«Πέρα από Έλληνες entrepreneurs που διαπρέπουν στο εξωτερικό, υπάρχουν και Έλληνες επενδυτές που κάνουν το ίδιο και, μάλιστα, στην πιο απαιτητική αγορά του κόσμου, την Αμερική». Αυτό τονίζει ο Chris Habachy, έναν εκ των ιδρυτών της Charge Ventures και General Partner της εταιρείας, η οποία αν και εδρεύει στην Νέα Υόρκη έχει έντονο ελληνικό στοιχείο. Πρόκειται για ένα venture capital fund που επενδύει σε startups στα πολύ αρχικά στάδια, με το χαρτοφυλάκιό της να περιλαμβάνει περισσότερες από 50 εταιρείες, τέσσερις εκ των οποίων είναι «μονόκεροι». Ενδεικτικά, η Charge έχει επενδύσει σε εταιρείες όπως η Bison Trails (εξαγοράστηκε από την Coinbase), η Podz (εξαγοράστηκε από την Spotify),  η Transfix (ετοιμάζεται για την εισαγωγή της στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης), η Grin (εταιρεία leader στο influencer marketing και unicorn σε μόλις τρία χρόνια) και η Bedrock, μία startup που στοχεύει στην πλήρη χαρτογράφηση των ωκεανών μέσω υποβρύχιων drones.

ΕΡ: Πόσα χρόνια μετρά η Charge Ventures και πόσες εταιρείες συνθέτουν σήμερα το χαρτοφυλάκιο της; Υπάρχουν “μονόκεροι” μεταξύ τους;

ΑΠ: Η Charge Ventures ξεκίνησε το 2015. Από τότε έχει επενδύσει σε περισσότερες από 50 εταιρείες, εκ των οποίων οι τέσσερις είναι αυτό που λέμε μονόκεροι, εταιρείες, δηλαδή, με αποτίμηση πάνω από ένα δισ. δολάρια και με μερικές ακόμη να βαίνουν σε καλό δρόμο για να εισέλθουν σε αυτό το πολύ κλειστό κλαμπ εταιρειών. Εάν αναλογιστείτε ότι η Charge επενδύει στα πολύ αρχικά στάδια (pre-seed και seed) σε αποτιμήσεις μεταξύ πέντε εκατ. δολάρια και 15 εκατ. δολάρια, το γεγονός ότι το περίπου το 10% των επενδύσεων μας είναι ‘μονόκεροι’ αποκτά μεγαλύτερη αξία. 

ΕΡ: Σε ποιους τομείς εστιάζετε; Η πανδημία άλλαξε την στόχευση σας;

ΑΠ: Γενικότερα κοιτάζουμε να επενδύουμε σε τομείς που θα είναι hot μετά από τρία με πέντε χρόνια. Για παράδειγμα, επενδύσαμε σε εταιρείες τηλεϊατρικής (telemedicine) το 2016, πολύ πριν γίνει mainstream λόγω Covid. Φυσικά, η πανδημία επιτάχυνε την εξέλιξη των εταιρειών αυτών, αλλά και χωρίς την πανδημία είχαμε διαπιστώσει ότι οι νέες τεχνολογίες, σε συνδυασμό με τα μειωμένα κόστη και την ανάγκη του ασθενή για εύκολη, ταχύτατη και άμεση εξυπηρέτηση, ήταν μονόδρομος. Όπερ και εγένετο. Στην Αμερική αυτή την στιγμή οι υπηρεσίες τηλεϊατρικής έχουν ένα ρυθμό ανάπτυξης κοντά στο 20% ετησίως. Άλλοι τομείς, στους οποίους έχουμε επενδύσει, είναι οι εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης (A.I. + M.L.), blockchain, fintech, healthcare και low-code/no-code (LCNC), εταιρείες, δηλαδή, που επιτρέπουν στους χρήστες να δημιουργήσουν εφαρμογές και να αυτοματοποιήσουν επιχειρηματικές διαδικασίες χωρίς να χρειαστεί να γράψουν ούτε μία γραμμή κώδικα οι ίδιοι.

