Διαβάζοντας την ομιλία του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) κ. Γιάννη Στουρνάρα σε εκδήλωση του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων (Ε.Σ.Β.Ε.Π.) με θέμα: «Προς ένα νέο βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο με ονομασία προέλευσης» δεν ήθελα και πολύ για να σκεφθώ και να καταλήξω στο συμπέρασμα πως η διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας και η ομάδα των στελεχών γύρω από αυτήν θα μπορούσαν να αποτελέσουν την μαγιά των συγγραφέων ενός «ελληνικού μνημονίου», του δικού μας μνημονίου.

Και αυτό γιατί η ομιλία του διοικητή της ΤτΕ ήταν στην ουσία ένα μίνι μανιφέστο οικονομικής πολιτικής που πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά της αντιμετώπισης του ελληνικού προβλήματος – στη διατήρηση των λογής λογής στρεβλώσεων και παθογενειών μιας ρηχής, σχεδόν επαρχιακής και απρόσωπης οικονομίας, που ζει ξεχασμένη από το ξένο κόσμο και βρίσκεται αποκομμένη από τα διεθνή δίκτυα. Υπερβολές θα πείτε – ίσως, αλλά και από την υπερβολή πολλές φορές κερδίζεις την ουσία. Και ο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας – που εκτός από τα γράμματα του Πανεπιστημίου γνωρίζει και τα γράμματα της αγοράς- φτάνει με την παρέμβαση του στο μεδούλι αναδεικνύοντας την ουσία. Και η ουσία δεν είναι άλλη από την αναγνώριση και την αποδοχή ενός αναπτυξιακού μοντέλου με ονομασία προέλευσης.

Μεγάλη κουβέντα που γεννά προσδοκίες αλλά και ευθύνες. Σε όλα τα επίπεδα. Εδώ, ο κεντρικός τραπεζίτης ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο της θεσμικής εξουσιοδότησης και μιλάει στο εθνικό ακροατήριο… Άλλωστε, αυτό έχουμε ανάγκη ως πολίτες αυτής της χώρας στο Νότο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η φωνή του διοικητή της ΤτΕ, του καθηγητή Στουρνάρα λειτουργεί σήμερα ως μια από τις κορυφαίες εκφράσεις του συνεπούς μεταρρυθμιστικού λόγου που επιδιώκει να προασπίσει το μέλλον της Ελλάδος στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβάλλοντας μια αναπτυξιακή στρατηγική που πρέπει να βρει μαχητικούς υποστηρικτές και πληθώρα συμμάχων.

Για το τέλος κράτησα ένα απόσπασμα από την ομιλία του:

«Η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να στοχεύει σαφώς στην απελευθέρωση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, στην εξάλειψη των περιττών και στρεβλωτικών κανονισμών και στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών φορέων.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι ζωτικής σημασίας για τη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη ανάκαμψη και είναι κομβικής σημασίας για την αναδιάρθρωση της οικονομίας προς ένα εξωστρεφές πρότυπο διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Η παρούσα συγκυρία, όπου τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης της οικονομίας αρχίζουν και διαφαίνονται, αποτελεί και το βασικό στοιχείο διαφοροποίησης σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, όπου η αστάθεια του οικονομικού περιβάλλοντος και η συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης δεν επέτρεψαν στις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν να αποτυπώσουν τα πραγματικά τους οφέλη στον καταναλωτή, στις επιχειρήσεις και στις αγορές. Αυτό αποτελεί μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί (…) H ελληνική οικονομία έχει σήμερα τις δυνατότητες να περάσει, σχετικά σύντομα, σε μια νέα αναπτυξιακή τροχιά, βασιζόμενη σε ένα νέο, αναπτυξιακό πρότυπο με έμφαση στην υγιή επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και την εξωστρέφεια».