Του Στέλιου Μορφίδη 

Τους ασκούς του αιόλου στην περιβόητη διαπραγμάτευση φαίνεται πως ανοίγει το άρθρο παρέμβαση του γεν. διευθυντή Ευρώπης του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν και του επικεφαλής οικονομολόγου του Ταμείου Μορίς Όμπστφελντ (σσ: «Το ΔΝΤ δεν ζητάει περισσότερη λιτότητα για την Ελλάδα»). Και τούτο διότι ο κ. Τόμσεν σπεύδει να απαντήσει ευθέως και δημοσίως τόσο προς την ελληνική κυβέρνηση όσο και προς τους Ευρωπαίους εταίρους για το «μείγμα» της συμφωνίας για το τρίτο μνημόνιο προβάλλοντας το δικό του «true story»: η ελληνική οικονομία δεν πηγαίνει πουθενά χωρίς εκ βάθρων μεταρρύθμιση αλλά και ελάφρυνση του χρέους.

Εν ολίγοις οι κ. Τόμσεν αφήνει αιχμές τόσο προς την ελληνική κυβέρνηση, κυρίως στο μέτωπο των δημοσιονομικών, καθιστώντας την υπεύθυνη για τον προσδιορισμό του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5%, που το ΔΝΤ θεωρεί ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί (και σίγουρα όχι για σειρά ετών) όσο και προς τους Ευρωπαίους στέλνοντας το μήνυμα ότι «το χρέος της Ελλάδας είναι κατά πολύ μη βιώσιμο, και όσες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να γίνουν, το χρέος δεν θα ξαναγίνει βιώσιμο χωρίς σημαντική ελάφρυνση του χρέους».

Η δημόσια τοποθέτηση προκαλεί ήδη μεγάλες αναταράξεις στην Αθήνα και την Ευρώπη, οι οποίες όμως εν πολλοίς έπρεπε να ήταν αναμενόμενες με δεδομένο ότι στο Eurogroup συμφωνήθηκε κάτι για το χρέος που ουσιαστικά προκαταλάμβανε οποιαδήποτε συνεννόηση θα μπορούσε να υπάρξει μεταξύ των δανειστών.

Η αντίδραση της Αθήνας

Οι πρώτες αντιδράσεις ήρθαν από την ελληνική κυβέρνηση με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να σημειώνει ότι οι συντάκτες του άρθρου βασίζονται σε ψευδή στοιχεία ενώ ο υπ. Οικονομικών και ο υπ. Οικονομίας να αναλαμβάνουν την αποδόμηση των επιχειρημάτων του Ταμείου.

Με δηλώσεις του στον Guardian ο Ευκλείδης Τσακαλώτος τονίζει πως «μετά από 7 χρόνια βαθιάς ύφεσης καμιά κυβέρνηση δεν πρόκειται να δεχθεί τα μέτρα που ζητά το ΔΝΤ». Υποστηριζει επίσης ότι η Αθήνα δεν έχει συμφωνήσει για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μετά το τελος του προγράμματος. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε μία συμβιβαστική λύση στους υπουργούς Οικονομικών κατά τη διάρκεια του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου. «Η θέση της Ελλάδας είναι ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μια οικονομία όπως η ελληνική δεν έχουν κανένα οικονομικό ή πολιτικό αποτέλεσμα», τόνισε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. 

Από τις ΗΠΑ όπου βρίσκεται ο υπουργός Οικονομίας Δημήτρης Παπαδημητρίου δήλωσε σήμερα: «Προφανώς και δεν συμφωνούμε σε αυτά που λέει ο κ. Τόμσεν. O κ. Τόμσεν και το ΔΝΤ έχουν πει πάρα πολλά. Το μόνο πρόβλημα που έχουν κατά την δική μου άποψη είναι ότι το ΔΝΤ δεν έχει το θάρρος της γνώμης του. Όταν λέει ότι χρειαζόμαστε 1,5% πλεόνασμα κι όχι 3,5% δεν επιμένει σ ΄αυτό. Αλλάζει γνώμη. Οπότε γιατί να πάρω σοβαρά αυτό που λέει ο κ. Τόμσεν ότι οι συντάξεις είναι γενναιόδωρες».

Ολομέτωπη επίθεση στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εξαπέλυσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος ζητώντας από το ταμείο να μην διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και να μην βασίζεται σε αναληθή στοιχεία. Ο κ. Τζανακόπουλος κατηγόρησε το Ταμείο με αφορμή τα στοιχεία που παραθέτει ο Πολ Τόμσεν ότι κάνει λανθασμένες εκτιμήσεις και βασίζεται σε ψευδείς πληροφορίες. Για να υποστηρίξει τα λεγόμενά του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έκανε μια αναδρομή στα όσα έχει προβλέψει το ταμείο τα προηγούμενα χρόνια για την Ελλάδα αλλά και στο θέμα των εσφαλμένων πολλαπλασιαστών το 2013. Κάλεσε, δε, το ταμείο να βελτιώσει την τεχνοκρατική του επάρκεια.