Τέλος, έχουμε ένα πολύ σημαντικό αριθμό εισερχόμενων εταιρειών σχετικά με το Web3, με μία νέα μορφή του διαδικτύου, πιο αποκεντρωμένη και λιγότερη ελεγχόμενη από τους τεχνολογικούς κολοσσούς, ένα internet που θα ανήκει στους χρήστες και θα τρέχει στην τεχνολογία blockchain. Η Νέα Υόρκη είναι το επίκεντρο του Web3 σήμερα και πολλά κεφάλαια θα επενδυθούν για να δημιουργηθούν οι νέοι τεχνολογικοί κολοσσοί που μπορεί σε 10 – 15 χρόνια από σήμερα να μην είναι αυτοί που όλοι νομίζουμε και γνωρίζουμε. Η πανδημία, η αλήθεια είναι, δημιούργησε νέες επενδυτικές ευκαιρίες. Από την μία, επιτάχυνε την ανάπτυξη σε ήδη υφιστάμενους τομείς, όπως, για παράδειγμα, η τηλεϊατρική και το creator economy, από την άλλη, άνοιξε νέες αγορές, όπως αυτή της τηλε-εργασίας (Future of Work πιο συγκεκριμένα).

Η Charge όχι μόνο επένδυσε σε αυτούς τους τομείς (π.χ. Grin, η μεγαλύτερη εταιρεία σήμερα στον χώρο του influencer marketing για επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν το Instagram και το TikTok για να προωθήσουν τα προϊόντα τους), αλλά πήγε και ένα βήμα παραπάνω, αφού έκανε incubate εκ των έσω με την αρχή της πανδημίας την Kumospace, εταιρεία που οραματίστηκε ο συνέταιρός μου, Brett Martin (ο κ. Martin, μεταξύ άλλων, διδάσκει Data Analytics στο Columbia Business School) και δημιουργήθηκε για να διευκολύνει τους ανθρώπους να κάνουν εταιρικά events, parties, meetings και συνέδρια απομακρυσμένα και σε ένα περιβάλλον πιο ευχάριστο από το Zoom. Ήδη εταιρείες όπως η Facebook, η Google, η NASA και το Shopify χρησιμοποιούν την Kumospace για τα εταιρικά τους events, συγκεντρώνοντας σε μερικές περιπτώσεις εκατοντάδες – εάν όχι χιλιάδες – υπαλλήλους και συνεργάτες στο ίδιο διαδικτυακό δωμάτιο την ίδια χρονική στιγμή.

ΕΡ: Πόσο εύκολο είναι για μία ελληνική startup να δραστηριοποιηθεί στην αμερικανική αγορά; Σας έχουν προσεγγίσει εκπρόσωποι του εγχώριου οικοσυστήματος;

ΑΠ: Η αμερικανική αγορά είναι απαιτητική. Για να καταφέρει μία ελληνική startup να δραστηριοποιηθεί και να ξεχωρίσει στην αγορά αυτή πρέπει να ικανοποιεί μία σειρά από κριτήρια. Πέραν των εμφανών (προϊόν, μέγεθος αγοράς, ομάδα, εκτέλεση, διαφορετικότητα), η ελληνική εταιρεία που θα μετοικήσει θα πρέπει να έχει τα κεφάλαια γι’ αυτό που λέμε go-to-market, θα πρέπει να έχει to management team που θα εγκατασταθεί εκεί και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά. Αν και είναι πιο δύσκολο απ’ όσο ακούγεται, παρόλα αυτά υπάρχουν εταιρείες που το έχουν καταφέρει και, μάλιστα, με επιτυχία, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτά των Blueground και Persado. Για να απαντήσω, όμως, στην ερώτηση, ναι, μας έχουν προσεγγίσει εταιρείες από την Ελλάδα που έχουν την φιλοδοξία να δραστηριοποιηθούν στις ΗΠΑ, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουμε επενδύσει σε κάποια από αυτές. Είναι κάτι, στο οποίο είμαστε ανοιχτοί, αφού θα θέλαμε και εμείς οι ίδιοι να βοηθήσουμε κάποια ελληνική εταιρεία να ξεχωρίσει εκεί, αρκεί βέβαια, να πληροί τα κριτήρια που έχουμε θέσει για να θεωρηθεί μία εταιρεία investable.

