βελτίωσης.