Η πτώση της παραγωγικότητας των συντελεστών κεφαλαίου και εργασίας, το 2020, οφείλεται στην πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και στις διαταραχές που προκλήθηκε στις εφοδιαστικές αλυσίδες εξαιτίας της Covid19, οι οποίες οδήγησαν σε λιγότερο αποτελεσματική αναδιανομή των πόρων. Από την άλλη πλευρά, η ταχύτερη αυτοματοποίηση και ψηφιοποίηση που πραγματοποιήθηκε κατά την τελευταία διετία, αναμένεται τα επόμενα έτη να οδηγήσουν σε σημαντική βελτίωση της παραγωγικότητας (“Scarring effects of the COVID-19 pandemic on the global economy – reviewing recent evidence”, ECB Economic Bulletin, Issue 7/2021).

Στο παρόν Δελτίο παραθέτουμε τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση των διαθέσιμων στοιχείων για την πορεία της παραγωγικότητας, κατά τη διάρκεια της πανδημίας στη χώρα μας, τη σημασία των επενδύσεων που αναμένεται να υλοποιηθούν στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», για την ενίσχυση της παραγωγικότητας, αλλά και τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εξέλιξή της, την επόμενη διετία.

Τα ανωτέρω συνοψίζονται ως εξής:

  • Η πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας ανά απασχολούμενο κατά τη διάρκεια του 2020, ήταν αποτέλεσμα της μεγαλύτερης μείωσης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), σε σύγκριση με τη συγκρατημένη πτώση της απασχόλησης. Το 2021, ωστόσο, εκτιμάται ότι η παραγωγικότητα της εργασίας σημείωσε άνοδο, ανακτώντας σημαντικό μέρος των απωλειών του προηγούμενου έτους, ως απασχόλησης.
  • Τη διετία 2022-2023, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Economic Forecast, Autumn 2021), η οικονομική μεγέθυνση θα στηριχτεί, πρωτίστως, στην άνοδο της παραγωγικότητας (productivity driven growth) και, δευτερευόντως, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (Γράφημα 1).
  • Άνοδο αναμένεται να σημειώσει, την επόμενη διετία, και η συνολική παραγωγικότητα, με τη συμβολή του κεφαλαίου να είναι ελαφρώς υψηλότερη από τη συμβολή της εργασίας (Γράφημα 3α). Η αύξηση αυτή συνδέεται με την αναμενόμενη άνοδο των επενδύσεων (κατά 13,4% το 2022 και 8,2% το 2023 σε ετήσια βάση), στο πλαίσιο της υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και της απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και των ιδιωτικών επενδύσεων που αναμένεται να κινητοποιηθούν.
  • Ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα έχει η εξέλιξη της παραγωγικότητας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ), η ενίσχυση της οποίας είναι ένας από τους βασικούς στόχους του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς κατέχουν μερίδιο 83% επί της συνολικής απασχόλησης και 56,7% επί της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) της χώρας (στοιχεία 2020, European Commission, 2021 SME country fact sheet’s background document-Greece).

Πιο αναλυτικά, η παραγωγικότητα της εργασίας υπολογίζεται ως το πραγματικό ΑΕΠ προς τον αριθμό των απασχολουμένων, ή, εναλλακτικά, προς το σύνολο των ωρών που εργάστηκαν οι απασχολούμενοι, για ένα δεδομένο χρονικό διάστημα (παραγωγικότητα ανά απασχολούμενο, ή ανά ώρα εργασίας). Ως εκ τούτου, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης μπορεί να εκφραστεί –μεταξύ άλλων– ως το άθροισμα των μεταβολών της απασχόλησης και της παραγωγικότητας της εργασίας.

