Πρόσθετη ανάπτυξη έως 1,75% σε μια 5ετία και έως 2,5% σε βάθος 10ετίας μπορεί να χαρίσει στην ελληνική οικονομία η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης, όπως τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος. Επιπλέον, σύμφωνα με τους αναλυτές της ΤτΕ, οι δύο αυτές παρεμβάσεις θα ενισχύσουν το πρωτογενές πλεόνασμα κατά 0,52% του ΑΕΠ μετά από 5 έτη εφαρμογής και κατά 0,99% του ΑΕΠ μετά από 10 χρόνια.

Στην τελευταία Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της κεντρικής τράπεζας επισημαίνεται ότι «η μεγάλη φορολογική επιβάρυνση των ελληνικών επιχειρήσεων τα τελευταία χρόνια αποθάρρυνε τις επενδύσεις, εμπόδισε την αναπτυξιακή προσπάθεια και δεν συνέβαλε στην αύξηση των δημοσίων εσόδων και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης». Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι «σε ένα διεθνές οικονομικό περιβάλλον με έντονο φορολογικό ανταγωνισμό, ο οποίος εντείνεται καθώς ολοκληρώνεται ο ψηφιακός μετασχηματισμός της παγκόσμιας οικονομίας, η υψηλή φορολόγηση των ελληνικών επιχειρήσεων συνιστά μειονέκτημα για τη δημιουργίας μιας ανταγωνιστικής οικονομίας».

Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι αναλυτές της ΤτΕ εξετάζουν δύο σενάρια πολιτικής, για να διαπιστωθούν οι επιδράσεις της μείωσης του φορολογικού βάρους των επιχειρήσεων:

1.  Μια μόνιμη μείωση του ονομαστικού φορολογικού συντελεστή του εισοδήματος από κεφάλαιο που ισοδυναμεί με φορολογική ελάφρυνση κατά 1/4 της ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 500 εκατ. ευρώ (λίγο λιγότερο απ’ όσο αντιστοιχεί στη μείωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων από 28% σε 24% του ΑΕΠ, που θα ισχύσει από το 2020).
2.  Mια μόνιμη μείωση του ονομαστικού φορολογικού συντελεστή του εισοδήματος από κεφάλαιο που ισοδυναμεί με φορολογική ελάφρυνση κατά 1/4 της ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ, με ταυτόχρονη όμως υλοποίηση δημοσιονομικών διαρθρωτικών μέτρων που βελτιώνουν τη φορολογική συμμόρφωση.

Από την επεξεργασία των δύο παραπάνω σεναρίων προκύπτουν τα εξής:

–  Για την ανάπτυξη: Η επίδραση και των δύο σεναρίων στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) είναι θετική και έχει διάρκεια, αντανακλώντας την αύξηση των επενδύσεων. Στο 1ο σενάριο η ανάπτυξη ενισχύεται μεσοσταθμικά κατά 0,53% (σε σχέση με το 2019) σε ορίζοντα 3ετίας και η αναπτυξιακή ώθηση διευρύνεται στο 0,72% μετά από 5 έτη και στο 1,12% μετά από 10 έτη. Σύμφωνα με την έκθεση, «η επίδραση αυτή γίνεται ισχυρότερη και έχει πολλαπλάσιο θετικό αποτέλεσμα όταν η μείωση της φορολογίας συνοδεύεται από ταυτόχρονη υλοποίηση δημοσιονομικών διαρθρωτικών μέτρων». Το 2ο σενάριο πολιτικής, το οποίο βασίζεται σε αυτόν τον συνδυασμό παρεμβάσεων, οδηγεί σε μέση αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,26% στην 3ετία, 1,75% μετά από 5 χρόνια και 2,5% μετά από 10 χρόνια.

– Για τα πρωτογενή πλεονάσματα: Το 1ο σενάριο βραχυπρόθεσμα προκαλεί πολύ μικρή επιδείνωση του πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος, η οποία όμως σταδιακά εξαλείφεται. Η μέση επίδραση στο πρωτογενές πλεόνασμα ανέρχεται μεσοσταθμικά σε -0,15% του ΑΕΠ (σε σχέση με το 2019) στην 3ετία, μετά από 5 χρόνια περιορίζεται στο -0,1% του ΑΕΠ και μετά από 10 χρόνια γίνεται οριακά θετική, στο 0,01%. Στο 2ο σενάριο, δηλαδή όταν η μείωση της φορολογίας συνδυάζεται με ταυτόχρονη λήψη διαρθρωτικών δημοσιονομικών μέτρων με σκοπό την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης, η επίδραση στο πρωτογενές πλεόνασμα γίνεται θετική και σταδιακά ενισχύεται: ξεκινά από το 0,36% του ΑΕΠ μεσοσταθμικά στην 3ετία, αυξάνεται στο 0,52% μετά από 5 έτη και φθάνει το 0,99% μετά από 10 έτη.

