Κλεοπάτρα Κοντονίκα

tags
Δουλειά και Δικαιοσύνη

Δουλειά και Δικαιοσύνη

Με τη δραματική αύξηση της ανεργίας, στην Ελλάδα και γενικά στον ευρωπαϊκό Νότο, η δουλειά αποτελεί τη μεγαλύτερη αγωνία για εκατομμύρια ανθρώπους. Η δουλειά είναι κατ’ αρχήν επιβίωση και αξιοπρέπεια. Είναι επίσης δημιουργικότητα, ανάπτυξη, ανοίγει ορίζοντες, κοινωνικοποιεί. Αποτελεί συνεπώς την αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για μια ομαλή ζωή.

Η Δικαιοσύνη στα χρόνια της κρίσης πληγώθηκε βαριά. Από την άδικη υψηλή φορολογία και από μέτρα αναγκαία μεν αλλά ιδιαίτερα σκληρά που έπληξαν δυσανάλογα τα πιο αδύναμα στρώματα της κοινωνίας.

Η κοινωνία σήκωσε βάρη μεγάλα, μερίδα του πληθυσμού φτωχοποιήθηκε και το βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας υποχώρησε δραματικά.

Ταυτόχρονα, τα πολιτικά κόμματα υπέστησαν τεράστια φθορά. Αμφισβητήθηκαν, απώλεσαν πλήρως την αξιοπιστία τους, ο λαϊκισμός κυριάρχησε, η κουτοπονηριά πήρε τη θέση των θεμιτών πολιτικών ελιγμών. Πολιτικά πρόσωπα διολίσθησαν σε χυδαιολογίες, επιδόθηκαν με ζήλο σε μια ιδιότυπη τρομοκρατία ακόμα και εκφοβισμό των πολιτών, αδυνατώντας να υποστηρίξουν με άλλο τρόπο τα επώδυνα μέτρα που ήταν υποχρεωμένοι να ψηφίσουν και να εφαρμόσουν.

Αξιολογήθηκαν όλα αυτά και αποτυπώθηκαν στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση για την Ευρωβουλή. Αποτυπώνονται και στις δημοσκοπήσεις και πιθανότατα θα ενταθούν όσο πλησιάζουμε στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και σε πρόωρες εθνικές εκλογές, εφόσον η Βουλή δεν εκλέξει Πρόεδρο.

Και όσο τα αδιέξοδα αναδεικνύονται, τόσο οι αντιπαραθέσεις οξύνονται και οι συμπεριφορές εκφεύγουν. Έχουμε ξαναζήσει τέτοια φαινόμενα και στο παρελθόν. Με τη διαφορά πως η ελληνική κοινωνία δεν υπήρξε ποτέ τόσο εξαντλημένη, τόσο απογοητευμένη και δεν ένιωσε ποτέ περισσότερο προδομένη από το πολιτικό σύστημα τα τελευταία 40 χρόνια.

Δεν είναι μόνο η ανεργία, είναι και το έλλειμμα δικαιοσύνης. Οι πολίτες δεν εμπιστεύονται το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Δεν πιστεύουν πως τα κόμματα ενδιαφέρονται στ’ αλήθεια για τα προβλήματα της κοινωνίας. Πιστεύουν πως οι Έλληνες πολιτικοί δεν έχουν ιδέα για τη βάρβαρη καθημερινότητα των ανθρώπων. Είναι απολύτως φυσικό, τα κόμματα της συγκυβέρνησης να συγκεντρώνουν την μήνιν των φορολογουμένων, των ανέργων, των συνταξιούχων. Το ΠΑΣΟΚ πλήρωσε ήδη το τίμημα.

Και η ΔΗΜΑΡ ένα κόμμα που φαίνεται ότι εξάντλησε τις φιλοδοξίες του στο ρόλο του ισορροπιστή, τιμωρήθηκε εκλογικά και δημοσκοπικά.

Και έρχεται η σειρά της Νέας Δημοκρατίας. Είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Νομοτελειακά τέτοιου μεγέθους οικονομική και ανθρωπιστική κρίση δεν μπορεί να αφήσει αλώβητα τα κόμματα εξουσίας. Είναι βέβαιο ότι θα πληρώσουν το τίμημα. Και για τα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια αυτής της πενταετίας και των μνημονίων αλλά και για όλες τις αμαρτίες του παρελθόντος τους.

Όλα δείχνουν ότι η εξουσία θα περιέλθει στον ΣΥΡΙΖΑ. Είτε με μια νίκη αυτοδυναμίας είτε μέσω συμμαχιών και συνεργασιών, η επόμενη κυβέρνηση θα είναι κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Κι ενώ αυτό αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις με το κόμμα του κ. Τσίπρα να κερδίζει στην παράσταση νίκης, παραμένουν πολλοί εκείνοι που φοβούνται την «επαναστατικότητα», την απειρία, την πολυγλωσσία, την απειθαρχία των στελεχών και κυρίως αμφισβητούν την ικανότητα εφαρμογής του προγράμματος, την αποτελεσματικότητά του και τρέμουν στη σκέψη πως μια ζαριά του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να τινάξει στον αέρα όλα όσα με τόσο κόπο και τόσες θυσίες έγιναν ως σήμερα.

Οι πολιτικοί αναλυτές υποστηρίζουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει ήδη στροφή, έχει εγκαταλείψει τον επαναστατικό λόγο, προσαρμόζεται και αντιλαμβάνεται πλήρως το ρόλο των αγορών, καταλαβαίνοντας πως δεν θα του δοθεί περίοδος χάριτος.
Το ζήτημα είναι, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να δώσει προοπτική στους απογοητευμένους και εξαντλημένους ανθρώπους; Έχει όραμα για τη χώρα; Έχει πίστη;

Μερικοί εμφανίζονται βέβαιοι πως η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι απλώς μια παρένθεση και πιστεύουν ακράδαντα ότι θα αποτύχει και δεν θα έχει καλύτερη τύχη από την κυβέρνηση του πρώην πρωθυπουργού Γιώργο Παπανδρέου. Και μετά θα συνεχιστεί ο πολιτικός κύκλος με τη γνωστή εναλλαγή των γνωστών μας κομμάτων στην εξουσία και τη συνέχιση του κύκλου και του αδιεξόδου. Τη συνέχιση του φαύλου κύκλου. Πράγμα απίθανο. Τίποτα δεν είναι ίδιο με όσα ξέραμε ως τώρα. Και τίποτα δεν θα είναι ίδιο ούτε από δω και πέρα. Τα λόγια δε πείθουν, τα προγράμματα θα καταρρίπτονται, οι προθέσεις θα αμφισβητούνται.

