Η διετία 2023-2024 θα είναι η κρισιμότερη για την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, με την κυβέρνηση να εξαγγέλλει τολμηρές αποφάσεις για το σβήσιμο των φουγάρων, οι οποίες ωστόσο δεν αποτυπώνονται στο κείμενο του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που θα βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση μέχρι τις 16 Δεκεμβρίου.

Το υπουργείο Περιβάλλοντος αφήνει κλειστά τα χαρτιά του για την επίμαχη διετία (το ΕΣΕΚ στις προβλέψεις για την εγκατεστημένη λιγνιτική ισχύ αφήνει ένα κενό μετά το 2022 έως το 2024), παρά το γεγονός ότι τα σενάρια που έχει επεξεργαστεί στην αναθεωρημένη μελέτη επάρκειας και έχει παραδώσει στο ΥΠΕΝ ο Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) επιβεβαιώνουν την ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας ακόμη και με την πολιτική της ταχείας απολιγνιτοποίησης.

Σύμφωνα με πληροφορίες, έχει εξεταστεί πολύ προσεκτικά ακόμη και το σενάριο για σβήσιμο και των 14 λιγνιτικών μονάδων μέχρι το 2023, ώστε να παραμείνει ανοιχτή μόνο η Πτολεμαΐδα 5, ισχύος 660 MW, έως το 2028. Να κλείσει δηλαδή ακόμη και ο Αγιος Δημήτριος 5, που ο κ. Κωστής Χατζηδάκης δημόσια έχει δηλώσει ότι θα παραμείνει στο ενεργειακό σύστημα έως το 2028 (μαζί με την Πτολεμαΐδα 5).

Με βάση τη µελέτη του Α∆ΜΗΕ που υπηρετεί το κυβερνητικό σχέδιο για fast track διαδικασίες, παρατίθεται ακόμη και χρονοδιάγραμμα απόσυρσης των μονάδων. Το χρονοδιάγραμμα αυτό προβλέπει άμεσα το οριστικό κλείσιµο των µονάδων Καρδιά 1 και 2, που είναι εκτός συστήµατος λόγω εξάντλησης των ωρών λειτουργίας. Οι αντίστοιχες µονάδες της Καρδιάς 3 και 4 αναµένεται να κλείσουν το 2021. Το 2020 προβλέπεται να κατέβει ο διακόπτης για Αµύνταιο 1 και 2, ενώ για το 2022 θα κλείσουν έξι µονάδες: το α’ εξάµηνο οι µονάδες Αγιος ∆ηµήτριος 1, 2 και το β’ εξάμηνο Αγιος ∆ηµήτριος 3, 4, καθώς επίσης και Μεγαλόπολη 3, 4. Στο σενάριο της ταχείας απολιγνιτοποίησης το 2023 προβλέπεται η απόσυρση από το σύστηµα της µονάδας της Μελίτης αλλά και της µονάδας 5 του Αγίου ∆ηµητρίου, η οποία διαδραµατίζει, όπως προαναφέραμε, και ρόλο µπαλαντέρ στον σχεδιασµό για µια πιο ήπια απολιγνιτοποίηση έως το 2028.

Η Πτολεμαΐδα 5 προβλέπεται να τεθεί σε δοκιµαστική λειτουργία από το 2022 ώστε να είναι σε εµπορική λειτουργία το 2023. Εφόσον επιλεγεί ως σύµµαχος της κυβέρνησης µέχρι τη µετάβαση στη µετά λιγνίτη εποχή θα μπορούσε να αποτελέσει µονάδα βάσης, η οποία προβλέπεται να λειτουργεί πάνω από 300 ηµέρες ετησίως. O εµπροσθοβαρής σχεδιασµός για το σβήσιµο των φουγάρων σε Αρκαδία και Δυτική Μακεδονία έχει τις ευλογίες του Μεγάρου Μαξίµου και του ίδιου του πρωθυπουργού και είναι µια επιλογή που δικαιώνει τις µεγάλες επενδύσεις σε φυσικό αέριο ιδιωτών, όπως οι όµιλοι Μυτιληναίου, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, Κοπελούζου, Εlpedison, οι οποίες θα αρχίσουν να εντάσσονται σταδιακά στο σύστηµα από το 2022. Κανείς όμως δεν μπορεί να υποτιμήσει τις μεγάλες αναταράξεις που θα προκαλέσει σε χιλιάδες εργαζοµένους, οι οποίοι θα πρέπει να αναζητήσουν διέξοδο σε νέες µορφές απασχόλησης, να φύγουν µε εθελουσία ή να µεταταγούν σε υπηρεσίες του ∆ηµοσίου.

