Δυνατά στις διεθνείς αγορές ομολόγων συνεχίζουν να βγαίνουν οι ελληνικές τράπεζες, καταφέρνοντας από τη μία, να μειώσουν σημαντικά την απόσταση που πρέπει να καλύψουν με εκδόσεις έως το 2025, στο πλαίσιο της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL) και από την άλλη, να… διευκολύνουν την απόφαση του SSM για την επιστροφή στα μερίσματα.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννη Στουρνάρα, από το 2018 οι τέσσερις σημαντικές ελληνικές τράπεζες έχουν εκδώσει ομόλογα, συνολικής αξίας περίπου 15,3 δισ. ευρώ. Από το υφιστάμενο υπόλοιπο, ύψους περίπου 14,4 δισ. ευρώ, τα οκτώ δισ. ευρώ έχουν αντληθεί μέσω έκδοσης τίτλων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (senior), ενώ τα 6,4 δισ. ευρώ με την έκδοση τίτλων χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (subordinated). «Με βάση τα στοιχεία του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2023, απομένουν περίπου 6,6 δισ. ευρώ που πρέπει να καλυφθούν από αντίστοιχες ομολογιακές εκδόσεις έως το τέλος του 2025», σημειώνεται στην Έκθεση.

Έκτοτε, ωστόσο, οι τράπεζες έχουν εκδώσει ομόλογα, ύψους 3,8 δισ. ευρώ, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η πρόσφατη έξοδος της Τράπεζας Πειραιώς. Πιο αναλυτικά, το πρώτο 10ήμερο του Απριλίου η τράπεζα προχώρησε στην έκδοση ομολόγου, ύψους 500 εκατ. ευρώ, εξαετούς διάρκειας, με δικαίωμα ανάκλησης στα πέντε έτη. Το συνολικό βιβλίο εντολών της συναλλαγής ξεπέρασε το 1,3 δισ. ευρώ, υπερκαλύπτοντας κατά περισσότερες από 2,7 φορές το στόχο έκδοσης, ενώ με βάση το επενδυτικό ενδιαφέρον, η τελική απόδοση διαμορφώθηκε στο 5,00% έναντι αρχικού στόχου 5,25%, με άνω των 3/4 της συναλλαγής να διατίθεται σε ξένους θεσμικούς επενδυτές. Στο πλαίσιο αυτό, ο δείκτης MREL της Τράπεζας Πειραιώς για τον Δεκέμβριο 2023 διαμορφώνεται στο 25,6%. Το επίπεδο αυτό είναι υψηλότερο από τον ενδιάμεσο στόχο MREL που έθεσαν οι εποπτικές αρχές για τον Ιανουάριο 2024 (21,9%), καθώς και για τον Ιανουάριο 2025 (24,9%).

Σύμφωνα με την ΤτΕ δε, μετά την ανακοίνωση των θετικών προοπτικών από τον οίκο S&P τον Απρίλιο για την κρατική πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος, ο μέσος όρος των αποδόσεων των τραπεζικών ομολόγων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, σταθμισμένος ως προς την αξία των υποκείμενων ομολόγων, έχει μειωθεί κατά 294 μ.β.. Ακόμη πιο σημαντική εξέλιξη, καθώς μετακυλίεται στα αποτελέσματα χρήσης των τραπεζών, είναι η έκδοση νέων ομολόγων από τις ελληνικές τράπεζες με χαμηλότερο κόστος δανεισμού. «Συγκεκριμένα, μετά την αναβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία, οι τέσσερις σημαντικές ελληνικές τράπεζες έχουν εκδώσει ομόλογα υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας με μεσοσταθμική απόδοση ύψους 5,5% και διάρκεια πέντε – έξι έτη έως τη λήξη, ενώ πριν από την αναβάθμιση η μεσοσταθμική απόδοση στην έκδοση για ομόλογα υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας και ίδιας διάρκειας από τις ίδιες τράπεζες ήταν 7%», τονίζεται χαρακτηριστικά και προστίθεται: «Ταυτόχρονα, το επίπεδο των βασικών επιτοκίων είναι υψηλότερο την περίοδο μετά την αναβάθμιση. Έτσι, επιβεβαιώνονται οι προσδοκίες ότι η πρόσφατη αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία θα συμβάλει σημαντικά και θετικά, τόσο στην κερδοφορία, όσο και στην ανθεκτικότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος».

Αξίζει να επισημανθεί πως μόλις την περασμένη Παρασκευή ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s έθεσε σε θετικό το outlook της Ελλάδας, προαναγγέλλοντας έτσι, μία νέα αναβάθμιση τους επόμενους μήνες, γεγονός που αποτελεί ένα θετικό σήμα για τις αγορές μετοχών και ομολόγων.

Τα κεφαλαιακά «μαξιλάρια» και η διανομή μερίσματος

Να θωρακίσουν από νωρίς τα κεφάλαιά τους με σειρά εκδόσεων έσπευσαν οι ελληνικές τράπεζες, διαθέτοντας στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου συνολικό δείκτη κεφαλαίου (Total Capital ratio) 18,84%, εκ των οποίων:

Tier 1 ratio: 16,19%.
CET1 ratio (Common  Equity Tier 1): 15,51%.

Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), 78 – μεταξύ των οποίων και τα τέσσερα ελληνικά – από τα συνολικά 107 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία του είχαν την  31/12/2023  δείκτη  CET1  μεταξύ 10% και 20%, ενώ τα υπόλοιπα 29 είχαν δείκτη CET1 υψηλότερο του 20%.

Τα υψηλά κεφαλαιακά «μαξιλάρια» είναι και ο βασικός λόγος που οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζονται αισιόδοξες πως ο Ευρωπαίος επόπτης θα επιτρέψει την ανταμοιβή των μετόχων τους από 10% έως 25% με 30% των κερδών του 2023. Αν και οι πρόσφατες πληροφορίες αναφέρουν πως ο SSM δεν προτίθεται να προχωρήσει σε χαλάρωση των επίμαχων κανονισμών, φοβούμενος την απομάκρυνση μεγάλης ποσότητας κεφαλαίων από το σύστημα, εντούτοις οι εγχώριοι συστημικοί Όμιλοι εκτιμούν πως στην ετυμηγορία του περί τον Ιούνιο θα «ξεκλειδώσει» αυτή τη δυνατότητα μετά από 13 χρόνια.

Διαβάστε ακόμη

Τιμούρ Τουρλόφ (Freedom Finance Corp.): Ανοίγουμε την πόρτα της Wall Street στις ελληνικές επιχειρήσεις

Πώς θα διαμορφωθούν τα ενοίκια των γραφείων τη διετία 2024 – 2025 στην Αθήνα – Οι τιμές (διαγράμματα)

Τέλος οι δηλώσεις περιουσίας, ακίνητα, γονικές παροχές και κληρονομιές στις ΔΟΥ

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