Οσο αποτυγχάνουν τα γνωστά μας πολιτικά σχήματα, τόσο πλησιάζουμε στην ώρα που ο κύκλος αυτός θα σπάσει γιατί έχει εξαντλήσει όχι μόνο το χρόνο ζωής αλλά και τις παρατάσεις της. Το κόμμα που θα μπορέσει να εμπνεύσει τον κόσμο, θα εγγυηθεί δουλειά και δικαιοσύνη, οι άνθρωποι που θα ασχοληθούν με την πολιτική έχοντας γνώση και εμπειρία από τους χώρους της εργασίας, μόνον εκείνοι μπορούν να έχουν οι ίδιοι πολιτικό μέλλον, να δώσουν στη χώρα προοπτική και να βρουν ανταπόκριση από την κοινωνία. Με δουλειά και δικαιοσύνη.

Κλεοπάτρα Κοντονίκα

Αγαπώ  τη χώρα,  μισώ το κράτος

Αγαπώ τη χώρα, μισώ το κράτος

Σε μια από τις καθημερινές διαδικτυακές  βόλτες στα social media, διάβασα τη φράση την οποία και δανείστηκα για τον σημερινό τίτλο. 
 
Είδα ότι πολλοί συμφώνησαν μ’ αυτή και σχολίαζαν παραθέτοντας άλλος τα θετικά του συναισθήματα, άλλος τα αρνητικά, άλλοι τις εμπειρίες τους από τη συναναστροφή τους  με το κράτος, άλλοι την οργή κι άλλοι την … παραίτησή τους. Οι τελευταίοι με ανησύχησαν πολύ περισσότερο απ’ όλους. Άνθρωποι που δηλώνουν πως αγαπούν τη χώρα τους, μα έχουν προ πολλού ξεπεράσει τη φάση του μίσους για το κράτος , λες και βρίσκονται σε ιδιότυπο νιρβάνα όπου δεν τους αγγίζει η πνιγηρή καθημερινότητα. 
 
Κάθε σχόλιο και μια μικρή προσωπική ιστορία, ένας τραγέλαφος τις περισσότερες φορές όπου το κράτος εμφανίζεται σκληρό κι ανάλγητο, ανακόλουθο, παρανοϊκό,  σαδιστικό και καθόλου δημοκρατικό.  
 
Κι όμως, υπάρχουν πολλοί που ξεπερνώντας κι αυτή ακόμα την υπέρβασή τους, αντιμετωπίζουν τα τραγικά ως αναμενόμενα, τα  παρανοϊκά σχεδόν ως φυσιολογικά. Δεν εκπλήσσονται, δεν οργίζονται, δεν αντιδρούν, αλλά και δεν αποδέχονται. Απλώς έχουν παραιτηθεί. Δεν πιστεύουν πως μπορεί να υπάρξει βελτίωση, δεν ελπίζουν σε μια αλλαγή προς το καλύτερο, δεν πείθονται για τις καλές προθέσεις, έχουν απομυθοποιήσει πλήρως την πολιτική και τους πολιτικούς, έχουν υιοθετήσει μια μηδενιστική στάση απέναντι σε όλους και σε όλα, δεν εμπιστεύονται κανέναν και τίποτα. Νοιώθουν προδομένοι, απογοητευμένοι, ανήμποροι, εξαντλημένοι. 
 
Μόλις  χθες η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία παρουσίασε έρευνα σύμφωνα με την οποία ο ένας στους δύο Έλληνες δεν εμπιστεύεται το πολιτικό σύστημα.  Κι αφού δεν το εμπιστεύεται, το απορρίπτει. Άρα εδώ βρίσκει εφαρμογή κι ο δανεικός μου τίτλος. Το πολιτικό σύστημα, είναι αυτό που θέτει σε λειτουργία το κράτος. Το μισητό κράτος. Που δεν τηρεί ποτέ τα υπεσχημένα. Που αντιμετωπίζει τους πολίτες με κουτοπονηριά. Είναι αυτό που κατάντησε να φαίνεται σχεδόν φυσιολογικό, να ρωτούν οι άνθρωποι κάθε μήνα πότε θα πληρωθούν τις συντάξεις τους. Είναι αυτό που κατάντησε να θεωρούν οι πολίτες πως οι ελλείψεις δασκάλων και καθηγητών σε μερικές δεκάδες σχολεία το πρώτο τρίμηνο της σχολικής χρονιάς, είναι αναμενόμενο και σχεδόν φυσιολογικό. Είναι αυτό που κατάντησε να θεωρούν οι πολίτες πως το νοσοκομείο όπου νοσηλεύονται μπορεί να μη διαθέτει το φάρμακό του, γάντια μιας χρήσεως για τους νοσηλευτές, μαξιλάρι για τα κρεβάτια και οι τουαλέτες να μη λειτουργούν επειδή απολύθηκαν οι καθαρίστριες. 
 
Είναι το κράτος που ψηφίζει νόμους αλλά καθυστερεί να τους εφαρμόσει. Είναι αυτό που εφαρμόζει με σκληρότητα τους νόμους για τους πολίτες, αλλά σχεδόν ποτέ το ίδιο δεν τους τηρεί. 
 
Το κράτος στα μάτια των πολιτών είναι οι πολιτικοί τους. Και οι πολιτικοί τους γίνονται ολοένα και πιο αναξιόπιστοι. Θεατρίνοι έτοιμοι να δώσουν κάθε πρωϊ μια τηλεοπτική παράσταση, έτοιμοι να κατακεραυνώσουν όποιον διαφωνεί με τη μέθοδο σωτηρίας που καθένας τους πιστεύει καλύτερη, έτοιμοι να πάρουν δύσκολες αποφάσεις και πάντα ανέτοιμοι να αντιληφθούν το μέγεθος των συνεπειών των λόγων και των πράξεών τους. 
 
Οι πολιτικοί ενσαρκώνουν αυτό που στη συνείδηση των πολιτών αποκαλείται κράτος. ΟΙ πολιτικοί και το δημόσιο. Το βιλαέτι τους δηλαδή. Το κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της εκάστοτε κυβέρνησης. Είναι οι φορείς και οι  υπηρεσίες που ταλαιπωρούν. 
 
