Το πράσινο φως για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών συντομότερα από τις προβλεπόμενες διατάξεις άναψε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στο πλαίσιο του σχεδίου που εκπονείται για την ελάφρυνση της μεσαίας τάξης και τη στήριξη της επιχειρηματικότητας.

Στόχος είναι η επίσπευση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, που αρχικά είχε προγραμματιστεί να γίνει σταδιακά έως το 2023, προκειμένου να αναπνεύσει η αγορά μετά το βαρύ πλήγμα εξαιτίας του κορωνοϊού.

Τα σενάρια που επεξεργάζονται στο Μέγαρο Μαξίμου είναι να μειωθούν οι εισφορές κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες στο τέλος του 2020 αντί για το 2021, ενώ το επόμενο έτος η μείωση να είναι ακόμα μεγαλύτερη (πιθανότατα 3,6%). Παράλληλα μελετούν τη μείωση του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών και ως εναλλακτικό σενάριο την επιβολή πλαφόν στις εισφορές υπέρ υγείας. Η παρέμβαση στις εισφορές υγείας για 2 εκατομμύρια μισθωτούς είχε συζητηθεί αρχικά όταν κλείδωσαν οι νέες εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών, των αυτοαπασχολούμενων και των αγροτών οι οποίες προβλέπουν παρακράτηση σταθερού ποσού υπέρ υγείας. Ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης είχε αφήσει τότε ανοιχτό το ενδεχόμενο για λόγους ισονομίας να εφαρμοστεί το ίδιο μοντέλο και για τους μισθωτούς.

Το πακέτο που θα περιλαμβάνει και άλλες ελαφρύνσεις θα είναι έτοιμο μετά το καλοκαίρι και θα εξαγγελθεί πιθανότατα από το βήμα της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης.

Το τοπίο, ωστόσο, είναι ρευστό και οι αποφάσεις θα ληφθούν μετά από εξονυχιστική στάθμιση των δημοσιονομικών δεδομένων. Από τη μία πλευρά δεν υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω υστέρηση εσόδων στον ΕΦΚΑ, καθώς οι εισροές εξαιτίας της κρίσης έχουν συρρικνωθεί κατά 30% (υπολογίζεται ότι η μείωση υπερβαίνει τα 300 εκατ. ευρώ μηνιαίως). Από την άλλη πλευρά, προβάλλει ως απειλή το ενδεχόμενο εκτόξευσης της ανεργίας η οποία θα μπορούσε να αναχαιτιστεί με θέσπιση κινήτρων (όπως η μείωση των εισφορών) για νέες προσλήψεις.

Η κυβέρνηση έχει στραμμένο το βλέμμα της στο Ταμείο Ανάπτυξης από το οποίο αναμένεται να εξασφαλίσει περίπου 22,5 δισ. ευρώ υπό μορφή επιδοτήσεων, συν περίπου 10 δισ. υπό μορφή δανεισμού. Ωστόσο η εκταμίευση των κονδυλίων δεν προβλέπεται να ξεκινήσει πριν από το 2021, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει με ασφάλεια ο προγραμματισμός των παρεμβάσεων.

Ο επιχειρηματικός κόσμος αναμένει την ελάφρυνση θεωρώντας βαρίδι στην επιχειρηματικότητα το μη μισθολογικό κόστος, που φτάνει σήμερα αθροιστικά για τον εργοδότη και τον εργαζόμενο στο 40,56%. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το μη μισθολογικό κόστος στη χώρα μας είναι πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και της Ε.Ε. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας καθαρός μισθός 1.500 ευρώ στην Ελλάδα κοστίζει στην επιχείρηση 2.727 ευρώ τον μήνα, ενώ στην Κύπρο το κόστος είναι 1.814 ευρώ ή 33,5% χαμηλότερα.

Αλλά και στον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ ο εργαζόμενος θα παίρνει στο χέρι 546 ευρώ και το κόστος για τον εργοδότη θα ανέρχεται σε 812,89 ευρώ.

Οι εργοδότες δυσφορούν για το πρόγραμμα SURE

Η πρώτη παρέμβαση έγινε ήδη από την 1η Ιουνίου με τη μείωση των εισφορών κατά 0,90 ποσοστιαίες μονάδες στη μισθωτή εργασία μόνο για τις θέσεις πλήρους απασχόλησης. Δηλαδή το μέτρο δεν αφορά μισθωτούς που εργάζονται με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση.

Ετσι περίπου 1,5 εκατομμύριο μισθωτοί πλήρους απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, εφόσον δεν ενταχθούν σε κάποια από τα έκτακτα μέτρα μείωσης μισθού, θα δουν αύξηση στις καθαρές αποδοχές τους. Οι αυξήσεις ξεκινούν από 2,73 ευρώ για τους αμειβομένους με τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ και φτάνουν έως και τα 27,3 ευρώ τον μήνα για τις ανώτατες ασφαλιστέες αποδοχές των 6.500 ευρώ τον μήνα.

Αντίστοιχα, η ελάφρυνση για τον εργοδότη ξεκινά από τα 3,12 ευρώ, εάν καταβάλλει στον εργαζόμενο τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ, και κλιμακώνεται έως και τα 31,2 ευρώ για τις ανώτατες ασφαλιστέες αποδοχές των 6.500 ευρώ τον μήνα.

