«Χρυσά» συμβόλαια, τόσο με τράπεζες όσο και με επενδυτές, για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, αλλά και έξτρα αμοιβές σε περίπτωση επιτυχoύς πώλησης ενός χαρτοφυλακίου στη δευτερογενή αγορά διεκδικούν οι servicers, ενισχύοντας τα έσοδά τους μέσα από τέσσερις βασικές πηγές.

Πιο αναλυτικά, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται πως τα κέρδη των εταιρειών διαχείρισης προέρχονται από τις ρυθμίσεις ή τις ανακτήσεις των δανείων που καλούνται να διαχειριστούν, η πραγματικότητα είναι λίγο διαφορετική. Κι αυτό γιατί τα χαρτοφυλάκια είναι το μέσο και όχι η πηγή της κερδοφορίας τους, η οποία μπορεί να προκύψει μέσα από τις συμφωνίες που κλείνονται με τράπεζες και επενδυτές. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από πρόσφατη εταιρική παρουσίαση του Ομίλου doValue, τα συμβόλαια για τους servicers έρχονται ως εξής:

1/ Μέσω της εξαγοράς των μονάδων διαχείρισης προβληματικών δανείων των τραπεζών που συνήθως συνοδεύεται από αποκλειστική σύμβαση διαχείρισης. Το μοντέλο αυτό εφαρμόστηκε σχεδόν κατά κόρον στην Ελλάδα, αφού τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες (εξαίρεση αποτέλεσε η Εθνική Τράπεζα) προχώρησαν στην απόσχιση της επίμαχης δραστηριότητας από τον βασικό τους πυρήνα. Συγκεκριμένα, η DoValue απέκτησε μερίδιο 80% στη Eurobank FPS το γ’ τρίμηνο του 2020, η Cepal αποκόπηκε από την Alpha Bank, με ένα μερίδιο της τάξεως του 80% να έχει πωληθεί στην Davidson Kempner τον Φεβρουάριο του 2021, και η Intrum απέκτησε το 80% της πλατφόρμας της Τράπεζας Πειραιώς τον Οκτώβριο του 2019. Οι συμβάσεις που συμφωνήθηκαν ήταν 10ετείς, με τους servicers να αναλαμβάνουν τη διαχείριση τόσο των υφιστάμενων όσο και των μελλοντικών «κόκκινων» δανείων των τραπεζών. Πέραν αυτών,  δε, έχουν τη δυνατότητα να κάνουν outsourcing τις υπηρεσίες και σε τρίτους, ενισχύοντας έτσι περαιτέρω τα έσοδά τους.

2/ Μέσω της ανανέωσης των συμβολαίων με τις τράπεζες. Μετά το τέλος της παραπάνω σύμβασης οι εταιρείες διαχείρισης δύνανται να συζητήσουν την ανανέωση. Η DoValue, για παράδειγμα, συνηθίζει να διερευνά αυτό το ενδεχόμενο έναν χρόνο πριν από τη λήξη της αρχικής σύμβασης. Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας διατηρεί το δικαίωμα να συνεχίσει τη διαχείριση μέχρι την οριστική εκκαθάριση των χαρτοφυλακίων που έχει ήδη αναλάβει.

3/ Μέσω συμφωνιών με επενδυτές. Οι συμφωνίες αυτές προκύπτουν μετά από τιτλοποιήσεις ή πωλήσεις και έχουν να κάνουν τόσο με τη φάση της δημιουργίας ενός business plan όσο και με την υποστήριξη αυτού με βάση τις παραδοχές ανάκτησης. Υπενθυμίζεται ότι ειδικά όσον αφορά στις τιτλοποιήσεις οι servicers κινδυνεύουν είτε με «περικοπές» αμοιβών είτε ακόμη και με αντικατάσταση εάν, στο μεταξύ, υπάρξει κατάπτωση της εγγύησης του Δημοσίου. Στον νόμο ορίζεται ότι «εφόσον οι καθαρές εισπράξεις από την έναρξη της διαχείρισης του χαρτοφυλακίου υπολείπονται κατά 20% ή περισσότερο των καθαρών εισπράξεων που έχουν προϋπολογιστεί, θα αναβάλλεται η καταβολή τουλάχιστον του 20% της αμοιβής του διαχειριστή. Παράλληλα, ο διαχειριστής μπορεί να αντικαθίσταται σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, υπό την προϋπόθεση ότι για δύο διαδοχικές περιόδους εκτοκισμού οι συνολικές καθαρές εισπράξεις από τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου των τιτλοποιημένων απαιτήσεων υπολείπονται, κατά ποσοστό τουλάχιστον 30%, του συνολικού προϋπολογισθέντος ποσού καθαρών εισπράξεων των αντίστοιχων περιόδων».

