«Δύο δεκαετίες αφότου διατυπώσαμε για πρώτη φορά τις μακροπρόθεσμες προβλέψεις ανάπτυξης για τις οικονομίες των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα) επικαιροποιούμε και επεκτείνουμε τις εν λόγω προβλέψεις για να καλύψουμε 104 χώρες έως το 2075», εξηγεί η Goldman Sachs. To 2001, o οικονομολόγος και ανώτερο στέλεχος της τράπεζας Goldman Sachs Jim O’Neill, επινόησε τον όρο για να περιγράψει τις ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες που θα κυριαρχούσαν συλλογικά στην παγκόσμια οικονομία έως το 2050.

Οι προβλέψεις της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας υποδηλώνουν ότι η Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ινδία, η Ινδονησία και η Γερμανία θα είναι οι πέντε μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου το 2035, με την Κίνα να παίρνει τα ηνία από τις ΗΠΑ το 2050 και την Ινδία να ξεπερνά τις ΗΠΑ το 2075, ρίχνοντας την υπερδύναμη στην τρίτη θέση.

«Από τα χαρακτηριστικά που είναι ιδιαίτερα σημαντικά, καθώς κοιτάμε προς το μέλλον, πρώτον, υπήρξε μια γενικευμένη επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης κατά την τελευταία δεκαετία, η οποία επηρέασε τόσο τις αναπτυγμένες οικονομίες, όσο και τις οικονομίες των αναδυόμενων αγορών. Δεύτερον, η διαδικασία σύγκλισης των ανεπτυγμένων – αναδυόμενων παρέμεινε ωστόσο σε μεγάλο βαθμό ανέπαφη», εξηγεί η τράπεζα.

H επενδυτική τράπεζα εντοπίζει τέσσερα σημαντικά θέματα για την παγκόσμια οικονομία:

Θέμα 1: Χαμηλότερη παγκόσμια δυνητική ανάπτυξη, με αιχμή την ασθενέστερη αύξηση του πληθυσμού. Η παγκόσμια ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί από 3,6% κατά μέσο όρο ετησίως τα 10 χρόνια πριν από την Παγκόσμια Οικονομική Κρίση, σε 3,2% ετησίως τη δεκαετία πριν από την πανδημία της Covid (μετρούμενη σε σταθμισμένη βάση της αγοράς). Η επιβράδυνση ήταν σχετικά ευρεία, επηρεάζοντας τόσο τις ανεπτυγμένες όσο και τις αναδυόμενες οικονομίες. Αντικατοπτρίζει έναν συνδυασμό τόσο της βραδύτερης αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού όσο και της ασθενέστερης αύξησης της παραγωγικότητας, με την τελευταία να φαίνεται ότι συνδέεται με την επιβράδυνση του ρυθμού της παγκοσμιοποίησης. Οι προβλέψεις της τράπεζας υποδηλώνουν ότι έχουμε περάσει το ανώτατο όριο της παγκόσμιας δυνητικής ανάπτυξης, με την παγκόσμια ανάπτυξη να ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 2,8% μεταξύ 2024 και 2029 και να ακολουθεί σταδιακά φθίνουσα πορεία στη συνέχεια. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της προβλεπόμενης επιβράδυνσης οφείλεται στα δημογραφικά στοιχεία. Η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού μειώθηκε στο μισό τα τελευταία 50 χρόνια, από περίπου 2% ετησίως σε λιγότερο από 1% σήμερα, και οι πληθυσμιακές προβλέψεις του ΟΗΕ υποδηλώνουν ότι θα πέσει σχεδόν στο μηδέν μέχρι το 2075. Ενώ κάποια από αυτή την επιβράδυνση είχε προβλεφθεί προηγουμένως, οι πληθυσμιακές προβλέψεις αναθεωρούνται επίσης προς τα κάτω (ο παγκόσμιος πληθυσμός αναμένεται τώρα να κορυφωθεί σε περίπου 10 δισεκατομμύρια ανθρώπους, ενώ προηγουμένως αναμενόταν να αυξηθεί σε πάνω από 11 δισεκατομμύρια). Αυτό είναι ένα “καλό πρόβλημα”, δεδομένου ότι ο έλεγχος του παγκόσμιου πληθυσμού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη μακροπρόθεσμη περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Ωστόσο, αυτή η προσαρμογή στην ασθενέστερη αύξηση του πληθυσμού και στη γήρανση των πληθυσμών παρουσιάζει μια σειρά από οικονομικές προκλήσεις (κυρίως από την αύξηση των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη και τη συνταξιοδότηση).

