Το βράδι της 26ης Μαΐου, τότε που οι κάλπες στην Ελλάδα έδειξαν χωρίς καμία αμφιβολία την πολιτική αλλαγή που επερχόταν κι ανάγκασαν τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να «ρίξει λευκή πετσέτα» προκηρύσσοντας αμέσως εκλογές, οι διεθνείς αγορές έστρεψαν την προσοχή τους στην Ελλάδα.

Από τις 26 Μαΐου, οι δείκτες που εξαρτώνται από όσους αποφασίζουν τους τρόπους και τους τόπους διακίνησης των διεθνών κεφαλαίων, άρχισαν να βελτιώνονται για τη χώρα μας. Παλιό αξίωμα, αυτό που λέει ότι «οι αγορές προεξοφλούν».

Αντίθετα, οι πολιτικοί περιμένουν να δουν πρώτα, κι αφού πειστούν, μετά μετακινούνται από τις προηγούμενες θέσεις τους.

 

Ψήφος εμπιστοσύνης

Από τις 26 Μαΐου, όταν δρομολογήθηκε η πολιτική αλλαγή, το περίφημο spread (η απόσταση των ελληνικών δεκαετών ομολόγων από τα αντίστοιχα γερμανικά) μειώνεται με ταχείς ρυθμούς. Το 7ετές ομόλογο που εξέδωσε η Ελλάδα πουλήθηκε με επιτόκιο κάτω του 2%, που πριν λίγους μήνες θα ήταν πραγματικά αδιανόητο. Οι αγορές, προεξοφλούν…

Δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και οι απόψεις των υψηλόβαθμων στελεχών μεγάλων τραπεζών του εξωτερικού, οίκων αξιολόγησης, που δείχνουν ότι η εξέλιξη των παραπάνω δεικτών ούτε τυχαία είναι (δεν θα μπορούσε άλλωστε…) ούτε οφείλεται σε κάτι άλλο, απροσδιόριστο, πέραν της πολιτικής αλλαγής στην Ελλάδα.

Στελέχη της Bank of America Merill Lynch δεν κρύβουν ότι το προτεινόμενο από την κυβέρνηση Μητσοτάκη μείγμα πολιτικής στην οικονομία είναι η συνταγή που οδήγησε άλλες χώρες της δημοκρατικής Δύσης στην ευημερία.

Σημειώνεται εδώ, ότι υπάρχει διαφορά στο να εκτιμούν κάτι τέτοιο υψηλόβαθμα στελέχη των διεθνών αγορών, και στο να το λένε δημόσια.

Παράγοντες της Goldmann Sachs, της Citi, της Berenberg κι άλλων παρόμοιων ιδρυμάτων που μιλούν σε δημοσιογράφους ή στρογγυλά τραπέζια, αποκαλύπτουν την αισιοδοξία τους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Άλλωστε, αυτό ακριβώς είναι το νόημα του χαμηλού επιτοκίου του 7ετούς ομολόγου: Διεθνή κεφάλαια, πολλαπλάσια από τα χρήματα που ζητήθηκαν εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, αγοράζοντας το ομόλογο σε αυτό το χαμηλό επιτόκιο, προσυπογράφουν ότι σε επτά χρόνια, όταν θα λήξει, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας θα είναι τέτοια, που θα τους αρκεί να πάρουν πίσω τα χρήματά τους με επιτόκιο όχι μακριά από εκείνο που θα τους έδιναν τα αντίστοιχα αμερικανικά

Γιατί, όμως χαίρεται ο κόσμος των επενδυτών, και χαμογελά;

Χαίρεται και χαμογελά, γιατί προεξοφλεί όσα θα έλθουν στην Ελλάδα.

Προεξοφλεί, αλλά περιμένει και να τα δει.

Αυτός είναι ο κύριος λόγος που ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του βιάζονται να προωθήσουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.

Κάθε μια που θα ξεκινά, θα εξελίσσεται και θα ολοκληρώνεται, θα είναι ένα ακόμα «καρφί» που θα στερεώνει την πεποίθηση των διεθνών αγορών πως «η Ελλάδα ξαναγίνεται μια χώρα ελκυστική για επενδύσεις».

Κι όλο και περισσότερο θα προεξοφλούν τη συνέχιση αυτής της πορείας, με τοποθέτηση κεφαλαίων στη χώρα μας.

Οι διαθέσεις των αγορών πολλές φορές αποκαλύπτονται απρόσμενα σε μας, τους «απ’ έξω». Άλλες φορές, όμως, τις αναμένουμε.

Όπως για παράδειγμα, τον «αγώνα δρόμου» που κάνει η Ελλάδα να προλάβει την αναβάθμισή της σε καθεστώς «επενδυτικής βαθμίδας» ώστε, μεταξύ των άλλων, να προλάβει και τη νέα φάση της ποσοτικής χαλάρωσης, που φαίνεται πως η ΕΚΤ υπό την Κριστίν Λαγκάρντ θα αποφασίσει.

