Τα δάνεια που είτε έχουν ρυθμιστεί είτε έχουν «παγώσει», κατόπιν απόφασης των δανειοληπτών να κάνουν χρήση της δυνατότητας αναστολής καταβολής δόσεων από τρεις έως και έξι μήνες, εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) πως είναι τα πλέον επίφοβα να «κοκκινίσουν».

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την Ετήσια Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, που παραδόθηκε χθες, Δευτέρα, στον πρόεδρο της Βουλής, μέρος των μέχρι στιγμής εξυπηρετούμενων δανείων θα καταγραφεί ως μη εξυπηρετούμενο στα τέλη του 2020 ή κατά τη διάρκεια του 2021. «Ιδίως δε, στις περιπτώσεις δανείων, που καταγράφονται ως εξυπηρετούμενα είτε λόγω του ότι έχουν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης είτε επειδή, λόγω της υγειονομικής κρίσης, τελούν σε καθεστώς προσωρινής αναστολής καταβολής δόσεων», τονίζεται χαρακτηριστικά.

Σύμφωνα με στοιχεία, που ανακοίνωσαν οι συστημικές τράπεζες, έως τα τέλη Μαΐου 2020 τα δάνεια, για τα οποία έχουν υποβληθεί αιτήσεις από επιχειρήσεις και νοικοκυριά για υπαγωγή στα μέτρα αναστολής δόσεων, ανήλθαν σε περίπου 15 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 19% των πιστούχων, που πληρούσαν τα κριτήρια υπαγωγής. Το ποσοστό, μάλιστα, ήταν υψηλότερο στα νοικοκυριά και στις μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες.

Όσον αφορά στο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που συνδέεται με ρυθμίσεις, αυτό, σύμφωνα με την ΤτΕ, διαμορφώθηκε στο τέλος του περασμένου Μαρτίου σε 22,3 δισ. ευρώ. «Σημειώνεται ότι το σύνολο των δανείων, στα οποία έχουν εφαρμοστεί ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων, δηλαδή, εκείνων, τα οποία εξυπηρετούνται κανονικά, ανέρχεται στα τέλη του περασμένου έτους σε 38 δισ. ευρώ. Επομένως, δάνεια, ύψους περίπου 14 δισ. ευρώ, εξυπηρετούνται προς το παρόν, αλλά τελούν υπό καθεστώς ρύθμισης», προσθέτει η ίδια.

Επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας Bad Bank

Την ανάγκη δημιουργίας μίας Bad Bank, η οποία – συμπληρωματικά με τον «Ηρακλή» – θα συμβάλλει στην αντιμετώπιση, όχι μόνο του υψηλού υφιστάμενου αποθέματος του προβληματικού χαρτοφυλακίου (60,9 δισ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2020, μειωμένο κατά 7,6 δισ. ευρώ ή 11,1% σε σύγκριση με τον περασμένο Δεκέμβριο), αλλά και της καταγραφής νέων «κόκκινων» δανείων, υπογραμμίζει για ακόμη μία φορά η ΤτΕ. «Δεδομένου ότι η εποπτική ευελιξία, που έχει δοθεί από τις αρμόδιες αρχές, αλλά και τα μέτρα της Πολιτείας για τη στήριξη των δανειοληπτών, είναι προσωρινού χαρακτήρα, επιβάλλεται κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου και πριν την άρση της ευελιξίας να έχουν υλοποιηθεί συστημικές λύσεις, που θα δρουν συμπληρωματικά προς το σχέδιο ‘Ηρακλής’», τονίζεται στην ‘Έκθεση και προστίθεται: «Μία τέτοια λύση είναι η δημιουργία εταιρίας διαχείρισης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company), η οποία θα αναλάμβανε τη διάθεση ενός ικανού ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ιδιαίτερα επιθυμητό θα ήταν να συνοδευθεί η δημιουργία ενός τέτοιου σχήματος με την αντιμετώπιση του ζητήματος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC). Η ΤτΕ επεξεργάζεται ένα τέτοιο σχήμα».

Πράγματι, το αμέσως προηγούμενο διάστημα έγινε γνωστό πως η εποπτική αρχή «έτρεξε» διαγωνιστική διαδικασία για την επιλογή εξειδικευμένου συμβούλου, που θα συμβάλει στην τεχνική επεξεργασία του σχεδίου δημιουργίας ενιαίας Bad Bank. Στο σχέδιο δε, το οποίος, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το φθινόπωρο, θα ορίζεται ρητά ο εθελοντικός χαρακτήρας της συμμετοχής των τραπεζών, όπως, άλλωστε, ισχύει και στην περίπτωση του «Ηρακλή». «Μια γρήγορη λύση στο πρόβλημα των ‘κόκκινων’ δανείων θα απεμπλέξει τις τράπεζες από την κοστοβόρα και χρονοβόρα διαχείρισή τους και θα τους δώσει τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν πιο αποτελεσματικά τα μέτρα ρευστότητας της ΕΚΤ και του Δημοσίου στην κατεύθυνση της πιστοδότησης της οικονομίας», εξηγεί η ΤτΕ.

Πάνω από το ήμισυ των κεφαλαίων των τραπεζών είναι DTC

Σύμφωνα με την εποπτική αρχή, μολονότι, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1), όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (ΔΚΕ) σε ενοποιημένη βάση, παρέμειναν στο τέλος του 2019 σε ικανοποιητικό επίπεδο (16% και 17% αντίστοιχα), πάνω από το ήμισυ των κεφαλαίων των τραπεζών αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση, γεγονός, που χρήζει αντιμετώπισης, ενδεχομένως και σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. «Επίσης, το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί, στο πλαίσιο της υφιστάμενης στρατηγικής μείωσης του προβληματικού αποθέματος», τονίζει.

Οι εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας, πάντως, άλλαξαν τις συνθήκες, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να έχουν μετατοπίσει χρονικά τα σχέδια υλοποίησης των τιτλοποιήσεων, αλλά και μεταβάλλει την περίμετρο των σχετικών με αυτές δανείων, σε σχέση με τον αρχικό τους προγραμματισμό. «Αν και μία τράπεζα ολοκλήρωσε τη σχετική διαδικασία στις αρχές Ιουνίου 2020, ενώ άλλες δύο προγραμματίζουν την ολοκλήρωση σχετικών τιτλοποιήσεων μέχρι τα τέλη του 2020. Σε μία περίοδο, κατά την οποία αναμένεται να εκδηλωθούν επιδράσεις προς την κατεύθυνση της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, απαιτείται η επανεξέταση και άλλων προτάσεων/λύσεων, οι οποίες να είναι λιγότερο ευαίσθητες στις συνθήκες των αγορών», καταλήγει η ΤτΕ.