Είναι ένα κράτος υπό διάλυση. Είναι το κράτος που θα επανιδρυόταν, θα αναδιοργανώνονταν, θα μεταρρυθμιζόταν, θα εκσυγχρονιζόταν, θα περιόριζε τις σπατάλες, θα γινόταν δίκαιο και συνεπές.  
 
Αντί γι’ αυτά το κράτος έγινε χειρότερο, σκληρότερο, πιο άδικο. Κράτος σε αποσύνθεση. Κανείς πολίτης πουθενά στον κόσμο δεν θα μπορούσε ποτέ να εμπιστευθεί ένα τόσο αναξιόπιστο κράτος. Ούτε και να το σεβαστεί, ούτε και να θυσιάσει το παραμικρό γι’ αυτό. 
 
Πόσοι Έλληνες πιστεύουν σήμερα πως οι «θυσίες» τους έπιασαν τόπο; Είχαν αποτέλεσμα; Πόσοι πιστεύουν ότι μπορούν να βρουν το δίκιο τους σ’ αυτό το κράτος;  
 
Πόσοι πιστεύουν ότι η πολιτική τάξη σέβεται και κυβερνά σύμφωνα με το Σύνταγμα; Νομοθετεί λαμβάνοντας υπόψη τη βελτίωση της ζωής των πολιτών; 
 
Κατά την ΕΛΣΤΑΤ ο ένας στους δύο Έλληνες αμφισβητεί και απορρίπτει το κράτος. Κι επιπλέον δεν πιστεύει πως το πολιτικό σύστημα είναι ικανό να οδηγήσει τη χώρα έξω από την κρίση. Διότι το ίδιο πολιτικό σύστημα νομοθέτησε, εφάρμοσε και υπηρέτησε όλα αυτά που τώρα λέει ότι πρέπει να μεταρρυθμίσει.  Όσες μεταρρυθμίσεις έγιναν, έγιναν υπό την ασφυκτική πίεση και τις απαιτήσεις της τρόικας. Σε κάθε δύσκολη διαπραγμάτευση, το πολιτικό  σύστημα βάζει κόκκινες γραμμές μόνο για να δείξει πώς αντιστέκεται.  Γνωρίζοντας εξ αρχής πως κόκκινες γραμμές δεν υπάρχουν. Μα δεν έχει την τόλμη να το παραδεχθεί . Ψεύδεται και βάζει και το κράτος να ψεύδεται και να κοροϊδεύει, για τους φόρους, για τα έκτακτα βάρη που μονιμοποιούνται, για την εργασία, τη σύνταξη, το επίδομα πρόνοιας, το πετρέλαιο θέρμανσης, τη θέση στον παιδικό σταθμό, την τιμή του γάλακτος, τους πλειστηριασμούς, τη χρηματοδότηση της οικονομίας.  
 
Οι πολίτες είναι αναγκασμένοι να ζουν μ’ ένα κράτος  που συμπεριφέρεται σαν απατεώνας αλλά απαιτεί σιδηρά πειθαρχία και κ ατά γράμμα  τήρηση των νόμων από τους πολίτες του. 
 
Και κάπως έτσι έφτασαν οι πολίτες ενώ αγαπούν τη χώρα, να μισούν βαθύτατα το κράτος. Και όταν χορτάσουν μίσος, ξυπνά η περιφρόνηση, η απόρριψη, ο μηδενισμός. Αυτό ακριβώς αρνούνται να δουν και να αντιληφθούν οι πολιτικοί ταγοί . Πως δεν εμπνέουν ούτε σεβασμό, ούτε εμπιστοσύνη, ούτε ελπίδα.  Χωρίς αυτά όμως ούτε το πολιτικό σύστημα μπορεί να ελπίζει στη σωτηρία του.

Κλεοπάτρα Κοντονίκα

Τι πίνουν και δεν μας δίνουν;

Τι πίνουν και δεν μας δίνουν;

Δυό φορές νομοθέτησε η κυβέρνηση με τον ΕΝΦΙΑ και τις δύο κατέληξε σε τραγέλαφο. Την πρώτη επειδή φορολόγησε ως και τα κλουβιά με τα καναρίνια στα μπαλκόνια, τη δεύτερη επειδή ονειρεύτηκε να διευκολύνει τους φορολογούμενους παρέχοντας τη δυνατότητα αποπληρωμής του «καταραμένου» φόρου σε πολλές δόσεις.

Νομοθέτησε η κυβέρνηση, πέρασε ο νόμος από τη Βουλή, τον ψήφισαν και οι βουλευτές με ευχαρίστηση μιας και ήταν ο πρώτος νόμος που έδινε ανάσες στους φορολογούμενους. Φευ! Νομοθέτησαν ερήμην των δανειστών. Και αποφάσισαν να εντάξουν στην πρώτη εδώ και πέντε χρόνια φιλολαϊκή ρύθμιση, όχι μόνο τα ληξιπρόθεσμα αλλά και τα βεβαιωμένα χρέη, ήτοι τις τρέχουσες φορολογικές υποχρεώσεις όλων.

Συνεπών και ασυνεπών. Να μην ξεχνούμε όμως. Ερήμην των δανειστών. Μόλις εκείνοι είδαν τι ψηφίστηκε από την ελληνική Βουλή, έβαλαν τη δική τους κόκκινη γραμμή, τράβηξαν τα’ αυτιά και τους επανέφεραν στον ίσιο δρόμο. Άντε τώρα, να ηρεμήσουν οι βουλευτές, να εμπεδώσουν τη νέα επικοινωνιακή γραμμή και να ξαναπάνε στις περιφέρειές τους, να υποστούν την οργή ή και τη χλεύη των ψηφοφόρων.

Η υπαναχώρηση στην αλλαγή του ήδη ψηφισμένου νόμου, υπήρξε κόλαφος για την κυβέρνηση. Και οι βουλευτές αγρίεψαν (για μία ακόμη φορά): «Να λογοδοτήσουν, να τιμωρηθούν οι φταίχτες, να πληρώσουν, να παραιτηθούν, να τους παραιτήσετε…»

Λίγες ώρες νωρίτερα, οι ίδιοι βουλευτές εμφανίζονταν λέοντες στις τηλεοράσεις: «Είναι νόμος του κράτους και θα εφαρμοσθεί. Είναι νόμος του κράτους που ψηφίστηκε από την ελληνική Βουλή. Θα εφαρμοσθεί, ότι κι αν λέει η τρόικα.» Και πριν αλέκτωρ… δόθηκε το σήμα της υποχώρησης, άτακτης μάλιστα.