ΕΡ: Ποιο είναι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Charge που την καθιστά περισσότερο ελκυστική στους επενδυτές;

ΑΠ: Η Charge πολλές φορές είναι το πρώτο institutional check σε μία εταιρεία. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: α) Επενδύουμε σε ανθρώπους και όχι σε νούμερα, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις η εταιρεία, στην οποία μπαίνουμε, δεν έχει προϊόν, πόσο μάλλον πωλήσεις και Β) Ακριβώς επειδή επενδύουμε τόσο νωρίς στην ζωή μίας εταιρείας βλέπουμε χιλιάδες εταιρείες κάθε χρόνο, από τις οποίες οι 99 στις 100 δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που έχουμε θέσει. Εκ του αποτελέσματος, λοιπόν, είναι μία δουλειά που τα περισσότερα funds στην Αμερική δεν θέλουν να την κάνουν, αφενός επειδή είναι χρονοβόρα, αφετέρου επειδή διαχειρίζονται εκατοντάδες εκατομμύρια και δεν κάνουν επενδύσεις της τάξης του μισού ή του ενός εκατομμυρίου. Ως εκ τούτου, βλέπουμε σχεδόν τα πάντα, αφού ο ανταγωνισμός είναι περιορισμένος στο pre-seed stage στην Νέα Υόρκη. Μέχρι στιγμής αυτό αποδίδει, αφού επενδύουμε στις ίδιες εταιρείες, στις οποίες αργότερα θα επενδύσουν γνωστά  VCs, όπως η Sequoia, η Kleiner, η NEA και η Bessemer, αλλά σε πολύ χαμηλότερα valuations, πετυχαίνοντας μεγαλύτερες αποδόσεις, αφού αγοράζουμε φθηνότερα. Το άλλο μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Charge είναι ότι επενδύοντας τόσο νωρίς έχουμε μία ιδιαίτερα κοντινή σχέση με τους ιδρυτές/επιχειρηματίες. Όταν, λοιπόν, αυτές οι εταιρείες σηκώσουν νέους γύρους χρηματοδότησης η Charge έχει σχεδόν πάντα την ευκαιρία να συνεχίζει να επενδύει pro-rata μέσα από SPVs, στα οποία συμμετέχουν οι επενδυτές μας, απομειώνοντας, έτσι, το ρίσκο της επένδυσης.

ΕΡ: Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον;

ΑΠ: Ξεκινήσαμε πριν από περίπου επτά χρόνια από την Ελλάδα, όσο περίεργο και εάν ακούγεται για ένα αμερικάνικο VC fund. Τα αποτελέσματα μέχρι στιγμής είναι εξαιρετικά. Η Charge θα συνεχίσει να υποστηρίζει ανθρώπους που χρησιμοποιούν την τεχνολογία προς όφελος των πολλών. Ο κόσμος αλλάζει ταχύτατα, νέα δεδομένα, νέα πρότυπα και νέες τάσεις δημιουργούνται και η Charge φιλοδοξεί να χρηματοδοτήσει τις μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας που θα δημιουργηθούν από πολύ νωρίς και να παράξει αξία, τόσο για τους ανθρώπους της, όσο και για το σύνολο της κοινωνίας. Έχουμε και κάποια άλλα σχέδια, τα οποία, όμως, είναι ακόμα στα σπάργανα και υπό μελέτη.

ΕΡ: Γιατί κάποιος να επενδύσει στο Venture Capital?

ΑΠ: Για πολλούς και καλούς λόγους. Στις ΗΠΑ είναι σύνηθες οι επενδυτές να έχουν έκθεση στο VC. Μεταξύ του 3% – 8% του net worth τους το επενδύουν σε Venture Capital. Αλλά για να γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος:

