Μιλώντας σε χθεσινή εκδήλωση του ΙΟΒΕ στην Αθήνα, η Ελληνίδα επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας τόνισε ότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την έκβαση των εμπορικών εντάσεων και του Brexit – Έκανε ειδική αναφορά στις παγκόσμιες προκλήσεις της φτώχειας, του δημογραφικού και της εκπαίδευσης

Του Μάριου Ροζάκου

Τον προβληματισμό της για την έξαρση της αβεβαιότητας σε παγκόσμιο επίπεδο εξέφρασε η επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Yale Πηνελόπη Κουγιανού-Γκόλντμπεργκ, στη διάλεξη που έδωσε χθες στην Αθήνα μετά από πρόσκληση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Παράλληλα, όμως, έστειλε το αισιόδοξο μήνυμα ότι δεν περιμένει νέα μεγάλη κρίση και ύφεση, παρά την επιβράδυνση της διεθνούς οικονομίας.

«Δεν ανησυχώ για επερχόμενη διεθνή οικονομική κρίση ούτε βλέπω κίνδυνο μεγάλου πληθωρισμού τα προσεχή χρόνια. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι έχει αυξηθεί ο δείκτης αβεβαιότητας παγκοσμίως, με αποτέλεσμα να γίνονται λιγότερες επενδύσεις. Επίσης, εάν κλιμακωθούν οι εμπορικές εντάσεις όπως αναμένεται, θα υπάρξει διάχυση των προβλημάτων, διότι ΗΠΑ και Κίνα κατέχουν το 35% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 20% του εμπορίου», επισήμανε η κ. Κουγιανού-Γκόλντμπεργκ.

Όπως ανέφερε, «η αβεβαιότητα για τις πολιτικές επιλογές κυριαρχεί και γίνεται αισθητή σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, λόγω των εμπορικών εντάσεων και του Brexit. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα εξελιχθούν οι πολιτικές στα δύο αυτά ζητήματα». Σύμφωνα με την ίδια, «οι σημερινές εντάσεις δεν έχουν να κάνουν με μια συγκεκριμένη κυβέρνηση στις ΗΠΑ. Πίσω από τους εμπορικούς πολέμους υπάρχει οικονομική λογική, δεν είναι παράλογοι από οικονομική σκοπιά. Εντούτοις, ο πόλεμος δεν αποτελεί ποτέ λύση για τους οικονομολόγους, γιατί ακόμα κι αυτός που κερδίζει υφίσταται μεγάλες απώλειες».

Η επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας έκανε ιδιαίτερη αναφορά στα προβλήματα της παγκόσμιας φτώχειας. Όπως τόνισε, το 1990 υπήρχαν 1,9 δισ. άνθρωποι που ζούσαν σε συνθήκες ακραία φτώχειας. Το 2030 προβλέπεται να είναι λιγότεροι από 500 εκατομμύρια. Παρά την πρόοδο, είναι σαφές πως βρισκόμαστε ακόμα μακριά από τον στόχο για εξάλειψη της ακραίας φτώχειας έως το 2030. Επίσης υπογράμμισε ότι η «η παγκοσμιοποίηση προσέφερε τεράστια κέρδη, που δεν μοιράστηκαν όμως ίσα», ενώ αναγνώρισε ότι μεγάλο μέρος του κεφαλαίου διεθνώς ξεφεύγει από τη φορολόγηση.

Ακόμη, εξέφρασε την ανησυχία της για τη γήρανση του πληθυσμού και την υπογεννητικότητα, που αποτελούν σημαντικό πρόβλημα ιδίως στην Ευρώπη, ενώ έκανε λόγο για «κρίση της μάθησης» σε διεθνές επίπεδο. «Τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο, αλλά δεν μαθαίνουν πολλά», σχολίασε. Ερωτηθείσα για την παραγωγικότητα, διαφώνησε με όσους μιλούν για επιβράδυνσή της, λέγοντας πως «τα τελευταία χρόνια υπήρξε μεγάλη τεχνολογική αλλαγή. Δεν έχουμε μετρήσει τις επιπτώσεις της και έχουμε υποεκτιμήσει την παραγωγικότητα».

Η διακεκριμένη ακαδημαϊκός δεν έκανε καμία αναφορά στην Ελλάδα, γιατί η πολιτική της Παγκόσμιας Τράπεζας δεν επιτρέπει στα στελέχη της να μιλούν για τις χώρες καταγωγής τους. Η κ. Κουγιανού-Γκόλντμπεργκ έγινε πριν από ένα χρόνο η πρώτη Ελληνίδα που επελέγη για την κορυφαία θέση της επικεφαλής οικονομολόγου στην Παγκόσμια Τράπεζα, έχοντας ως όπλο την πολυετή διδασκαλία σε φημισμένα αμερικανικά πανεπιστήμια και τις πολυάριθμες σημαντικές επιστημονικές δημοσιεύσεις. Ήταν η πρώτη γυναίκα που πήρε τη θέση του αρχισυντάκτη στο περιοδικό American Economic Review, ένα από τα κορυφαία επιστημονικά περιοδικά οικονομικής έρευνας παγκοσμίως.