Σε επόμενη ερώτηση, δε, είπε ότι αντί ο κ. Τόμσεν να δείχνει τον πρωθυπουργό ως υπεύθυνο για τη λιτότητα καλό θα ήταν να επιμείνει στη θέση του ταμείου για την ανάγκη μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018.

Χάσμα Κομισιόν με ΔΝΤ 

Την ίδια ώρα η Κομισιόν επιμένει στις δικές της προβλέψεις αλλά δεν αποφεύγει μία ευθεία αντιπαράθεση. Σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με την ανάρτηση του ΔΝΤ η εκπρόσωπος Τύπου για θέματα οικονομικών Άννικα Μπράιντχαρτ τόνισε πως: «Διαβάσαμε με προσοχή την ανάρτηση στο Blog των αξιωματούχων του ΔΝΤ. Οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί θεωρούν πως οι πολιτικές του προγράμματος τους ESM είναι ορθές και με την πλήρη εφαρμογή τους η Ελλάδα μπορεί να επιστρέψει στην βιώσιμη ανάπτυξη και να ανακτήσει πρόσβαση στις αγορές. Η Ελλάδα έχει ήδη εφαρμόσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις του ESM και βρίσκεται εντός πορείας για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Είναι σημαντικό όλοι οι θεσμοί να αναγνωρίσουν τα επιτεύγματα της Ελλάδας στο πρόγραμμα».

Στη συνέχεια, η εκπρόσωπος Τύπου συμπλήρωσε τα εξής: «Σε γενικότερο πλαίσιο, προσωπικό από όλους τους θεσμούς βρίσκονται στην Αθήνα έτσι ώστε να επιτύχουν μια συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο για την δεύτερη αξιολόγηση. Δεδομένης της προόδου που έχει γίνει μια συμφωνία θα μπορούσε να επιτευχθεί σύντομα αν όλες οι πλευρές παραμείνουν δεσμευμένες». 

Η απάντηση του ESM

Την έντονη δυσαρέσκεια με την ηλεκτρονική ανάρτηση του ΔΝΤ εξέφρασε και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) ο οποίος εξέφρασε «έκπληξη» για τις αναρτήσεις.

Η ανακοίνωση του μηχανισμού αναφέρει τα εξής:

«Στηρίζουμε το σχόλιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάρτηση του blog του ΔΝΤ στις 12 Δεκεμβρίου 2016. Οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί εξεπλάγησαν που υπάλληλοι του ΔΝΤ δημοσίευσαν μέσω ενός blog (λεπτομέρειες) για τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση, ιδίως όταν οι συζητήσεις στην Αθήνα ξεκινούν με στόχο την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Ελπίζω πως θα επιστρέψουμε στην πρακτική διεργασίας των διαπραγματεύσεων με την ελληνική κυβέρνηση εντός και όχι εκτός της αίθουσας».

Μετωπική με Σόιμπλε 

«Το ΔΝΤ θεωρεί πως η Ελλάδα χρειάζεται ανάπτυξη και όχι άλλα μέτρα λιτότητας, κάτι που δεν θα αρέσει στον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας», αναφέρει ο γερμανικός Τύπος. «Μετωπική σύγκρουση με Σόιμπλε… Το ΔΝΤ θέλει να χαλαρώσει τα μέτρα λιτότητας στην Ελλάδα», γράφει η οικονομική εφημερίδα της Γερμανίας “Handelsblatt”, σχολιάζοντας χαρακτηριστικά τις δηλώσεις Τόμσεν και Όμπστφελντ. «Πρώτα μαστίγιο, μετά καρότο.Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ζητά ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και όχι φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους. Αυτό δεν θα αρέσει στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε», επισημαίνει το επίμαχο δημοσίευμα.

Τι υποστηρίζει ο Τόμσεν

Ο κ. Τόμσεν τονίζει ότι ακόμα και το πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1,5% στο οποίο το ταμείο είναι σύμφωνο δεν βγαίνει χωρίς νέες μειώσεις στις συντάξεις και χωρίς νέο ψαλίδι στο αφορολόγητο. «Aκόμη και ένα πλεόνασμα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ δεν συμβαδίζει με ισχυρή ανάπτυξη χωρίς να γίνουν μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό και στο συνταξιοδοτικό» τονίζεται χαρακτηριστικά στο κείμενο.

«H Ελλάδα έχει αναλάβει μια τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, χωρίς να αντιμετωπίζει δύο σημαντικά προβλήματα: ένα καθεστώς φορολογίας εισοδήματος που εξαιρεί πάνω από τα μισά νοικοκυριά από οποιαδήποτε υποχρέωση (ο μέσος όρος στην υπόλοιπη Ευρωζώνη είναι 8%), και ένα εξαιρετικά γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα που κοστίζει στον προϋπολογισμό σχεδόν 11% του ΑΕΠ ετησίως (σε αντίθεση με τον μέσο όρο στην υπόλοιπη Ευρωζώνη που είναι 2¼ του ΑΕΠ). Αντί να αντιμετωπίσει αυτά τα δύσκολα προβλήματα, η Ελλάδα προχώρησε σε βαθιές περικοπές στις επενδύσεις» προστίθεται στο κείμενο.

