Καλά προετοιμασμένες ώστε να αντιμετωπίσουν τις επερχόμενες αρνητικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης εμφανίζονται οι ευρωπαϊκές τράπεζες, με τον αντίκτυπο, ωστόσο, να μην είναι ο ίδιος για το σύνολο του κλάδου. «Οι τράπεζες σε Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία και Ολλανδία είναι περισσότερο εκτεθειμένες μέσω του εταιρικού δανεισμού», σημειώνει η ING σε σχετική ανάλυσή της, υπογραμμίζοντας πως ενώ οι γαλλικές τράπεζες διαθέτουν τα μεγαλύτερα ανοίγματα στον ενεργειακό τομέα σε απόλυτους αριθμούς, εντούτοις οι γερμανικές και ελληνικές τράπεζες είναι εκείνες που εμφανίζουν αναλογικά τη μεγαλύτερη έκθεση.

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την Ευρωπαική Αρχή Τραπεζών (European Banking Authority), οι τράπεζες της ΕΕ είχαν το β’ τρίμηνο του 2022 ανεξόφλητα δάνεια, ύψους 322 δισ. ευρώ, προς τον ενεργειακό τομέα, αυξημένα, δηλαδή, κατά 18% ή 50 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση (ή 50 δισ. ευρώ). Έκτοτε, η έκθεσή τους έχει αυξηθεί περαιτέρω, δεδομένου ότι οι τράπεζες, ελέω της κρίσης, υποχρεώθηκαν να υποστηρίξουν ενεργειακές εταιρείες και να παράσχουν πιστωτικά όρια, προκειμένου να τις βοηθήσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις τους.

«Ο δανεισμός στον ενεργειακό τομέα αντιπροσωπεύει το 5,2% του συνόλου των εταιρικών δανείων, αλλά μόνο το 1,6% του συνολικού δανεισμού. Τα μεγαλύτερα ανοίγματα του ενεργειακού τομέα είναι στις γαλλικές τράπεζες, αλλά το μερίδιό τους στο συνολικό δανεισμό των επιχειρήσεων συγκρατείται περισσότερο στο 4,7% και κάτω από το 1,5% του συνολικού δανεισμού τους», τονίζει η ING και προσθέτει: «Στις τράπεζες με αναλογικά τα μεγαλύτερα ανοίγματα στον ενεργειακό τομέα έναντι του μεγέθους του συνολικού εταιρικού χαρτοφυλακίου περιλαμβάνονται οι γερμανικές (8,2%) και οι ελληνικές (7,9%), όπου το μερίδιο των συνολικών δανείων είναι, επίσης, το υψηλότερο μεταξύ των μεγαλύτερων χωρών της ΕΕ».

Όσον αφορά στα «κόκκινα» ενεργειακά δάνεια, αυτά αυξήθηκαν κατά 6% το β’ τρίμηνο του 2022, με τον σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στο 1,4% από 1,3% το προηγούμενο τρίμηνο. «Τα επίπεδα εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλά, αλλά οι κίνδυνοι έχουν αυξηθεί από τότε», διαπιστώνει η ING, εστιάζοντας στα μέτρα κρατικής στήριξης που απολαμβάνει ο ενεργειακός τομέας. «Το τεράστιο ενεργειακό πακέτο που ξεκίνησε η γερμανική κυβέρνηση πιθανότατα θα στηρίξει έμμεσα τις τράπεζες, περιορίζοντας τους πιστωτικούς κινδύνους του ενεργειακού τομέα για κάποιες εξ αυτών. Η Ελλάδα έχει, επίσης, λάβει ορισμένα μέτρα για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν ραγδαία αύξηση των λογαριασμών ενέργειας», εξηγεί.