  1. Έχουν πρόσβαση σε εταιρείες που δεν θα είχαν ποτέ. 
  2. Το Venture Capital έχει τα καλύτερα returns σε βάθος χρόνου, ξεπερνώντας άλλα asset classes, όπως το real estate, το private equity, τα public markets, κ.ά.
  3. To Early stage VC έχει τον χαμηλότερο συντελεστή συσχέτισης με τις αγορές (uncorrelated to public markets), με άλλα λόγια δεν επηρεάζεται τόσο εάν οι δείκτες των χρηματιστηρίων πάρουν την κατιούσα.  
  4. Δημιουργούνται ευκαιρίες για co-investments σε εταιρείες των portfolio των VC funds σε μετέπειτα γύρους χρηματοδοτήσεων, όταν έχει απομειωθεί το ρίσκο επένδυσης λόγω της ωρίμανσης της εταιρείας. Ευκαιρίες που δεν θα είχαν εάν δεν είχαν επενδύσει στα Funds αυτά που έχουν επενδύσει στην εκάστοτε εταιρεία. Και για να γίνω πιο κατανοητός, η μεγάλη πλειοψηφία των επενδυτών θα πρέπει να περιμένει μέχρι κάποια εταιρεία μπει στο χρηματιστήριο για να επενδύσει σε αυτήν. Κάποιοι άλλοι επενδυτές, όμως – πολύ λίγοι είναι η αλήθεια – που έχουν επενδύσει από νωρίς μέσω venture funds θα έχουν ήδη πουλήσει την θέση τους πολύ πριν την δημόσια προσφορά των μετοχών, απολαμβάνοντας, έτσι, πολλαπλάσιες υπεραξίες λόγω της πρόσβασης που τους έδωσε το fund στα αρχικά στάδια ζωής της εταιρείας.
  5. Διαφοροποιούν το portfolio επενδύσεων, π.χ. σε ενδεχόμενη ύφεση αυτό μπορεί και να αποτελεί σαφή αμυντική επενδυτική στρατηγική για κάποιους.
  6. Συμμετέχουν στο μέλλον. Γνωρίζουν τους ανθρώπους που το χτίζουν και βάζουν και αυτοί το λιθαράκι τους. Ο κόσμος αλλάζει ταχύτατα και με γεωμετρική πρόοδο, και δεν υπάρχει κάτι πιο ωραίο από το να είσαι συμμέτοχος σε όλο αυτό και όχι απλός θεατής.

ΕΡ: Τέλος, πείτε μας λίγα πράγματα για την πρωτοβουλία stats for startups.

ΑΠ: To statsforstartups.com είναι ένα website, το οποίο δημιουργήθηκε από την ομάδα της Charge, υπό την καθοδήγηση του εταίρου μας και καθηγητή entrepreneurship στο NYU, Θάνου Παπαδημητρίου, με πόρους από το Kauffman Foundation for Entrepreneurship, με στόχο να φτιάξουμε την μεγαλύτερη βάση δεδομένων με KPIs για τον χώρο των startups και του Venture Capital. Φανταστείτε, δηλαδή, μία Investopedia για τα startups. Εκεί μπορούν επενδυτές και επιχειρηματίες να αναζητήσουν κάποιο metric/δείκτη απόδοσης και να δουν τι σημαίνει, πως υπολογίζεται, καθώς ακόμα και να υποβάλλουν σχόλια, διορθώσεις εάν έχουν, με τρόπο παρόμοιο με αυτόν της Wikipedia. Αυτή τη στιγμή έχουμε πάνω από 150 KPIs στην βάση δεδομένων μας, αριθμός που ολοένα και αυξάνεται. Η ανταπόκριση δε, που έχουμε πάρει και συνεχίζουμε να παίρνουμε από ανθρώπους του χώρου είναι πολύ ενθαρρυντική, αφού συμβάλλουμε στην κατανόηση και συνεπώς, στην μεγέθυνση του οικοσυστήματος. Και αυτό μας αρκεί.

Διαβάστε ακόμη:

Τα αλά καρτ του Ανδρουλάκη, τα 5 ζεστά αραβικά δισ. δολάρια, η επόμενη δουλειά του Καρώνη και η νέα εξαγορά του Θεοδωρόπουλου

Τι συμβαίνει με το Grimace Coin: Οι ευκαιρίες, οι κίνδυνοι και τα «ευκαιριακά» cryptos

Γεωργακόπουλος (JP Morgan): «Aγοράσαμε τη Viva Wallet γιατί έχει την καλύτερη τεχνολογική πλατφόρμα στην Ευρώπη»