Όπως παρατηρείται στο γράφημα, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο μειωνόταν, κατά το μεγαλύτερο διάστημα της προηγούμενης δεκαετίας (με εξαίρεση τα έτη 2015, 2017 και 2019), καθώς, κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης, η επενδυτική δαπάνη υποχώρησε αισθητά, το ποσοστό των αποσβέσεων ήταν υψηλότερο από το σχηματισμό παγίου κεφαλαίου και το απόθεμα του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας εξασθένισε. Ως αποτέλεσμα, ο παραγωγικός συντελεστής της εργασίας αλληλεπιδρούσε στην παραγωγική διαδικασία με χαμηλότερης ποιότητας κεφάλαιο, αφού αυτό δεν είχε ανανεωθεί επαρκώς και δεν είχε ενσωματώσει πλήρως τη νέα τεχνολογία και τις καινοτομίες της τελευταίας δεκαετίας.

Το 2019, ωστόσο, παράλληλα με την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης στην Ελλάδα, η συνεισφορά της παραγωγικότητας της εργασίας ανά απασχολούμενο στη μεταβολή του ΑΕΠ ήταν θετική. Την ανοδική αυτή πορεία ανέκοψε η πανδημία, εξαιτίας της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και των μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεών της, τα οποία αφορούσαν στην αναστολή της λειτουργίας συγκεκριμένων κλάδων της οικονομίας και στην υιοθέτηση ευέλικτων μορφών εργασίας (εργασία με μειωμένες ώρες με καταβολή συμπληρωματικών αποδοχών από το κράτος, άδειες ειδικού σκοπού κ.λπ.). Τα μέτρα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση -σε σημαντικό βαθμό- των θέσεων απασχόλησης, με αξιοσημείωτη, ωστόσο, πτώση του χρόνου απασχόλησης των εργαζομένων. Η τελευταία αποτυπώθηκε σε δείκτες όπως η άνοδος των απουσιών από την εργασία και η πτώση των ωρών εργασίας και με τη σειρά της οδήγησε στη μείωση του παραγόμενου προϊόντος.

Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του 2020, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο κατέγραψε πτώση κατά 7,9% σε σύγκριση με το 2019, καθώς οι απασχολούμενοι μειώθηκαν σχετικά ήπια (-1,2%, στοιχεία εθνικών λογαριασμών), ενώ το παραγόμενο προϊόν της οικονομίας, αντίστοιχα, μειώθηκε έντονα (-9% σε ετήσια βάση). Αντίθετα, η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας, ειδικά στο δεύτερο και τέταρτο τρίμηνο του 2020, όταν ήταν σε εφαρμογή τα μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας (lockdown) και οι ώρες εργασίας μειώθηκαν κατά 28,1% και 9,4% αντίστοιχα, σε ετήσια βάση, σημείωσε άνοδο .

Παράλληλα, το ποσοστό της ανεργίας μειώθηκε, το 2020, γεγονός που προήλθε από την εντονότερη ετήσια πτώση του εργατικού δυναμικού (άνεργοι και απασχολούμενοι) σε σύγκριση με τη μείωση της απασχόλησης (Γράφημα 2β). Το γεγονός αυτό οφείλεται, πρωτίστως, στο ότι μέρος του πληθυσμού των ανέργων, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν -υγειονομικών και οικονομικών-, αποθαρρύνθηκε από την αναζήτηση εργασίας, δήλωσε ότι δεν είναι διαθέσιμο να εργαστεί και, ως εκ τούτου, μετακινήθηκε προς τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό.

Aπό το δεύτερο τρίμηνο του 2021 και μετά, ωστόσο, παρατηρείται εκ νέου σημαντική άνοδος της απασχόλησης αλλά και του εργατικού δυναμικού, ενώ το ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε, τον Οκτώβριο, σε 13,3%, το οποίο αποτελεί το χαμηλότερο ποσοστό της ανεργίας που έχει καταγραφεί από τον Σεπτέμβριο του 2010. Σημαντικά ανέκαμψαν, το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, και οι ώρες εργασίας (+29,9%, σε ετήσια βάση), ενώ η αξιοσημείωτη άνοδος του ΑΕΠ, το τρίτο τρίμηνο του έτους, οδήγησε σε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας τόσο ανά απασχολούμενο άτομο, όσο και ανά ώρα εργασίας.