«Ήταν λάθος και το διορθώνουμε» δήλωσε η κυβερνητική εκπρόσωπος. Η αναγνώριση του λάθους δεν έγινε βέβαια από γενναιότητα, έγινε υπό τις απειλές της τρόικας, που όσο κι αν είναι μισητή στη χώρα μας, λίγο μυαλό παραπάνω φαίνεται ότι το διαθέτει.

Μέχρι σήμερα έχουν εισπραχθεί οι δύο πρώτες δόσεις του ΕΝΦΙΑ και έχουν αποφέρει στα δημόσια ταμεία περί το 1,5 – 1,8 δις ευρώ. Απομένουν άλλες δύο δόσεις, άρα σε δύο μήνες θα έχουν εισπραχθεί άλλα τόσα. Αν ο ΕΝΦΙΑ έμπαινε στη ρύθμιση των 100 δόσεων, αντιλαμβάνεται και ένας μαθητής του δημοτικού ότι τα έσοδα αυτά θα κάνουν μερικά χρόνια για να εισπραχθούν, δηλαδή, αντίο πλεόνασμα. Δεν χρειάζεται δα να έχει κανείς και νόμπελ Οικονομίας για να υπολογίσει μια τόσο απλή πράξη αριθμητικής. Κι όμως. Υπό το κράτος του πανικού, η κυβέρνηση όχι μόνο δεν έκανε την πράξη της απλής αριθμητικής, αλλά νομοθέτησε κιόλας. Και βρέθηκε πάλι να τρέχει να μαζέψει τα ασυμμάζευτα.

Όλοι κάποτε μπορεί να βρεθούμε σε κατάσταση πανικού. Θα τρέξουμε να αυτοκτονήσουμε και μάλιστα χωρίς να το καταλάβουμε; Ίσως υπό την επήρεια παραισθησιογόνων…Γι’ αυτό κι αναρωτιόμαστε. Δεν μπορεί. Κάτι πίνουν και δεν μας δίνουν…

Κλεοπάτρα Κοντονίκα

Καθ’ έξιν γκαφατζήδες

Καθ’ έξιν γκαφατζήδες

Δυό φορές νομοθέτησε η κυβέρνηση με τον ΕΝΦΙΑ και τις δύο κατέληξε σε τραγέλαφο. Την πρώτη επειδή φορολόγησε ως και τα κλουβιά με τα καναρίνια στα μπαλκόνια, τη δεύτερη επειδή ονειρεύτηκε να διευκολύνει τους φορολογούμενους παρέχοντας τη δυνατότητα αποπληρωμής του «καταραμένου» φόρου σε πολλές δόσεις.

Νομοθέτησε η κυβέρνηση, πέρασε ο νόμος από τη Βουλή, τον ψήφισαν και οι βουλευτές με ευχαρίστηση μιας και ήταν ο πρώτος νόμος που έδινε ανάσες στους φορολογούμενους. Φευ ! Νομοθέτησαν ερήμην των δανειστών. Και αποφάσισαν να εντάξουν στην πρώτη εδώ και πέντε χρόνια φιλολαϊκή ρύθμιση, όχι μόνο τα ληξιπρόθεσμα αλλά και τα βεβαιωμένα χρέη, ήτοι τις τρέχουσες φορολογικές υποχρεώσεις όλων. Συνεπών και ασυνεπών. Να μην ξεχνούμε όμως. Ερήμην των δανειστών. Μόλις εκείνοι είδαν τι ψηφίστηκε από την ελληνική Βουλή, έβαλαν τη δική τους κόκκινη γραμμή, τράβηξαν τα’ αυτιά και τους επανέφεραν στον ίσιο δρόμο. Άντε τώρα, να ηρεμήσουν οι βουλευτές, να εμπεδώσουν τη νέα επικοινωνιακή γραμμή και να ξαναπάνε στις περιφέρειές τους, να υποστούν την οργή ή και τη χλεύη των ψηφοφόρων.

Η υπαναχώρηση στην αλλαγή του ήδη ψηφισμένου νόμου, υπήρξε κόλαφος για την κυβέρνηση. Και οι βουλευτές αγρίεψαν (για μία ακόμη φορά): «Να λογοδοτήσουν, να τιμωρηθούν οι φταίχτες, να πληρώσουν, να παραιτηθούν, να τους παραιτήσετε…»
Λίγες ώρες νωρίτερα, οι ίδιοι βουλευτές εμφανίζονταν λέοντες στις τηλεοράσεις: «Είναι νόμος του κράτους και θα εφαρμοσθεί. Είναι νόμος του κράτους που ψηφίστηκε από την ελληνική Βουλή. Θα εφαρμοσθεί, ότι κι αν λέει η τρόικα.» Και πριν αλέκτωρ… δόθηκε το σήμα της υποχώρησης, άτακτης μάλιστα.

«Ήταν λάθος και το διορθώνουμε» δήλωσε η κυβερνητική εκπρόσωπος. Η αναγνώριση του λάθους δεν έγινε βέβαια από γενναιότητα, έγινε υπό τις απειλές της τρόικας, που όσο κι αν είναι μισητή στη χώρα μας, λίγο μυαλό παραπάνω φαίνεται ότι το διαθέτει.

Μέχρι σήμερα έχουν εισπραχθεί οι δύο πρώτες δόσεις του ΕΝΦΙΑ και έχουν αποφέρει στα δημόσια ταμεία περί το 1,5 – 1,8 δις ευρώ. Απομένουν άλλες δύο δόσεις, άρα σε δύο μήνες θα έχουν εισπραχθεί άλλα τόσα. Αν ο ΕΝΦΙΑ έμπαινε στη ρύθμιση των 100 δόσεων, αντιλαμβάνεται και ένας μαθητής του δημοτικού ότι τα έσοδα αυτά θα κάνουν μερικά χρόνια για να εισπραχθούν, δηλαδή, αντίο πλεόνασμα. Δεν χρειάζεται δα να έχει κανείς και νόμπελ Οικονομίας για να υπολογίσει μια τόσο απλή πράξη αριθμητικής. Κι όμως. Υπό το κράτος του πανικού, η κυβέρνηση όχι μόνο δεν έκανε την πράξη της απλής αριθμητικής, αλλά νομοθέτησε κιόλας. Και βρέθηκε πάλι να τρέχει να μαζέψει τα ασυμμάζευτα.

Όλοι κάποτε μπορεί να βρεθούμε σε κατάσταση πανικού. Θα τρέξουμε να αυτοκτονήσουμε και μάλιστα χωρίς να το καταλάβουμε; Ίσως υπό την επήρεια παραισθησιογόνων…Γι’ αυτό κι αναρωτιόμαστε. Δεν μπορεί. Κάτι πίνουν και δεν μας δίνουν…

Κλεοπάτρα Κοντονίκα

Η διαχείριση του φόβου

Η διαχείριση του φόβου

Προσπάθησε η κυβέρνηση να καλλιεργήσει θετικές προσδοκίες και να διαχειρισθεί την ελπίδα, αλλά απέτυχε.

Δηλώσεις μεγαλόσχημες ότι βγαίνουμε από την κρίση, ότι σκίζουμε τα μνημόνια, ότι εκδιώκουμε την τρόικα. Απέτυχε όμως. Κανείς δεν πιστεύει, κάτι που δεν πρόκειται να γίνει. Φταρνίστηκαν οι αγορές και πανικοβλήθηκε η Αθήνα. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση επιστράτευσε ξανά το φόβο.

Ο κ. Αδωνις Γεωργιάδης, η κ. Σοφία Βούλτεψη μα κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός δήλωναν πως θα αδειάσουν τα ATM’s των τραπεζών, θα αποσύρουν τις καταθέσεις από τις τράπεζες, θα επιστρέψουμε στην καταστροφή.

Και βγήκε ο υπουργός Οικονομικών κ. Χαρδούβελης στην πρώτη του τηλεοπτική συνέντευξη τη Δευτέρα το βράδυ, να στερήσει από την κυβέρνηση το βασικό ιδεολόγημα στην επιχείρηση διαχείρισης του συλλογικού φόβου. «Δεν θα σηκώσω τις καταθέσεις μου από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, όποια κυβέρνηση κι αν εκλεγεί» δήλωσε ο τεχνοκράτης υπουργός, διασώζοντας τη σοβαρότητά του. Και πώς θα μπορούσε να δηλώσει κάτι διαφορετικό, μερικές μέρες μετά τις κυβερνητικές δηλώσεις για την επιτυχία των ελληνικών τραπεζών στα ευρωπαϊκά stress tests; Αφού υποτίθεται ότι η κυβέρνηση έδωσε μάχες για τη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, τόσο εύθραυστη είναι αυτή η σταθερότητα η οποία μάλιστα στηρίχθηκε σε τόσα δισεκατομμύρια ευρώ;

Σε άλλο μέτωπο, η κυβέρνηση προς στιγμήν φάνηκε να κερδίζει τη μάχη της τάξης και της νομιμότητας, μετά τα επεισόδια στη σύγκλητο και την εισβολή ομάδας φοιτητών που απειλούσαν να κλειδώσουν τον Πρύτανη και τα μέλη της συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών στην αίθουσα όπου συνεδρίαζαν.

Έφτασε να αποκαλέσει ο πρωθυπουργός «θρασίμια» τους φοιτητές που αντιδρούσαν και γενικώς τους φοιτητές που αντιδρούν. Αμέσως μετά ξέσπασε κύμα καταλήψεων σε 500 και πλέον Λύκεια της χώρας, για να κατηγορηθούν οι καταληψίες ότι είναι υποκινούμενοι κοπανατζήδες. Υποκινούμενοι, άρα άβουλοι που χρησιμοποιούνται από την αξιωματική αντιπολίτευση και κοπανατζήδες άρα τεμπέληδες και μπαχαλάκηδες που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να γλυτώσουν τα μαθήματα.

Αυτή η επικοινωνιακή τακτική, θεωρεί δεδομένο αξίωμα ότι οι πολίτες είναι άβουλοι, άρα είναι έρμαιο στην επικοινωνιακή τακτική διαχείρισης του φόβου, συνεπώς βάσει της αυτοεκπληρούμενης προφητεία του κ. Γεωργιάδη και της κ. Βούλτεψη, θα αδειάσουν οι τράπεζες από καταθέσεις λόγω Σύριζα.

Ομοίως, δεδομένο αξίωμα θεωρείται πως όποιος φοιτητής ή μαθητής αντιδρά είναι «θρασίμι» που πρέπει να επαναφέρουμε στον ίσιο δρόμο. Κι αμέσως μετά βγήκε ο κ. Φορτσάκης αφού είχε απολαύσει των συγχαρητηρίων της κυβέρνησης, να τινάξει στον αέρα τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του κ. Μητσοτάκη, ζητώντας την επιστροφή των πλεοναζόντων διοικητικών υπαλλήλων στο Πανεπιστήμιο, αλλιώς το Πανεπιστήμιο κινδυνεύει να καταρρεύσει, λόγω της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας του προηγούμενου υπουργού Παιδείας κ. Αρβανιτόπουλου ο οποίος άνοιξε την πόρτα των μετεγγραφών δεκάδων εκατοντάδων φοιτητών που κατέκλυσαν το Πανεπιστήμιο της Αθήνας.

Στο μέτωπο της δημοκρατικής λειτουργίας και αντίληψης, πάνω που όλοι είχαν ξεχάσει τον κ. Μπαλτάκο, μας προέκυψε ο ατυχής υφυπουργός Παιδείας κ. Στύλιος με το θλιβερό ατόπημά του «Κασιδιάρη θέλετε κυρία Κανέλλη…» στην παρθενική του μάλιστα εμφάνιση ως υφυπουργού στη Βουλή. Του ξέφυγε προφανώς, αλλά καμία σημασία δεν έχει. Του ξέφυγε, αλλά το σκέφτηκε και στην πραγματικότητα είναι σαν να επικροτεί τη χειροδικία Κασιδιάρη. Σωστά η κ. Κανέλλη δήλωσε ότι η κυβέρνηση έπραξε το αυτονόητο και απέπεμψε τον κ. Στύλιο. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει; Υπέστη όμως μία ακόμα ήττα. Και στερήθηκε για μια ακόμα φορά το «ηθικό πλεονέκτημα» που αγωνιωδώς προσπαθεί να χτίσει με την επιχείρηση διαχείρισης του φόβου.

Με δυό λόγια, απέτυχε η κυβέρνηση και στη διαχείριση του φόβου. Διότι αντί να ξυπνήσει το φόβο, ξυπνά την οργή και την αντίδραση. Προσβάλλει τους πολίτες και τη νοημοσύνη τους.

Αποκαλεί τα παιδιά τους θρασίμια, θεωρεί τους ίδιους άβουλη μάζα που άγεται και φέρεται, ξεχνώντας επίσης ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια, όλη την περίοδο της κρίσης, όλες οι κυβερνήσεις, επέρριψαν όλες τις ευθύνες μόνο στους πολίτες. «Ο πιο διεφθαρμένος λαός της Ευρώπης», «Μαζί τα φάγαμε», «Ο κάθε Έλληνας ένας μικρός Τσοχατζόπουλος», «Οι τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι», «Τα θρασίμια των πανεπιστημίων» και άλλα ων ουκ έστι αριθμός.

Η Κυβέρνηση κάνει ένα λάθος. Προσπαθεί να διαχειρισθεί το φόβο των πολιτών, αλλά δεν μπορεί να διαχειρισθεί το δικό της. Κακός σύμβουλος ο πανικός.

Κλεοπάτρα Κοντονίκα

Φωτισμένοι Δάσκαλοι

Φωτισμένοι Δάσκαλοι

Σε δημοτικό σχολείο μεγάλου δήμου στα νότια προάστια της Αττικής, η τετάρτη τάξη ήταν η πιο «προβληματική». Τα 10χρονα της τάξης αυτής ήταν απείθαρχα, στα όρια παραβατικών συμπεριφορών, φώναζαν, έβριζαν (ναι, έβριζαν), στα διαλλείματα ήταν τα μόνα παιδιά από όλο το σχολείο που σχεδόν δεν ήξεραν να παίξουν. Η τάξη αυτή είχε τον «αυστηρότερο» δάσκαλο του σχολείου. Αυστηρός στα όρια του αυταρχισμού. Ήταν ο δάσκαλος που έβαζε τις περισσότερες τιμωρίες. ‘Ηταν ο δάσκαλος που καλούσε τους γονείς για να τους επιπλήξει, επιρρίπτοντας ευθύνες και εγκαλώντάς τους για τους μικρούς απροσάρμοστους  «εγκληματίες» που μεγάλωναν. Μέσα στην τάξη, τα κοσμητικά πήγαιναν σύννεφο. «Είστε βλάκες, είστε ηλίθιοι, γράψτε 100 φορές την α ή τη β φράση.  Ο καλός δάσκαλος είχε απαιτήσει από τα 10χρονα, στην αρχή ακόμα της σχολικής χρονιάς, να αριθμήσουν με το χέρι όλες τις σελίδες των τετραδίων τους, ώστε να μπορεί να ελέγχει αν κάποιο παιδί είχε σκίσει κάποια σελίδα (συνήθως τα παιδιά σκίζουν μια σελίδα από τα τετράδιά τους επειδή έχουν κάνει κάποιο λάθος ή για να μην παρουσιάσουν μια κακογραμμένη και με μουντζούρες εργασία, δηλαδή έχουν καταβάλει κόπο και προσπάθεια και επιδιώκουν ένα καλύτερο αποτέλεσμα). Ο καλός δάσκαλος της ιστορίας μας, δεν σήκωνε τέτοια κόλπα γι’ αυτό και απαίτησε τη χειρόγραφη αρίθμηση των τετραδίων. Όπως απαιτούσε την αποστήθιση 3-4 - 5 σελίδων από το βιβλίο της ιστορίας ή των θρησκευτικών. Αποστήθιση και όχι διάλογο μέσα στην τάξη, όχι κριτική σκέψη, όχι πολλά πολλά που μπορούν να οδηγήσουν το μυαλό λίγο πιο πέρα από τις τυπωμένες γραμμές του βιβλίου. 
 
Ορισμένοι από τους γονείς, λίγοι, αντέδρασαν. Επισκέφτηκαν τον Γυμνασιάρχη, έφτασαν ως τον υπεύθυνο του υπουργείου για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην περιοχή και συνάντησαν τοίχο. Ναι μεν, αλλά… Ναι γνωρίζουμε ότι ο δάσκαλος είναι υπερβολικός πλην όμως και τα παιδιά είναι …προβληματικά. Ναι γνωρίζουμε ότι γίνεται αυταρχικός κι ότι οι μέθοδοί του είναι αντιπαιδαγωγικές σε ορισμένες περιπτώσεις, πλην όμως το σύστημα είναι τέτοιο που τον προστατεύει, ακόμα κι αν γίνουν αναφορές κλπ κλπ. Άλλοι γονείς πάλι, έδιναν δίκιο στο δάσκαλο και άδικο στα παιδιά τους, διότι ο δάσκαλος είναι η «εξουσία» και στην εξουσία δεν αντιδράς. Την  αποδέχεσαι και σκύβεις το κεφάλι και στο δίκιο και στο άδικο. Και άλλοι, ενώ διαφωνούσαν με τον δάσκαλο, δεν τόλμησαν καν να ψελλίσουν τη διαφωνία τους από το φόβο πως το παιδί τους , μπορεί να στοχοποιηθεί από τον φέροντα την εξουσία δάσκαλο και να περάσει ακόμα πιο δύσκολα. «Μα, με είπε βλάκα» δυσανασχετούσε το παιδί. «Να μην του δίνεις δικαιώματα, μην πηγαίνεις αδιάβαστος, να προσέχεις, να υπομένεις…» ήταν η απάντηση του γονιού. 
Η κατάσταση όπως ήταν φυσικό πολύ γρήγορα ξέφυγε από τον έλεγχο και κανείς από τους άλλους δασκάλους δεν ήθελε να πάρει τη συγκεκριμένη τάξη την επόμενη χρονιά. Κι έτσι, τα 10χρονα της τετάρτης τέλειωσαν το δημοτικό έχοντας τον ίδιο δάσκαλο και στις δύο επόμενες τάξεις της πέμπτης και της έκτης, με τις ίδιες μεθόδους και σκληρότερες όσο τα πράγματα ξέφευγαν. 
 
Δεν γνωρίζω τι απέγιναν τα παιδιά της τάξης εκείνης φεύγοντας από το Δημοτικό για το Γυμνάσιο. Ίσως κάποια από αυτά, έχοντας διαμορφώσει πια άποψη για το ρόλο των δασκάλων, συνέχισαν να έχουν προβληματική και παραβατική συμπεριφορά. Ίσως κάποια άλλα πέτυχαν άλλους δασκάλους, με άλλες αντιλήψεις και είχαν ίσως την ευκαιρία να αναθεωρήσουν τη γνώμη τους για την έννοια και το ρόλου του «Δασκάλου». 
 
Η ιστορία είναι πραγματική, δεν είναι μυθοπλασία.  Όσο πραγματική ήταν και η εικόνα των φοιτητών που εισέβαλαν στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε η σύγκλητος του Πανεπιστημίου υπό τον πρύτανη κ. Φορτσάκη. 
 
Το μπουλούκι των φοιτητών που εισέβαλε, διέκοψε θορυβωδώς τη συνεδρίαση, έκλεισε τις πόρτες εγκλωβίζοντας και απαγορεύοντας τα μέλη της συγκλήτου να βγουν έξω. Και  όλα αυτά παρουσία καναλιών και δημοσιογράφων που μετέφεραν σε κάθε ελληνικό σπίτι τις εικόνες της φοιτητικής «ανταρσίας» αλλά και εκείνες της πρυτανικής αντίδρασης. Ο κ. Φορτσάκης όρθιος με το χέρι απειλητικά υψωμένο να φωνάζει «έξω, έξω» και στη συνέχεια ως έγκριτος νομικός ο ίδιος να απειλεί με μηνύσεις τους φοιτητές. 
 
Δεν δικαιολογούνται οι φοιτητές. Και όλο το δίκιο με το μέρος τους να είχαν, το χάνουν εισβάλλοντας μπουλουκηδόν στην αίθουσα και αποκλείοντας τη σύγκλητο, όπως και οι άλλοι παλαιότερα που έχτισαν συμβολικά τοίχο έξω από το γραφείο του πρύτανη. 
 
Η ίδια η πράξη και ο βαθύς συμβολισμός της, αδικεί πρώτα τους ίδιους τους φοιτητές που διεκδικούν περισσότερη ελευθερία κατηγορώντας για αυταρχισμό τις πρυτανικές αρχές. Όταν αγωνίζεσαι για περισσότερη ελευθερία, δεν μπορείς να χτίζεις πόρτες και να απαγορεύεις την έξοδο ακόμα και στον «αυταρχικό» κ. Φορτσάκη.  
 
Κι επειδή μια εικόνα χίλιες λέξεις, η εικόνα που είδε το πανελλήνιο, ξύπνησε τα ανακλαστικά του συντηρητισμού που έτσι κι αλλιώς έχει θεριέψει στα χρόνια της μεγάλης μας κρίσης, της οικονομικής κρίσης που παρέσυρε σαν χείμαρρος αξίες, ιδεώδη, ιδανικά, αρχές, σεβασμό στους θεσμούς, σεβασμό στα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των άλλων. Όλα παρασύρθηκαν και διαλύθηκαν, μαζί με τα εργασιακά δικαιώματα, μαζί με τις φορολογικές αδικίες, μαζί με την δυσθεώρητη ανεργία, μαζί με τις πενταετείς θυσίες του λαού που δεν βλέπει, όχι το φως, αλλά ούτε το ίδιο το τούνελ.  Οι φοιτητές, ο πιο ζωντανός ιστός της κοινωνίας, βλέπουν πως δεν έχουν προοπτική, βλέπουν πως σπουδάζουν σε ένα πανεπιστήμιο που συνεχώς απαξιώνεται, βλέπουν πως για να σπουδάσουν, οι γονείς τους στερούνται και υποφέρουν. Κι αν με περισσή ευκολία, κρίνουμε τους «αναρχικούς» και ασεβείς φοιτητές, δεν δικαιολογούμαστε να μην αναγνωρίζουμε και την συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών που μοχθεί. 
 
Η αρχική μας ιστορία του δασκάλου της τετάρτης δημοτικού, οδηγεί σε συμπεράσματα. 
 
Το δίκιο δεν είναι ποτέ μόνο της μιας πλευράς και είναι γνωστό πως η δράση φέρνει αντίδραση, όσο γνωστό είναι πως αν δεν αντιδράσει ο νέος, ο φοιτητής, αυτός που δεν έχει μπει ακόμα στην πρέσα της αγοράς εργασίας, τότε η κοινωνία διατρέχει κίνδυνο. Γιατί μεγαλώνει παιδιά υποταγμένα, ανελεύθερα, παιδιά που εκπαιδεύονται να αποδέχονται το δίκιο της «εξουσίας» όχι επειδή είναι δίκιο αλλά επειδή δεν έχουν δικαίωμα να αμφισβητήσουν και να πολεμήσουν το άδικο. Μια κοινωνία με τέτοιους νέους αυτοκαταδικάζεται. 
 
Για όλα αυτά, ο ρόλος του Δασκάλου είναι ακόμα πιο κρίσιμος.  Ο Δάσκαλος που δεν μπορεί να προσεγγίσει τα παιδιά ο Δάσκαλος που προσπαθεί να επιβληθεί με τιμωρίες, απειλές και φόβο κάνοντας χρήση της εξουσίας του, το έχει χάσει το παιχνίδι. Ο Δάσκαλος που δεν μπορεί να κερδίσει την αγάπη και το σεβασμό των παιδιών, είναι τελειωμένος.
 
Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος κ. Πρύτανη που απειλεί φοιτητές με μηνύσεις, στην καλύτερη περίπτωση έχει μπερδέψει το αμφιθέατρο με τις δικαστικές αίθουσες. Στο αμφιθέατρο κερδίζονται οι φοιτητές, όχι στα δικαστήρια. Κι αν ακόμα ο κ. Φορτσάκης δεν κατάφερνε ποτέ να κερδίσει την ομάδα των αντιδραστικών φοιτητών που τον απέκλεισαν, θα μπορούσε να κερδίσει πολλούς από τους χιλιάδες άλλους που δεν συμμετείχαν στο «χάπενινγκ» του αποκλεισμού. Με το λόγο κερδίζουν τις μάχες οι φωτισμένοι δάσκαλοι, όχι με το σηκωμένο χέρι. Σιγά - σιγά, όπως αργά-  αργά και με φροντίδα μεγαλώνουν  τα δέντρα, έτσι πλάθονται και οι άνθρωποι. Και βγάζουν ως ενήλικες αυτό που έχουν διδαχθεί ως ανήλικοι  

Κλεοπάτρα Κοντονίκα

«Αγάπη μου θα συρρικνώσω την κυβέρνηση»

«Αγάπη μου θα συρρικνώσω την κυβέρνηση»

Οι δημοσκόποι σε «ιδιωτικές» τους συζητήσεις, αναφέρουν ότι η κυβέρνηση πλήρωσε τον ΕΝΦΙΑ με 4-5 μονάδες, δίνοντας στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τη διαφορά ενός ασφαλούς προβαδίσματος. Η κυβέρνηση αντέδρασε αιφνιδιάζοντας με την ψήφο εμπιστοσύνης, την οποία όπως ήταν αναμενόμενο, έλαβε στη Βουλή.

Η ψήφος εμπιστοσύνης όμως δεν ήταν αρκετή, όπως αποδείχθηκε, να αναχαιτίσει το άνοιγμα της δημοσκοπικής ψαλίδας.

Μετά από πέντε χρόνια κρίσης και ύφεσης, οι εντυπώσεις της επικοινωνίας δεν είναι αρκετές και ικανές να αντιστρέψουν το αρνητικό κλίμα. Η κυβέρνηση διολίσθησε σε λαϊκιστικά μονοπάτια και λεονταρισμούς, για εκδίωξη της τρόικας, έξοδο από τα μνημόνια και υποσχετικές ανάπτυξης, που όχι μόνο δεν έφεραν νηνεμία, αλλά την έριξαν στην καταιγίδα των αγορών. Οι αγορές, δηλαδή άνθρωποι που διαχειρίζονται πολλά δισεκατομμύρια, και με μία κίνησή τους μπορούν να σε βουλιάξουν, έστειλαν ένα σκληρό –όπως τους ταιριάζει- μήνυμα στην κυβέρνηση αλλά και στην αντιπολίτευση, η οποία πλησιάζοντας την εκλογική επιτυχία, για πρώτη φορά ίσως συνειδητοποίησε ότι τα λόγια και οι πράξεις μπορεί να έχουν συνέπειες σκληρές έως ολέθριες.

Και ο μεν ΣΥΡΙΖΑ, εάν πήρε πράγματι το μήνυμα, θα αναγκασθεί να προσαρμόσει την πολιτική του σε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση για να καταφέρει να πείσει τους πιο συντηρητικούς ψηφοφόρους της πάλαι ποτέ μεσαίας τάξης.
Η κυβέρνηση σίγουρα έλαβε το μήνυμα των αγορών, αφού εγκατέλειψε τις «παλληκαριές» απέναντι στους δανειστές της χώρας και ξαναπροσγειώθηκε απότομα στη δίνη της αναξιοπιστίας.

Δεν φαίνεται όμως να έλαβε το μήνυμα των πολιτών οι οποίοι δεν πείθονται πια για την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής, παρά τα πλεονάσματα.
Το οικονομικό και το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβέρνησης επιστράτευσε ξανά την τακτική του καρότου και του μαστιγίου.

Το αλαλούμ του ΕΝΦΙΑ, συνεχίζεται και στην αποκατάσταση των αδικιών.
Κι εκεί που όλοι ανέμεναν να δουν τις διορθώσεις, ανακαλύπτουν πάλι ότι οι δικαιούχοι συρρικνώνονται με κουτοπονηριές και τερτίπια. Η σχετική απόφαση προβλέπει ότι για τον προσδιορισμό του ΕΝΦΙΑ λαμβάνεται υπόψη το συνολικό εισόδημα, ακόμα κι αν αυτό προέρχεται από το επίδομα ανεργίας, το επίδομα τέκνων, το ΕΚΑΣ των χαμηλοσυνταξιούχων, την αποζημίωση λόγω απόλυσης !

Δεύτερο ζήτημα, η περιβόητη έκτακτη εισφορά, που για να διατηρηθεί βαφτίστηκε εισφορά αλληλεγγύης που θα ίσχυε μέχρι το τέλος του 2014 και αίφνης παρατείνεται για δύο ακόμα χρόνια (νέο μέτρο αυτό) μειωμένη κατά 30%. Άρα θα πρέπει να είμαστε ευτυχείς για τη μείωση ενός χαρατσιού που μπήκε σαν έκτακτο, έγινε ορισμένου χρόνου και τώρα παρατείνεται για δύο ακόμα χρόνια και ως γνωστόν, ουδέν μονιμότερον του προσωρινού;
Κάτι αντίστοιχο δηλαδή με το πετρέλαιο θέρμανσης που ενώ είχε αυξηθεί ο φόρος κατά 400% και πλέον, γκρεμίστηκαν τα έσοδα και ξύλιασε το πανελλήνιο, εμφανίστηκε φέτος η κυβέρνηση να προχωρά στο φιλολαϊκό μέτρο της μείωσής του κατά 10 λεπτά !

Ας μην επεκταθούμε στο τεράστιο πρόβλημα της εισφοροδιαφυγής και της κατάρρευσης των ασφαλιστικών ταμείων που προχωρούν σε πλειστηριασμούς ακινήτων των οφειλετών για να εισπράξουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, τη στιγμή που δεν μπορούν να εγγυηθούν ότι θα είναι σε θέση να παρέχουν συντάξεις, πλην της εθνικής εγγυημένης από το κράτος σύνταξης των 360 ευρώ !

Οι πολίτες, δεν πείθονται όπως οι αγορές με δηλώσεις μεταμέλειας. Και μετά από πέντε χρόνια συρρίκνωσης, ούτε αντοχή ούτε ανοχή διαθέτουν για άλλες θυσίες.

Το μπάχαλο του ΕΝΦΙΑ, ή η παράτασης της εισφοράς – συμφοράς δείχνουν στην εξαντλημένη κοινωνία την κυβερνητική κόπωση και την πολιτική του ποδαριού, αλλιώς δεν θα βάφτιζαν το επίδομα ανεργίας εισόδημα για να επιβάλλουν φόρους.

Όλα αυτά έχουν κόστος δυσβάσταχτο για τους πολίτες. Γι’ αυτό και ο νεαρός άνεργος όταν διάβασε τη δήλωση του εκπροσώπου κ. Αδωνι Γεωργιάδη, πως οι βουλευτές (με 75% αφορολόγητο) έχουν υποστεί πρώτοι τις μεγαλύτερες περικοπές, επιστράτευσε το χιούμορ του δηλώνοντας στη γυναίκα του «αγάπη μου αποφάσισα να συρρικνώσω την κυβέρνηση…»

Κλεοπάτρα Κοντονίκα

ΦΟΡΤΩΣΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