Ωστόσο οι εργοδότες υπό τις παρούσες έκτακτες συνθήκες δεν πανηγυρίζουν για την ελάφρυνση. Αντίθετα διαμαρτύρονται, καθώς, σύμφωνα με το πρόγραμμα «Συν-Εργασία», που προβλέπει επιδότηση μισθών μέσω του κοινοτικού προγράμματος SURE, θα πρέπει να καταβάλουν το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών επί του ονομαστικού μισθού του εργαζομένου και όχι επί του κομμένου λόγω της μείωσης του ωραρίου. Πολλοί, λοιπόν, είναι εκείνοι που θα επιλέξουν άλλα σχήματα (για παράδειγμα, να παρατείνουν την αναστολή των συμβάσεων και να ενεργοποιήσουν μικρό αριθμό εργαζομένων με πλήρες ωράριο) προκειμένου να μην επιβαρυνθούν από τις εισφορές.

Η μείωση για το β’ εξάμηνο του 2020 θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του ΟΑΕΔ κατά 123 εκατ. ευρώ. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε το 2021 η σωρευτική μείωση των εισφορών να είναι της τάξης των 1,99 ποσοστιαίων μονάδων, 1,01 για τους εργοδότες και 0,98 για τους εργαζομένους. Σωρευτικά το κόστος εκτιμάται σε 565 εκατ. ευρώ, ήτοι 0,27% του ΑΕΠ. Το 2022 η μείωση θα ήταν 3,60 ποσοστιαίες μονάδες σωρευτικά (1,57 για τους εργοδότες και 2,03 για τους εργαζομένους), με κόστος 978 εκατ. ευρώ ή 0,46% του ΑΕΠ, ενώ το 2023 η σωρευτική μείωση θα ολοκληρωνόταν στις 5 μονάδες, 2,38 για τους εργοδότες και 2,62 για τους εργαζομένους, με σωρευτικό κόστος 1,352 δισ. ευρώ ή 0,61% του ΑΕΠ.

Πλαφόν στις εισφορές υγείας και για τους μισθωτούς

Την ίδια ώρα εξετάζεται η ελάφρυνση των εισφορών υγείας με δύο εναλλακτικούς τρόπους:

Α) Με την ποσοστιαία μείωση κατά 1% της εισφοράς για όλους τους μισθωτούς. Σήμερα η εισφορά υγείας υπολογίζεται σε ποσοστό 7,10% επί των μεικτών μηνιαίων αποδοχών τους από το οποίο οι εργοδότες καταβάλλουν το 4,55% και οι εργαζόμενοι το υπόλοιπο 2,55%. Με τη μείωση κατά 1% το ποσοστό θα διαμορφωθεί στο 6,10% και θα επιμεριστεί αντίστοιχα.

Β) Με τη θέσπιση πλαφόν ώστε η εισφορά να αποτελεί ένα σταθερό ποσό στο πρότυπο που υιοθετήθηκαν για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Ο κόφτης εξετάζεται να θεσπιστεί στις αποδοχές των 900-1.200 ευρώ. Δηλαδή έως αυτό το ύψος εξετάζεται η εισφορά υπέρ υγείας να είναι 45-50 ευρώ και για υψηλότερους μισθούς από 60-65 ευρώ σταθερό ποσό, αποσυνδεδεμένο από το ύψος του μισθού. Και σε αυτή την περίπτωση οι χαμηλόμισθοι θα δουν μια μικρή αύξηση στις καθαρές τους αποδοχές ενώ για τους υψηλόμισθους το κέρδος θα είναι σαφώς μεγαλύτερο.

Το νέο καθεστώς για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αυτοαπασχολούμενους επιστήμονες και τους αγρότες προβλέπει τρεις κλίμακες στις εισφορές υγείας: 33 ευρώ τον μήνα για τους νέους ασφαλισμένους, 55 ευρώ τον μήνα για την κατώτατη υποχρεωτική κατηγορία και 66 ευρώ τον μήνα (σταθερό ποσό) για τις υπόλοιπες 5 κατηγορίες, όσο και να αυξάνονται κλιμακωτά οι εισφορές υπέρ σύνταξης.

Αντίθετα, για 2 εκατομμύρια μισθωτούς η εισφορά σήμερα αυξάνεται ανάλογα με το ύψος των αποδοχών, χωρίς να εξασφαλίζεται η παραμικρή ανταποδοτικότητα στις παροχές, καθώς ο χαμηλόμισθος και ο υψηλόμισθος «αγοράζουν» τις ίδιες υπηρεσίες από τον ΕΟΠΥΥ.

To σχέδιο αναμένεται να εφαρμοστεί από 1/1/2021 ενώ δεν αποκλείεται να συμπεριληφθούν στις μειώσεις των εισφορών ασθένειας και οι συνταξιούχοι.

Πόσο θα μειωθεί το ανώτατο όριο των ασφαλιστέων αποδοχών

Το ανώτατο όριο των ασφαλιστέων αποδοχών πήρε την ανιούσα την τελευταία δεκαετία και από 2.432 ευρώ που ήταν πριν από τα μνημόνια έφτασε τα 6.500 ευρώ, καθώς συνδέθηκε με την αύξηση του κατώτατου μισθού. Και παρότι αφορά ένα μικρό ποσοστό μισθωτών (μόνο το 2,80% των μισθωτών αμείβεται με πάνω από 3.000 ευρώ) λειτουργεί ως αντικίνητρο για την προσέλκυση υψηλόβαθμων στελεχών. Δηλαδή για τη δημιουργία μιας θέσης εργασίας με καθαρή αμοιβή 4.000 ευρώ τον μήνα η επιχείρηση πρέπει να καταβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο 9.430 ευρώ, την ίδια ώρα που με τα ίδια χρήματα μια εταιρεία στην Κύπρο ή στη Βουλγαρία μπορεί να προσλάβει δύο στελέχη με αμοιβή 4.000 ευρώ ο καθένας!

Στο πλαίσιο των ασφαλιστικών παρεμβάσεων, η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο να μειώσει το ανώτατο πλαφόν των 6.500 ευρώ ακόμα και στο μισό, καθώς χαρακτηρίζεται από τα υψηλότερα στην Ε.Ε.