Όταν στη δεκαετία του ’50, η Ελλάδα επιχειρούσε να συγκροτήσει μιας πρωτόλειας μορφής τουριστική στρατηγική, η Ρόδος ήταν το βασικό της ατού.

Στην πρωτεύουσα των Δωδεκανήσων συγκεντρώνονταν τότε οι πρώτοι ξένοι ταξιδευτές για να ανακαλύψουν το ελληνικό τοπίο και να περιηγηθούν σε χωριά και αρχαιολογικούς χώρους.

Ακολούθησαν η Υδρα και η Κέρκυρα που έγιναν οι επόμενοι λαμπεροί ελληνικοί προορισμοί με τη δική του ξεχωριστή ταυτότητα ο καθένας.

Η Κρήτη, παρ’ ότι είχε να επιδείξει ένα μωσαϊκό δυνατών εμπειριών και ένα τοπίο με μια ανεξάντλητη εναλλαγή, δεν είχε μπει ακόμα στον τουριστικό χάρτη-, μόνο η Κνωσσός μαγνήτιζε δειλά κάποιους λιγοστούς ξένους τουρίστες.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, οι πτήσεις της Ολυμπιακής για την Κρήτη άρχιζαν να προσφέρουν γρήγορη πρόσβαση στο νησί πυροδοτώντας ένα κύμα που έμελλε να καταστήσει το νησί το βαρύ πυροβολικό του ελληνικού τουρισμού.

Δύο ορόσημα της δεκαετίας του ’70 ανοίγουν δρόμους στην κρητική φιλοξενία.

Η ανάπτυξη της Ελούντας, αρχικά με το Elounda Beach, μετέτρεψε ένα παρθένο σημείο σε έναν προορισμό πολυτελείας προσελκύοντας jetsetters και ισχυρά οικονομικά κοινό.

Το 1976, δύο νέα ξενοδοχεία, το Rythimna και το Creta Maris έβαζαν ψηλά τον πήχη δημιουργώντας μια σχολή τουριστικής αντίληψης που δικαιώθηκε από τους καιρούς και τις εξελίξεις.

Χάρη, όμως, στην καινοτόμα σκέψη των επιχειρηματιών της και την πηγαία φιλοξενία των κατοίκων της, ακόμα και η μέση κρητική ξενοδοχειακή μονάδα ήταν ήδη κορυφαία σε όλη την Ελλάδα.

Διαβάστε τη συνέχεια του κειμένου στο travel.gr