Στις 2 Αυγούστου η Fitch θα ανακοινώσει τις εκτιμήσεις της για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας. Αυτό θα είναι ισχυρό μήνυμα σε όλο τον (επενδυτικό) κόσμο.

Τρεις εβδομάδες αργότερα (23/8) το ίδιο θα κάνει κα η Moody’s.

Η εικόνα της «Ελλάδας, έτοιμης για επενδύσεις» πρέπει να αρχίσει να φιλοτεχνείται με σαφήνεια, το συντομότερο δυνατόν.

Γι’ αυτό βιάζεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι υπουργοί του.

 

Αντίθετη η στάση των «θεσμών»

Ενώ οι προσδοκίες και οι ελπίδες των δανειστών της Ελλάδας είναι σε γενικές γραμμές ίδιες με εκείνες των διεθνών αγορών, ωστόσο η προς τα έξω συμπεριφορά τους είναι διαφορετική.

Διαφορετική μεν, δικαιολογημένη δε.

Οι δανειστές της Ελλάδος έχουν «κακοπάθει», όπως λέει ο λαός μας, από τις ιδεοληψίες, την αβελτηρία, τη διστακτικότητα, τις παλινδρομήσεις κι εν τέλει την επί περίπου μια δεκαετία αδυναμία της χώρας να εξέλθει από την κρίση.

Είναι φυσικό, η Αθήνα το αναγνωρίζει εν μέρει, αφού «έχουν καεί από το χυλό, να φυσάνε και το γιαούρτι».

Φυσικά ο Ντράγκι, ο Ρέγκλινγκ, ο Γιουνκέρ, η Μέρκελ κι η Λαγκαρντ γνωρίζουν πολύ καλύτερα από εμάς ότι με πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,5% κάθε προσπάθεια πραγματικής ανάπτυξης είναι υπονομευμένη.

Αυτοί, όμως, είναι πολιτικοί.

Δεν είναι αγορές.

Αυτοί δεν σπεύδουν να προεξοφλήσουν.

Αυτοί αντίθετα πρέπει να δουν υλοποιημένες τις μεταρρυθμίσεις, ή τουλάχιστον την αποφασιστική εκκίνησή τους, να βεβαιωθούν για την αταλάντευτη απόφαση της νέας ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει ως το τέλος τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και μετά να μπουν στη συζήτηση για μείωση πλεονασμάτων.

Η σημερινή ημέρα, για παράδειγμα, ήταν μια κρίσιμη μέρα στην επιχείρηση πειθούς των δανειστών για το ότι η Ελλάδα έχει απαρέγκλιτα γυρίσει σελίδα. Τα κυβερνητικά στελέχη τους εξήγησαν την πολιτική Μητσοτάκη για φοροελαφρύνσεις, προσέλκυση επενδύσεων και ανάταξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας. Το επόμενο ραντεβού, όπου ελπίζουμε ότι θα «τρυγήσουμε» τους καρπούς αυτών των πρώτων κυβερνητικών προσπαθειών» είναι στις συνεδριάσεις του Euroworking group κι αργότερα του eurogroup, και οι δυο μέσα στο πρώτο μισό του Σεπτεμβρίου.

Ήδη οι διεθνείς αγορές επισείουν στους δανειστές της Ελλάδας στοιχεία που δείχνουν την ανάγκη μείωσης των πλεονασμάτων: Υπενθυμίζουν ότι διανύουμε μια περίοδο μηδενικών επιτοκίων, πολύ φθηνού χρήματος δηλαδή, που κάνει δυνατή τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους με αρκετά χαμηλότερα επιτόκια από το θηριώδες 3,5%.

Σε αυτές τις δυο βάρκες πατάει ο Κυριάκος Μητσοτάκης: Από τη μια οι διεθνείς αγορές βλέπουν την πολιτική του και προεξοφλούν καλύτερες μέρες για την Ελλάδα, κι από την άλλη οι δανειστές περιμένουν, μήπως τυχόν κι ο Κυριάκος αποδειχθεί αναποτελεσματικός όπως οι προκάτοχοί του.

Όσο ο πρωθυπουργός προωθεί με αποφασιστικότητα το πολιτικό του σχέδιο για μεταρρυθμίσεις στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, τόσο οι δυο βάρκες, η μια των αγορών κι άλλη των δανειστών, θα πλησιάζουν μεταξύ τους, μέχρι να δέσουν η μια δίπλα στην άλλη και να σταθεροποιήσουν και τις προοπτικές της Ελλάδας. Ως τότε, οι αγορές «βαράνε τους ζουρνάδες» με αισιοδοξία για την Ελλάδα και τις προοπτικές της.