Ρυθμούς ανάπτυξης από 2,5% έως 2,8% προβλέπει η γαλλική τράπεζα BNP Paribas για την εγχώρια οικονομία την περίοδο 2022-2024 με πληθωρισμό της τάξεως του 8,8% φέτος, 3,4% και 1,6% την επόμενη διετία.

Η ελληνική οικονομία έχει αποδειχθεί ανθεκτική μέχρι στιγμής και οι κίνδυνοι ύφεσης φαίνεται να είναι περισσότερο περιορισμένοι από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η χώρα πιθανόν να επωφεληθεί από μια εξαιρετική καλοκαιρινή τουριστική περίοδο, αν και οι προοπτικές αυτές θα μπορούσαν να ‘αμαυρωθούν’ κάπως από τις κοινωνικές αναταραχές και τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού που μαστίζουν σήμερα την αεροπορική βιομηχανία.

«Μια ύφεση είναι απίθανη φέτος, ιδίως από τη στιγμή που ο τουρισμός είναι προετοιμασμένος για μια σταθερή καλοκαιρινή περίοδο ενώ στις 20 Αυγούστου 2022, η Ελλάδα θα εξέλθει επισήμως από το πρόγραμμα ενισχυμένης οικονομικής εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο οποίο εντάχθηκε τον Ιούνιο του 2018, ενώ το Μάιο, η χώρα αποπλήρωσε το τελευταίο από τα δάνεια του ΔΝΤ αξίας 1,9 δισ. ευρώ που είχε συνάψει κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2011», επισήμανε η τράπεζα.

H γαλλική τράπεζα BNP Paribas δεν μπορεί να αποκλείσει μια νέα επιτάχυνση του πληθωρισμού, δεδομένου ότι οι τιμές καταναλωτή αυξάνονται απότομα το πρώτο εξάμηνο του 2022 αλλά για την ενίσχυση των μέτρων στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, η κυβέρνηση σχεδιάζει να παρατείνει τη μείωση του συντελεστή ΦΠΑ για την εστίαση και τις υπηρεσίες μεταφορών και να επεκτείνει την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης στο σύνολο του πληθυσμού το 2023 (προς το παρόν, η μείωση του φόρου ισχύει μόνο για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα).

Η δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης και τα περιθώρια ελιγμών είναι ωστόσο πολύ στενά, καθώς ο ΟΟΣΑ προβλέπει πρωτογενές έλλειμμα 4,1% του ΑΕΠ το 2022.

«Αφού ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 10% είναι ο κύριος αντίξοος άνεμος που θα εμποδίσει την αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ το 2022», εξηγεί η γαλλική τράπεζα BNP Paribas. Η οικονομία έχει αποδειχθεί ανθεκτική μέχρι στιγμής και ανεργία βρίσκεται στο χαμηλότερο ποσοστό από το 2010 και το ΑΕΠ ανακάμπτει δυναμικά από το τέλος των μέτρων αποκλεισμού το 2020.

Οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου το δεύτερο εξάμηνο του 2022 επικεντρώνονται γύρω από τις συνέπειες της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη (και την επακόλουθη άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων) και τον πληθωρισμό. Ο τελευταίος εξαπλώνεται με ταχείς ρυθμούς και αυξήθηκε πάνω από το 10% τον Μάιο και οι τιμές εξακολουθούν να αποτελούν μακράν την κύρια κινητήρια δύναμη πίσω από την αύξηση του πληθωρισμού.

Παρά τις εντεινόμενες ανησυχίες για τον πιθανό κατακερματισμό της Ευρωζώνης και την απότομη άνοδο των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων, η διαφορά με το γερμανικό Bund εξακολουθεί να είναι μικρότερη από ό,τι για την Ιταλία. Αυτό θα μπορούσε αντανακλά εν μέρει ότι ορισμένα θεμελιώδη μεγέθη είναι τώρα πιο ευνοϊκά για την Ελλάδα. Παρόλο που το δημόσιο χρέος της είναι υψηλότερο από εκείνο της Ιταλίας, το ελληνικό κυβέρνηση έχει περιορίσει τις ανάγκες αναχρηματοδότησης της πιο έντονα (22,4% του ΑΕΠ το 2021, έναντι 30,6% στην Ιταλία), και αυτή η διαφορά θα πρέπει να συνεχίσει να διευρύνεται σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα φαίνεται επίσης να είναι πιο σταθερή από ό,τι στην Ιταλία, όπου ο συνασπισμός υπό την ηγεσία του Μάριο Ντράγκι παραμένει εύθραυστος. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, απολαμβάνει μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ( Το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας κατέχει 158 έδρες σε σύνολο 300) και η δημοτικότητά του είναι υψηλή. Η Ελλάδα θα πραγματοποιήσει τις επόμενες εκλογές τον Αύγουστο του 2023, γεγονός που δίνει στην κυβέρνηση κάποιο χρόνο για να κάνει να προχωρήσει με ορισμένες βασικές μεταρρυθμίσεις, όπως η δημιουργία η αναθεώρηση του συστήματος κτηματολογίου και η ιδιωτικοποίηση της Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου), καταλήγει η BNP Paribas.

Διαβάστε ακόμα:

Φυσικό αέριο: Άνοδος στα 149 ευρώ ανά μεγαβατώρα – Έκτακτη συνεδρίαση για την επάρκεια εφοδιασμού της χώρας

Power Pass: Κλείνει η πλατφόρμα – Τι πρέπει να προσέχουν οι δικαιούχοι (vid)

Ακίνητα: Σε νότια προάστια και κέντρο Θεσσαλονίκης οι υψηλότερες αυξήσεις