Η υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων δεν αύξησε τα φορολογικά έσοδα

Η υπέρμετρα υψηλή φορολόγηση των ελληνικών επιχειρήσεων τα τελευταία χρόνια είχε σωρεία αρνητικών συνεπειών  (κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων, μεταφορά της φορολογικής έδρας ή ακόμα και της παραγωγικής δραστηριότητας πολλών επιχειρήσεων σε άλλες χώρες με ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση κ.ά.), όπως τονίζει η έκθεση της κεντρικής τράπεζας, ενώ τελικά δεν αύξησε τα φορολογικά έσοδα!

Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η ΤτΕ, «μεταξύ 2007 και 2017, παρά τους υψηλούς συντελεστές, τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων ως ποσοστό των συνολικών φορολογικών εσόδων μειώθηκαν κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες». Επιπλέον, εάν συγκριθεί η χώρα μας με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαπιστώνεται ότι τα φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου την προαναφερθείσα περίοδο, παρά τον υψηλό συντελεστή. «Ειδικότερα, στα χρόνια πριν από την κρίση, τα φορολογικά έσοδα κατέγραψαν πτωτική πορεία, ενώ τα χρόνια της ύφεσης και ιδιαίτερα μετά το 2014 ακολούθησαν αυξητική πορεία, η οποία όμως φαίνεται να αντιστράφηκε το 2017, ως αποτέλεσμα των ισχνών ρυθμών ανάπτυξης, των μειωμένων κερδών, αλλά και της φορολογικής κόπωσης», σημειώνει η έκθεση.

Για τη χρονιά που φεύγει η χώρα μας συγκαταλέγεται στις έξι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον υψηλότερο ονομαστικό φορολογικό συντελεστή για τις επιχειρήσεις (μαζί με τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, τη Μάλτα και την Πορτογαλία). Ο ανώτατος ονομαστικός φορολογικός συντελεστής 28% (που μειώνεται από το 2020 στο 24%) ήταν 6,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, ο πραγματικός (effective) φορολογικός συντελεστής, που παρέχει ακριβέστερη εικόνα του φορολογικού βάρους, ανήλθε το 2018 σε 27,6%, σχεδόν 8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από τον αντίστοιχο συντελεστή (19,8%) για το μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε.

Οι αναλυτές της ΤτΕ υπογραμμίζουν ότι «μεταξύ 2008 και 2018, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής αυξήθηκε στην Ελλάδα σχεδόν κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ την ίδια περίοδο ο αντίστοιχος συντελεστής για το μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. μειώθηκε κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα».

Η μεγάλη φορολογική επιβάρυνση πλήττει την παραγωγικότητα

Η έκθεση της ΤτΕ αναδεικνύει τις πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις της μεγάλης φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων σε κάθε οικονομία, σημειώνοντας ότι τελικά η υπερφορολόγηση μειώνει τη συνολική παραγωγικότητα, διότι:

–  Προκαλεί στρεβλώσεις στις σχετικές τιμές των παραγωγικών συντελεστών, καθώς και στις χρηματοδοτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων, οι οποίες τείνουν να προκρίνουν την έκδοση χρέους σε σχέση με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, αφού οι πληρωμές τόκων εκπίπτουν από τα φορολογητέα κέρδη.

–  Ενισχύει τα κίνητρα φοροδιαφυγής και την παραοικονομία, οδηγώντας σε ανακατανομή των παραγωγικών συντελεστών σε λιγότερο αποδοτικές δραστηριότητες και προκαλώντας έτσι στρεβλώσεις τόσο στο συνολικό μέγεθος όσο και στο είδος της επένδυσης.

– Αυξάνει τη δημόσια δαπάνη φορολογικής συμμόρφωσης και είσπραξης φόρων.

– Εξασθενεί τα κίνητρα για επενδύσεις με ταχεία τεχνολογική απαξίωση, όπως είναι οι καινοτόμες επενδύσεις, ή για επενδύσεις που αργούν να αποδώσουν, αφού μειώνει τη μετά τους φόρους απόδοσή τους.

–  Αποθαρρύνει τις ξένες άμεσες επενδύσεις και έτσι δυσχεραίνει τη μεταφορά και διάχυση τεχνογνωσίας στην εγχώρια αγορά.