Διέξοδο από τα δάνεια, που έχουν χορηγήσει από κοινού σε μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες, όμως, συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα, παρά τις όποιες προσπάθειες αναδιάρθρωσης, αναζητούν οι τράπεζες, δρομολογώντας τις διαδικασίες πώλησης των συμμετοχών τους – μειοψηφικών ή μη.

Πρόκειται για υποθέσεις, πολλές από τις οποίες απασχολούν τα τελευταία χρόνια το NPL Forum της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), χωρίς, ωστόσο, μέχρι σήμερα να έχει βρεθεί μία λύση, που να ικανοποιεί όλους τους πιστωτές. Αξίζει να αναφερθεί πως από δάνεια, ύψους 8,5 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν σε 100 μεγάλες επιχειρήσεις, οι τράπεζες έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους για τα 7,5 δισ. ευρώ.

Έτσι, σχεδόν ένα χρόνο μετά την απόφαση της Eurobank να κινηθεί μονομερώς, πουλώντας στο αμερικανικό επενδυτικό κεφάλαιο HIG Capital το δάνειο, ύψους 53 εκατ. ευρώ, προς τη Χαλυβουργία Ελλάδος, συμφερόντων της οικογενείας Μάνεση, έρχεται η σειρά των Πειραιώς και Εθνική Τράπεζα να κινηθούν αυτόνομα, βγάζοντας στο… σφυρί απαιτήσεις, ύψους 90 εκατ. ευρώ (55 εκατ. ευρώ και 35 εκατ. ευρώ αντίστοιχα).

Εφόσον η διαδικασία ολοκληρωθεί, η Alpha Bank, που κατέχει και θέση leader, με δανειακό άνοιγμα πέριξ των 170 εκατ. ευρώ, θα πρέπει να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της, εκκινώντας συνομιλίες με τον επενδυτή, ο οποίος θα αναδειχθεί από τον σχετικό διαγωνισμό.

Με βάση τις οικονομικές καταστάσεις του Ομίλου, ο κύκλος εργασιών «άγγιξε» το 2018 τα 186,2 εκατ. ευρώ έναντι 168,2 εκατ. ευρώ τον αμέσως προηγούμενο χρόνο. Tο μικτό περιθώριο κέρδους, ωστόσο, υποχώρησε λόγω κόστους (πρώτων υλών, ενέργειας κ. ο. κ.), με συνέπεια οι ζημιές να εκτοξευτούν – σε 4,1 εκατ. ευρώ από 342.000 ευρώ – και τα EBITDA να μειωθούν στα 5,3 εκατ. ευρώ από 8,4 εκατ. ευρώ.

Αντίστοιχη πολιτική προτίθενται να εφαρμόσουν οι τράπεζες και στην περίπτωση της Vivartia. Ειδικότερα, ΕΤΕ και Eurobank φέρεται να προωθούν την πώληση δανείων, ύψους 200 εκατ. ευρώ, αφήνοντας μόνη την Πειραιώς να «παλεύει» για τη μεταβίβαση του συνόλου των απαιτήσεων της μητρικής MIG, που υπολογίζονται σε 549 εκατ. ευρώ. Ειδικότερα, όπως προέκυπτε από την ετήσια οικονομική έκθεση για το 2019, το σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων του Ομίλου και της εταιρείας υπερβαίνουν το σύνολο των κυκλοφορούντων στοιχείων του ενεργητικού κατά ποσό 225,0 εκατ. ευρώ και 278,3 εκατ. ευρώ αντίστοιχα, με την Grant Thornton να εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις, αναφορικά με την απρόσκοπτη συνέχιση της δραστηριότητας της MIG. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη έκθεση, οι δανειακές υποχρεώσεις του Ομίλου αναλύονται ως ακολούθως:

  • Τρόφιμα και Γαλακτοκομικά: 422,5 εκατ. ευρώ (28,6% του συνόλου)
  • Μεταφορές: 402,2 εκατ. ευρώ (27,2% του συνόλου)
  • Πληροφορική και Τηλεπικοινωνίες: 30,1 εκατ. ευρώ (2% του συνόλου)
  • Ιδιωτικών Κεφαλαίων: 75 εκατ. ευρώ (5,1% του συνόλου) και
  • Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες: 548,9 εκατ. ευρώ (37,1% του συνόλου)
  • Στον διαγωνισμό, πάντως, ο οποίος διενεργήθηκε εν μέσω πανδημίας, το «παρών» έδωσε μόνον ο ιρλανδικός
  • επενδυτικός Όμιλος Comer, ο οποίος αξιολόγησε το τίμημα στα χαμηλά επίπεδα των 350 εκατ. ευρώ.

Στο μεταξύ, η Eurobank είχε ήδη από το 2016 προχωρήσει στη μεταβίβαση ομολογιακού δανείου έκδοσης της MIG, με συνολικό ανεξόφλητο κεφάλαιο 150 εκατ. ευρώ, σε επενδυτικά κεφάλαια, που διαχειρίζεται η Fortress Investment Group LLC. Το επίμαχο δάνειο, που είχε αναχρηματοδοτηθεί νωρίτερα από τη Eurobank, είχε εκδοθεί από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, με εγγύηση μετοχές εταιρειών της MIG, μεταξύ των οποίων η Attica Συμμετοχών και η Vivartia. Η συμφωνία αναχρηματοδότησης, που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 2016, προέβλεπε την επέκταση της περιόδου αποπληρωμής κατά τρία έτη και συγκεκριμένα έως τον περασμένο Οκτώβριο.

Αντιστοίχως, η τράπεζα πώλησε τη συμμετοχή της, ύψους 35 εκατ. ευρώ, που είχε στις Μαρίνες Ρόδου, σε fund, συμφερόντων Έλληνα ομογενή.