Στελέχη του Α∆ΜΗΕ εκτιμούν ότι για να καλυφθεί το κενό από το σβήσιµο των λιγνιτικών µονάδων θα χρειαστούν περί τα 2.400-2.800 MW νέας ισχύος από µονάδες φυσικού αερίου. Παράλληλα, θα πρέπει ταχύτατα να αναπτυχθούν και νέες μονάδες Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) ώστε να καλυφθεί ο στόχος του 35% στην τελική κατανάλωση ενέργειας που έχει θέσει η κυβέρνηση για το 2030, μέσα από ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα νέων επενδύσεων συνολικού ύψους 11 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, ο τομέας της πράσινης ενέργειας την επόμενη χρονιά θα αυξηθεί στα 6,5 GW, για να φτάσει στα 14,7 GW το 2030. Υπολογίζεται δηλαδή ότι θα εγκαθίστανται κατά μέσο όρο ετησίως περίπου 800 MW νέας ισχύος.

Η κυβέρνηση υπερασπίζεται μέχρι κεραίας την απεξάρτηση από τον λιγνίτη, µε στόχο να απαλλαγεί από τον βραχνά των CO2 µέσα από µια γιγαντιαία επιχείρηση εξυγίανσης της ∆ΕΗ που ακολουθείται µε εντατικούς ρυθµούς το τελευταίο τετράµηνο. Πέρυσι η λιγνιτική παραγωγή έφερε ζηµίες 200 εκατ. ευρώ, ενώ φέτος αναµένεται να ξεπεράσουν τα 300 εκατ. ευρώ – και αυτό είναι ένα στοιχείο που ο υπουργός Περιβάλλοντος και ο διευθύνων σύµβουλος της ∆ΕΗ Γιώργος Στάσσης χρησιµοποιούν συχνά στη ρητορική τους.

Πάνω από 3.000 εργαζόµενοι σε εθελούσια έξοδο

Ωστόσο, προτού η ∆ΕΗ γυρίσει σελίδα, η κυβέρνηση καλείται να µετρήσει τις δυσµενείς επιπτώσεις και τα κενά που δηµιουργεί η βίαιη απολιγνιτοποίηση στην απασχόληση στις τοπικές κοινωνίες. Σήµερα, στους σταθµούς και τα ορυχεία υπολογίζεται ότι απασχολούνται περίπου 5.000 εργαζόµενοι, µε στελέχη της ∆ΕΗ να αναφέρουν ότι πολλοί εξ αυτών ανήκουν στην κατηγορία των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελµάτων και είναι µεγάλης ηλικίας, ώστε βλέπουν την έξοδο λόγω συνταξιοδότησης. Το µεγαλύτερο πρόβληµα, όπως σηµειώνουν, αφορά διοικητικούς υπαλλήλους που είναι µικρότερης ηλικίας και άρα µακριά από το όριο της συνταξιοδότησης. Θα χρειαστούν γενναίες πολιτικές και µέτρα για τη µεγάλη και πρωτοφανή για τα δεδοµένα µετάβαση στην κοινωνία µηδενικού άνθρακα, κάτι που απαιτεί οργανωµένο σχεδιασµό και πόρους.

Σαφή εικόνα της πολιτικής για το προσωπικό που θα µείνει θα αποτυπωθεί στο business plan της ∆ΕΗ που ετοιµάζει η McKinsey και αναµένεται να δηµοσιοποιηθεί περί τα µέσα ∆εκεµβρίου. Το νέο επιχειρησιακό σχέδιο θα περιλαµβάνει, µεταξύ άλλων, σαφή στοιχεία για την απόσυρση των μονάδων, για τους εργαζοµένους της Επιχείρησης, για τις προσλήψεις αλλά και όσους προβλέπεται να βγουν σε εθελούσια έξοδο, οι οποίοι, σύµφωνα µε τις υπάρχουσες πληροφορίες, υπολογίζονται σε πάνω από 3.000 και θα πρέπει να αποχωρήσουν σταδιακά µέσα στην επόµενη διετία.

Οι προβλέψεις του ΕΣΕΚ

Το λουκέτο στις λιγνιτικές μονάδες ισχύος 1.000 MW θα ξεκινήσει τη διετία 2020-2022. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΣΕΚ, το 2020 η εγκατεστημένη λιγνιτική ισχύς της ΔΕH θα ανέρχεται σε 3,9 GW, το 2022 θα υποχωρήσει στα 2,9 GW και το 2025 θα πέσει στα 700 MW έως και το 2028, για να μηδενιστεί το 2030.

Με βάση τα στοιχεία Οκτωβρίου, η συµµετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό µείγµα ανήλθε σε 20%, ενώ το 2018 ήταν στο 29% και το 2017 στο 31%. Το κενό από τη µείωση του ορυκτού καυσίμου γέµισαν οι εισαγωγές από τα γειτονικά κράτη, το ποσοστό των οποίων εκτινάχθηκε στο 18% από 12% που ήταν το 2017 και το 2018. Την ίδια στιγµή, οι Ανανεώσιµες Πηγές Ενέργειας κερδίζουν µερίδιο 2%, ενώ η εγκατεστηµένη ισχύς τους τον τελευταίο χρόνο αυξήθηκε κατά 10%, στα 5.836 MW τον Οκτώβριο (από 5.038 MW το 2017), κάτι που αναµένεται να µεγαλώσει ακόµη περισσότερο στο τέλος της χρονιάς.