Τάσσεται, δε, ξανά υπέρ της απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων καυτηριάζοντας την ύπαρξη του υπουργικού βέτο. «Αντί να παρέχει υποστήριξη σε απολυμένους εργαζόμενους, αντ’ αυτού η κυβέρνηση περιορίζει τη δυνατότητα των εταιρειών να τους απολύσει. Με απλά λόγια, η Ελλάδα δεν μπορεί να εκσυγχρονίσει την οικονομία της ενισχύοντας την χρηματοδότηση για υποδομές και για καλά στοχευμένα κοινωνικά προγράμματα, ενώ παράλληλα απαλλάσσει πάνω από τα μισά νοικοκυριά από τη φορολογία εισοδήματος, και καταβάλλοντας δημόσιες συντάξεις στα επίπεδα των πλέον πλούσιων ευρωπαϊκών χωρών».

Παράλληλα τα δύο στελέχη του Ταμείου ζητούν να νομοθετηθούν από τώρα τα απαραίτητα κατά τους ίδιους μέτρα «για λόγους αξιοπιστίας» γράφοντας στο κείμενό τους. «Επιπλέον, για λόγους αξιοπιστίας, είναι επίσης απαραίτητο να νομοθετηθούν εκ των προτέρων τα μέτρα που απαιτούνται για να σπρώξουν το πλεόνασμα πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ» γράφουν χαρακτηριστικά.

Παράλληλα, υπογραμμίζουν ότι ο τρέχων προϋπολογισμός, που έχει συμφωνηθεί, δεν είναι φιλικός προς την ανάοτυξη, ενώ καλούν την Ελλάδα να κάνει περισσότερα όσον αφορά στις μεταρρυθμίσεις σχετικά με τη δομή των φόρων και των δαπανών της -δηλαδή, τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση εισπράττει τα έσοδά της και σε τι τα ξοδεύει.

«Ίσως, με Ηράκλεια προσπάθεια, η Ελλάδα θα μπορούσε βραχυπρόθεσμα να καταφέρει τις περικοπές δαπανών που χρειάζονται για να πετύχει ένα έλλειμμα 3,5% του ΑΕΠ. Όμως, η εμπειρία έχει δείξει ότι αυτό δεν μπορεί να διατηρηθεί και δεν συμβαδίζει με τον φιλόδοξο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό στόχο της Ελλάδας. Η οικονομία της Ελλάδας χρειάζεται έναν εκτεταμένο εκσυγχρονισμό σε όλο της το φάσμα» υπογραμμίζουν οι Τόμσεν και Όμπστφελντ σε άλλο σημείο, ξεκαθαρίζοντας πως η προηγούμενη εμπειρία του Ταμείου από τη χώρα μας καθιστά ουσιαστικά ανέφικτα τα συμφωνηθέντα με τους Ευρωπαίους υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.

Σε ότι αφορά το χρέος επισημαίνουν ότι «το χρέος της Ελλάδας είναι κατά πολύ μη βιώσιμο, και όσες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να γίνουν, το χρέος δεν θα ξαναγίνει βιώσιμο χωρίς σημαντική ελάφρυνση του χρέους. Παρόμοια, καμία ποσότητα ελάφρυνσης του χρέους δεν θα επιτρέψει την Ελλάδα να επιστρέψει σε δυνατή ανάκαμψη χωρίς μεταρρυθμίσεις. Όμως, εφόσον όσο πιο ψηλό το πρωτογενές πλεόνασμα που διατηρεί η Ελλάδα, τόσο πιο χαμηλό το ποσό της ελάφρυνσης του χρέους για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του, το ερώτημα είναι πώς να κατανεμηθεί το βάρος μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων της.

Εμείς αναφέραμε ότι ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος, που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση της ελάφρυνσης του χρέους, να τεθεί στο 1,5 τοις εκατό του ΑΕΠ. Όμως, αναγνωρίζουμε ότι η διστακτικότητα των κρατών-μελών να το αποδεχτούν (καθώς και την πρόσθετη ανάγκη που προκύπτει για την ελάφρυνση του χρέους) στηρίζεται στο γεγονός ότι ορισμένα από αυτά τα κράτη θα πρέπει τα ίδια να έχουν πρωτογενή πλεονάσματα υψηλότερα από αυτά που προτείνονται για την Ελλάδα, ενώ άλλα χορηγούν παροχές και φορολογικές απαλλαγές που είναι λιγότερο γενναιόδωρες από αυτές της Ελλάδας».

Ακολουθούν το πλήρες κείμενο του άρθρου αλλά και η ανάλυση των προτάσεων του ΔΝΤ για έναν προϋπολογισμό «φιλικό στην ανάπτυξη»