Ένα κράμα κεφαλαίων από την εγχώρια και τη διεθνή κεφαλαιαγορά, αλλά και δανεισμός με ευνοϊκότερους όρους, χρηματοδότησε το 2025 τις ελληνικές επιχειρήσεις. Το 2025 παρατηρήθηκε σημαντικά ενισχυμένη εκδοτική δραστηριότητα από μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις στη διεθνή και εγχώρια αγορά ομολόγων, με αποτέλεσμα η χρηματοδότηση να συνεισφέρει θετικά στην πραγματοποίηση επενδύσεων από αυτές.

Έξι δισ. ευρώ τοποθετήθηκαν άμεσα σε ελληνικές επιχειρήσεις καταδεικνύοντας τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, οι αποδόσεις των ομολόγων μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων κατέγραψαν μείωση από τις αρχές του 2025, επωφελούμενες από τις αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της χώρας. Κατά συνέπεια, μειώνονται οι δαπάνες για τόκους και απελευθερώνονται χρηματοδοτικοί πόροι για την περαιτέρω ενίσχυση των επενδύσεων από τις εκδότριες επιχειρήσεις, σημειώνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος στην ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ.

Η ενίσχυση και διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων είναι κρίσιμη, σε μια περίοδο κατά την οποία οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες παραμένουν ευμετάβλητες. Η καλύτερη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, η αξιοποίηση του νέου Ταμείου Μικροπιστώσεων και η πρόσβαση σε εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης μέσω των κεφαλαιαγορών – ιδίως για νεοφυείς και μικρομεσαίες επιχειρήσεις χωρίς επαρκείς εξασφαλίσεις – μπορούν να ξεκλειδώσουν σημαντικό επενδυτικό δυναμικό.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι καίριας σημασίας οι ελληνικές τράπεζες να διατηρήσουν τη θετική δυναμική τους και να παραμείνουν σε πορεία επίτευξης των μεσοπρόθεσμων στόχων τους. Έτσι, αφενός θα συνεχίσουν να στηρίζουν επαρκώς τη χρηματοδότηση της οικονομίας και αφετέρου οι συνεχείς βελτιώσεις και τυχόν νέες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής τους ικανότητας θα λειτουργούν ως ασπίδα απέναντι στο περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας.

Παράλληλα, η διατήρηση και ενίσχυση της θετικής δυναμικής των ξένων άμεσων επενδύσεων –οι οποίες ξεπέρασαν τα 6 δισ. ευρώ το 2024, αυξημένες κατά περίπου 40% έναντι του 2019– προϋποθέτει σταθερότητα, θεσμική αξιοπιστία και συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων και της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας.

Σε αυτή τη λογική, η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων δεν αποτελεί μόνο δημοσιονομικό εργαλείο, αλλά και μοχλό παραγωγικού εκσυγχρονισμού. Έργα όπως το Ελληνικό, με εκτιμώμενες επενδύσεις 8 δισ. ευρώ, και οι επενδύσεις στους μεγάλους λιμένες (ΟΛΠ, ΟΛΘ), στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια, στο εθνικό σύστημα φυσικού αερίου (ΔΕΣΦΑ) και στην Εγνατία Οδό δημιουργούν νέα δίκτυα υποδομών, ενισχύουν τον ρόλο της χώρας ως κόμβου μεταφορών και ενέργειας και βελτιώνουν την ελκυστικότητα για επιπλέον ιδιωτικά κεφάλαια.

Το ζήτημα της προσιτής στέγης απαιτεί πρόσθετες παρεμβάσεις στην πλευρά της προσφοράς. Απαιτείται απλοποίηση διαδικασιών σε όλα τα στάδια αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας – αδειοδοτήσεις, πολεοδομικά, χρήσεις γης – ώστε να απελευθερωθούν αδρανή ακίνητα και να διευκολυνθούν ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις σε ανάπτυξη κατοικίας. Μια τέτοια στρατηγική θα περιορίσει τις πιέσεις στην αγορά ακινήτων, θα διευκολύνει τη γεωγραφική κινητικότητα εργαζομένων και θα υποστηρίξει δημογραφικούς στόχους, σε μια περίοδο όπου το κόστος ζωής επηρεάζει τις αποφάσεις για δημιουργία οικογένειας.

Ανάσα η πτώση των επιτοκίων

Τα επιτόκια των τραπεζικών δανείων προς τις ΜΧΕ υποχώρησαν σημαντικά κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους σε όλες τις κατηγορίες δανείων. Οι μειώσεις ήταν συγκριτικά εντονότερες στα δάνεια ύψους άνω των 250.000 ευρώ, τα οποία αφορούν κυρίως μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Το μεσοσταθμικό επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών δανείων διαμορφώθηκε τον Οκτώβριο 2025 σε 3,9%, περίπου 110 μονάδες βάσης χαμηλότερα από το τέλος του 2024.

Από την έναρξη της πτωτικής τάσης τον Αύγουστο του 2023, το μεσοσταθμικό επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων έχει υποχωρήσει κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες και πλέον, αναστρέφοντας περίπου το 70% της αύξησης που είχε σημειωθεί κατά την ανοδική φάση του κύκλου των επιτοκίων πολιτικής του Ευρωσυστήματος.

Σημαντική συμβολή στη μείωση του κόστους τραπεζικής χρηματοδότησης είχαν τα προγράμματα του Ομίλου της ΕΤΕπ, της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και τα δάνεια στο πλαίσιο του RRF. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις επωφελήθηκαν περισσότερο, καθώς άνω του 40% της νέας χρηματοδότησης προήλθε από δάνεια χαμηλότερου επιτοκίου ή/και μειωμένων απαιτήσεων για εξασφαλίσεις.

Τα επιτόκια για τα νοικοκυριά υποχώρησαν επίσης, αλλά οι μειώσεις ήταν συγκριτικά μικρότερες από ό,τι για τις επιχειρήσεις. Η μέση μηνιαία καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις Μη Χρηματοδοτικές Επιχειρήσεις μειώθηκε σε 438 εκατ. ευρώ από 557 εκατ. ευρώ, αντανακλώντας την τόνωση της ζήτησης λόγω αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας και μείωσης των επιτοκίων.

Οι ελληνικές τράπεζες συγκέντρωσαν σημαντικά κεφάλαια από εισροές καταθέσεων πελατών, τη διεθνή διατραπεζική αγορά και έκδοση ομολόγων. Η άντληση ρευστότητας από το Ευρωσύστημα μειώθηκε και το συνολικό υπόλοιπο δανεισμού βρίσκεται πλέον σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Τη χορήγηση δανείων υποστήριξαν επίσης προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας της ΕΤΕπ και της ΕΑΤ, ενώ τα δάνεια στο πλαίσιο του RRF σημείωσαν μικρή αύξηση το πρώτο δεκάμηνο του 2025 σε σχέση με το 2024.

Διαβάστε ακόμη 

Είναι «φούσκα» το ράλι στο ασήμι; Μοντέλο της Société Générale απαντά «ναι» οι αναλυτές της όμως «όχι» (γραφήματα)

Τα πιο ζεστά μπουφάν: Πώς οι ίνες άνθρακα αλλάζουν τα δεδομένα

Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τον Μπάφετ; Θολό το τοπίο της επόμενης ημέρας για την Berkshire Hathaway

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα