«Οι επιδόσεις του τουριστικού κλάδου κατά το 2021 δημιουργούν ευνοϊκές προσδοκίες για την ταξιδιωτική κίνηση και τις σχετικές εισπράξεις και για το επόμενο έτος, κατά το οποίο αναμένεται να πραγματοποιηθούν επιδόσεις περίπου στα επίπεδα του 2019».

Πρόκειται για την εκτίμηση που αφορά τον τουρισμό από την ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, όπου γίνεται αναφορά και στο κλείσιμο της φετινής χρονιάς, η οποία κινήθηκε πολύ καλύτερα του αναμενομένου με τις επιχειρηματικές προσδοκίες που σχετίζονται με τον τομέα (καταλύματα, εστίαση, ταξιδιωτικά πρακτορεία κ.λπ.) να έχουν επανέλθει σε θετικό έδαφος και μάλιστα στα επίπεδα που είχαν καταγράψει πριν από την πανδημική κρίση.

Σημειωτέον ότι με βάση τα τελευταία, επίσημα στοιχεία της ΤτΕ από το ταξιδιωτικό ισοζύγιο που δόθηκαν στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα, οι αφίξεις μη κατοίκων και οι ταξιδιωτικές εισπράξεις για το δεκάμηνο του 2021 έφθασαν το 46% και 58%, αντίστοιχα των επιπέδων που είχαν καταγραφεί το ίδιο διάστημα του 2019, τελευταίου έτους κανονικότητας για τον τουρισμό.

Ειδικότερα, στα 10,2 δισ. ευρώ ανήλθαν οι ταξιδιωτικές εισπράξεις στο 10μηνο Ιανουαρίου- Οκτωβρίου 2021, ενώ οι αφίξεις διαμορφώθηκαν σε 13.763 χιλ. ταξιδιώτες, επιδόσεις που όπως φαίνεται θα είναι πολύ κοντά στις τελικές του έτους, δεδομένης και της επέλασης του νέου κύματος της πανδημίας σε όλη την Ευρώπη, η οποία ανέκοψε την ανάκαμψη του κλάδου.

Όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά «οι τουριστικές εισπράξεις, οι οποίες θα ξεπεράσουν τις αρχικές προσδοκίες το τρέχον έτος αναμένεται να ακολουθήσουν ανοδική πορεία και το διάστημα 2022- 2023 συνεισφέροντας στους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μαζί με άλλες σημαντικές παραμέτρους όπως η ανάκαμψη της Ευρωζώνης και η επιτάχυνση των επενδύσεων».

Την ίδια στιγμή, ο κλάδος συνεχίζει να προσελκύει επενδύσεις κινητοποιώντας ακόμη και την αγορά ακινήτων: Όπως επισημαίνεται σχετικά, η ελληνική αγορά ακινήτων ανέκαμψε ταχύτατα το 2021, τόσο στα επαγγελματικά όσο και στα οικιστικά ακίνητα και «αναφορικά με τα οικιστικά ακίνητα, το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται ιδιαίτερα στο τμήμα της αγοράς που συνδέεται με τον τουρισμό και τις επενδύσεις».

Η ΤτΕ στέκεται πάντως και στη μεγάλη ανάγκη για διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος, όπως για παράδειγμα με την ανάπτυξη του θεματικού τουρισμού, τις πρωτοβουλίες για την προσέλκυση ταξιδιωτών από νέες αγορές κ.ά..

Οι χώρες της ΕΕ εξακολουθούν να αποτελούν την κύρια πηγή ταξιδιωτών, και τόσο οι αφίξεις όσο και οι εισπράξεις από χώρες της ΕΕ αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό συγκριτικά με εκείνον των υπόλοιπων εκτός ΕΕ χωρών.

Η εξέλιξη αυτή οφείλεται τόσο στη σχετική εγγύτητα όσο και στους λιγότερους περιορισμούς στην πραγματοποίηση ταξιδιών. Ειδικότερα, η αύξηση των εισπράξεων και των αφίξεων ταξιδιωτών από τις χώρες της ζώνης του ευρώ αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ της συνολικής μεταβολής των αντίστοιχων μεγεθών, με μεγαλύτερη συμβολή από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Επίσης, εκτός ΕΕ, σημαντική ήταν η συμβολή του εισερχόμενου τουρισμού από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ.

Όσον αφορά τον ανταγωνισμό που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στην αγορά της Μεσογείου, οι αναλυτές της ΤτΕ σημειώνουν ότι «η Ελλάδα έχει διατηρήσει τη θέση της σε σχέση με τους μεγάλους ανταγωνιστικούς προορισμούς, καταλαμβάνοντας την τέταρτη θέση μετά την Ισπανία, την Ιταλία και την Τουρκία. Επιπλέον, έχει αυξήσει το μερίδιό της στο σύνολο των εισπράξεων και των αφίξεων στην περιοχή σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2019».

Διαβάστε ακόμη:

Εξοικονόμηση κατ’οίκον ΙΙ: Τετράμηνη παράταση για την υλοποίηση των εργασιών του Β’ κύκλου

«Έκρηξη» πλούτου: Πάνω από 1.000 super yachts υπό κατασκευή για τους μεγιστάνες του πλανήτη

Ταμείο Ανάκαμψης: Προς εκταμίευση τα πρώτα δάνεια – Υπογράφεται η σύμβαση με τις τράπεζες