Σύμφωνα με τη φθινοπωρινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η απασχόληση και, πρωτίστως, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο αναμένεται να αυξηθούν την επόμενη διετία. Συγκεκριμένα, η απασχόληση προβλέπεται ότι θα αυξηθεί κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα, ετησίως, την τριετία 2021-2023, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 5,9%, το 2021, σε ετήσια βάση και ότι θα σημειώσει περαιτέρω άνοδο, κατά 4% το 2022 και 2,6% το 2023.

Όπως προαναφέρθηκε, ιδιαίτερης σημασίας για την Ελλάδα είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αλλά και η αύξηση του μεγέθους τους, που αποτελούν στόχους του Σχεδίου «Ελλάδα 2.0». Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ε.Ε., η παραγωγικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) στην Ελλάδα υπολογίζεται σε Ευρώ 11.400 (Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία, ανά απασχολούμενο) για το 2020, έναντι Ευρώ 40.000 στην ΕΕ-27, ενώ οι ΜμΕ στη χώρα μας απασχολούν κατά μέσο όρο 3 εργαζόμενους, σε σύγκριση με 3,7 εργαζόμενους στην ΕΕ-27.

Επιπρόσθετα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι, την επόμενη διετία, θα αυξηθούν και οι ονομαστικές αποδοχές ανά εργαζόμενο (σύνολο αμοιβών για τις ώρες εργασίας που πραγματοποιήθηκαν), αν και με χαμηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με την παραγωγικότητα γεγονός που αναμένεται να μειώσει το μοναδιαίο κόστος εργασίας (Unit Labour Cost) και να ενισχύσει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Συγκεκριμένα, οι αποδοχές ανά εργαζόμενο αναμένεται να σημειώσουν αύξηση κατά 0,6% το 2022 και κατά 1,5% το 2023 σε ετήσια βάση. Σημειώνεται ότι οι κατά κεφαλήν αμοιβές των μισθωτών, σε γενικές γραμμές, μειώθηκαν, κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόστηκαν, με σκοπό να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας. Το 2020, το εν λόγω μέγεθος μειώθηκε κατά 0,7% σε ετήσια βάση, ελαφρώς ηπιότερα σε σύγκριση με την πτώση της απασχόλησης, ενώ εκτιμάται ότι το 2021 παρέμεινε αμετάβλητο.

Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας περιλαμβάνει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και
επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, οι οποίες, εφόσον υλοποιηθούν, αναμένεται να ενισχύσουν σημαντικά την
παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας αλλά και τη μεταστροφή της προς ένα παραγωγικό μοντέλο με έμφαση στις επενδύσεις, υποστηριζόμενο από αυξημένη εξωστρέφεια.

Η θετική επίδραση που αναμένεται να έχουν οι επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης αντανακλώνται στις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής .

Όπως παρατηρείται στο γράφημα, την επόμενη διετία, στην Ελλάδα, αναμένεται άνοδος της συνολικής παραγωγικότητας, με τη συμβολή της παραγωγικότητας του κεφαλαίου να είναι ελαφρώς υψηλότερη από της εργασίας. Ομοίως, στην Ευρωζώνη, η συνολική παραγωγικότητα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί, αλλά η άνοδος θα προέλθει, πρωτίστως, από το συντελεστή εργασία .

Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής στην Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται σε σύγκριση με την έναρξη της οικονομικής κρίσης στη χώρα, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Συμπεραίνεται, επομένως, ότι η αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης είναι ύψιστης σημασίας, καθώς αναμένεται να έχει πολλαπλαστικά αποτελέσματα στην οικονομική δραστηριότητα, μέσω της ενίσχυσης του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας αλλά και της παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής.

Διαβάστε ακόμη

Αυτό είναι το αρχαιότερο πανεπιστήμιο της σύγχρονης Ευρώπης – Πώς άλλαξε τον κόσμο

Carrefour: Η επιστροφή στην Ελλάδα με τον Ν. Βαρδινογιάννη

Ελληνικός τουρισμός: Ποιοι τουρίστες ξοδεύουν τα περισσότερα χρήματα στην Ελλάδα