Παράλληλα, σε περίπτωση πώλησης ενός χαρτοφυλακίου που ήδη εξυπηρετείται από έναν servicer, τότε αυτός προκρίνεται ως προτιμητέος και από τον επενδυτή για ταχύτερη διαδικασία on-boarding.

4/ Μέσω πωλήσεων στη δευτερογενή αγορά. Πρόκειται για μία αγορά η οποία σταδιακά έχει αρχίσει να αναπτύσσεται και στην Ελλάδα. Η μεταπώληση των δανείων από τους επενδυτές μπορεί να γίνεται για λόγους είτε χαμηλής απόδοσης είτε στρατηγικής, έτσι όπως έχει συμφωνηθεί στο αρχικό business plan. Οι επενδυτές στην πρώτη περίπτωση συνήθως προχωρούν σε αντικατάσταση του servicer, ενώ στη δεύτερη ο νέος κάτοχος του χαρτοφυλακίου διατηρεί το υπάρχον καθεστώς διαχείρισης, με τον servicer να κερδίζει τόσο το bonus για την επιτυχή μεταπώληση όσο και το νέο συμβόλαιο ανάθεσης.

Οι 10 top «παίκτες» στην ελληνική αγορά

Αύξηση κατά 25 εκατ. ευρώ παρουσίασαν τα «κόκκινα» δάνεια που διαχειρίζονται οι servicers, με αποτέλεσμα η συνολική τους αξία να διαμορφώνεται το γ’ τρίμηνο του 2023 στα 71,186 δισ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), η οποία παρακολουθεί στενά τον επίμαχο κλάδο, ενώ το τελευταίο διάστημα δρομολογεί την ανανέωση των αδειών τους, οφείλεται στην αύξηση τόσο των επιχειρηματικών όσο και των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων.

Οσον αφορά στους 10 top «παίκτες» με βάση το μερίδιο αγοράς, την πρώτη θέση καταλαμβάνει η DoValue με 34% και ακολουθούν οι Cepal και Intrum με 28% και 26% αντίστοιχα. Την πεντάδα συμπληρώνουν η Quant με 6% και η Veraltis με 3%. Μερίδιο 1% διαθέτει η SFS, ενώ τη 10άδα κλείνουν οι APS (0,3%), UCI (0,3%), NPA (0,2%) και DV01 (0,2%).

Προσεχώς, πάντως, ο κλάδος θα υποστεί ανακατατάξεις, καθώς πολλές από τις εταιρείες που έχουν αδειοδοτηθεί από την ΤτΕ δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νέου νόμου, οδηγούμενες είτε σε «λουκέτο» είτε σε εξαγορά από άλλους, μεγαλύτερους «παίκτες». Υπενθυμίζεται ότι στις 29 Μαρτίου εκπνέει η προθεσμία που έχουν οι servicers για να καταθέσουν στη Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της ΤτΕ αίτηση με σκοπό την επαναδειοδότησή τους, σύμφωνα με τις αυξημένες απαιτήσεις που προβλέπει το αναθεωρημένο νομικό πλαίσιο.

Διαβάστε ακόμη

Αλαλούμ με τις άμεσες πληρωμές – «Δωρεάν» IRIS, αλλά με χρεώσεις για 1,3 εκατ. επαγγελματίες και μπλοκάκια

MIT: Φοιτητές κατασκευάζουν μοτοσικλέτα που θα καίει υδρογόνο (pic + vid),

ΑΣΕΠ – Δημοτική Αστυνομία: Οι θέσεις για τις 1.213 μόνιμες προσλήψεις

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