Έμμεσες επιπτώσεις

Εκτός από τις άμεσες επιπτώσεις, η ενεργειακή κρίση επηρεάζει και τις τράπεζες με έμμεσο τρόπο.
Σύμφωνα με την ING, οι εταιρείες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ενέργεια στην κύρια λειτουργία τους είναι πιθανό να επηρεαστούν περισσότερο από τις διαταραχές στις αγορές ενέργειας από εκείνες που απαιτούν λιγότερη ενέργεια για τις δραστηριότητές τους. «Δεν συζητάμε για τον πραγματικό ενεργειακό τομέα εδώ, αλλά μάλλον τομείς όπως τα ορυχεία και τα λατομεία, οι μεταφορές και η αποθήκευση, η γεωργία, η δασοκομία και η αλιεία και η ύδρευση και η μεταποίηση που είναι όλοι ενεργοβόροι τομείς. Όταν ταξινομούνται με βάση τη χρήση των εκροών ενέργειας στη συνολική παραγωγή αυτοί οι τομείς κατατάσσονται στην κορυφή», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Οι τράπεζες της ΕΕ είναι πολύ εκτεθειμένες σε επιχειρήσεις σε τομείς υψηλής έντασης ενέργειας (εξαιρουμένου του ενεργειακού τομέα), με τα ανοίγματα να ανέρχονται το β’ τρίμηνο του 2022 σε 1,7 τρισ. ευρώ ή 27,9% των συνολικών εταιρικών δανείων τους. Τα ανοίγματα αντιστοιχούν στο 8% περίπου του συνόλου των χορηγήσεων. Τα υψηλότερα απόλυτα ανοίγματα είναι σε γαλλικές, ιταλικές και ισπανικές τράπεζες. Το μερίδιο των τομέων έντασης ενέργειας ως ποσοστό του συνολικού εταιρικού χαρτοφυλακίου ή του συνολικού δανεισμού είναι υψηλότερο σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ολλανδία, με το μερίδιο της Ισπανίας να βρίσκεται κάτω από αυτές λόγω υψηλότερων συνολικών δανείων.

Κεφαλαιακά αποθέματα

Την άποψη πως τα κεφαλαιακά αποθέματα παρέχουν προστασία έναντι των υψηλότερων κινδύνων στο δανεισμό εκφράζει η ING, τονίζοντας πως ο βαθμός του αντίκτυπου της ενεργειακής κρίσης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής κρατικής παρέμβασης, του βαθμού, στον οποίο η ΕΚΤ αυστηροποιεί τη νομισματική πολιτική και της οικονομικής επιβράδυνσης.

«Κατά τη γνώμη μας, οι τράπεζες γενικά έχουν πολύ υγιή κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας. Μεταξύ των μεγαλύτερων χωρών, οι τράπεζες στις Σκανδιναβικές χώρες παραμένουν μεταξύ εκείνων με τα ισχυρότερα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας βάσει κινδύνου, ενώ οι τράπεζες στη νότια Ευρώπη έχουν σχετικά μικρότερα αποθέματα. Ο ενεργειακός δανεισμός ως ποσοστό των συνολικών ιδίων κεφαλαίων είναι υψηλότερος σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Γερμανία και η Ισπανία, καθώς οι τράπεζες έχουν, σε σχετική βάση, υψηλότερα ανοίγματα και χαμηλότερα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας. Το μερίδιο δίνει κάποιες γενικές ενδείξεις για το ποιες τράπεζες είναι πιο εκτεθειμένες στις αλλαγές στην πιστωτική ποιότητα αυτών των ανοιγμάτων», εξηγεί.

Διαβάστε ακόμη:

Citi: Γιατί τα μετρητά – ιδιαίτερα σε δολάριο – είναι ο βασιλιάς των επενδύσεων τώρα 

Ψηφιακή κάρτα: Πώς και πότε θα επεκταθεί σε όλες τις επιχειρήσεις

Τι κρύβει το ξέσπασμα Μπάιντεν κατά πετρελαϊκών- Μειώστε τις τιμές αλλιώς έρχεται έκτακτος φόρος (tweets)