Θέμα 2: Η σύγκλιση των οικονομιών στον κόσμο θα παραμένει άθικτη, με επικεφαλής τους ισχυρούς πυλώνες της Ασίας. Η σύγκλιση των αναδυόμενων οικονομιών παραμένει άθικτη, με επικεφαλής τις δυνάμεις της Ασίας. Ενώ η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ έχει επιβραδυνθεί τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες, σε σχετικούς όρους η ανάπτυξη των αναδυόμενων εξακολουθεί να ξεπερνά την ανάπτυξη των ανεπτυγμένων. Ο ρυθμός αυτής της σύγκλισης έχει επιβραδυνθεί ελαφρώς σε σχέση με τη δεκαετία του 2000, αλλά είναι σημαντικά ταχύτερος από ό,τι στις δεκαετίες που προηγήθηκαν (όταν η σύγκλιση των εισοδημάτων μεταξύ των χωρών αποτελούσε μάλλον την εξαίρεση παρά τον κανόνα). Η διατήρηση της σύγκλισης του εισοδήματος συνεπάγεται ότι το μερίδιο του παγκόσμιου ΑΕΠ που αντιπροσωπεύουν οι αναδυόμενες θα συνεχίσει να αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, τα εισοδήματά τους θα συγκλίνουν αργά προς τα επίπεδα των ανεπτυγμένων οικονομιών και η κατανομή του παγκόσμιου εισοδήματος θα μετατοπιστεί προς αυτή την αυξανόμενη ομάδα οικονομιών “μεσαίου εισοδήματος”. Παρόλο που η αύξηση του ΑΕΠ απογοήτευσε τις προβλέψεις του οίκου του 2011 στην πλειονότητα των οικονομιών, το πρότυπο δεν ήταν καθόλου ομοιόμορφο. Η Κίνα, η Ινδία και η Ινδονησία ξεπέρασαν ελαφρώς τις προβλέψεις, ενώ η Ρωσία, η Βραζιλία και γενικότερα η Λατινική Αμερική υστέρησαν σημαντικά έναντι των προβλέψεών της. Κατά συνέπεια, αναμένει ότι το βάρος του παγκόσμιου ΑΕΠ θα μετατοπιστεί (ακόμη) περισσότερο προς την Ασία τα επόμενα 30 χρόνια. Το 2050, οι προβλέψεις του οίκου υποδηλώνουν ότι οι πέντε μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου (μετρούμενες σε δολάρια ΗΠΑ) θα είναι η Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ινδία, η Ινδονησία και η Γερμανία (με την Ινδονησία να εκτοπίζει τη Βραζιλία και τη Ρωσία). Εάν επεκταθεί ο ορίζοντας προβολής έως το 2075, η προοπτική ταχείας αύξησης του πληθυσμού σε χώρες όπως η Νιγηρία, το Πακιστάν και η Αίγυπτος υποδηλώνει ότι – με τις κατάλληλες πολιτικές και θεσμούς – οι οικονομίες αυτές θα μπορούσαν να γίνουν μερικές από τις μεγαλύτερες στον κόσμο.

Θέμα 3: Μια δεκαετία αμερικανικού “exceptionalism” (σ.σ. η θεωρία ότι ο καπιταλισμός των ΗΠΑ αποτελεί εξαίρεση από τους γενικούς οικονομικούς νόμους που διέπουν την εθνική ιστορική ανάπτυξη) που είναι απίθανο να επαναληφθεί. Επιπλέον, με το δολάριο να ανατιμάται επίσης απότομα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η σχετική αξία της οικονομίας των ΗΠΑ σε δολάρια ξεπέρασε σημαντικά τις προσδοκίες του οίκου. Δεν είναι ασυνήθιστο για μεμονωμένες χώρες να υπεραποδίδουν ή να υποαποδίδουν σημαντικά τις μακροπρόθεσμες προβλέψεις αυτού του τύπου σε περιόδους 5 έως 10 ετών – μάλιστα, άλλες χώρες υπεραπέδωσαν περισσότερο από τις ΗΠΑ. Το ερώτημα είναι αν αυτή η υπεραπόδοση είναι πιθανό να επαναληφθεί κατά την επόμενη δεκαετία. Σε γενικές γραμμές, η GS πιστεύει πως όχι. Η δυνητική ανάπτυξη των ΗΠΑ παραμένει σημαντικά χαμηλότερη από εκείνη των μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και (κυρίως) της Ινδίας. Επιπλέον, η εξαιρετική ισχύς του δολαρίου ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά πάνω από τη δίκαιη αξία του και αυτή η απόκλιση συνεπάγεται ότι είναι πιο πιθανό να υποτιμηθεί τα επόμενα 10 χρόνια.

Θέμα 4: Λιγότερη παγκόσμια ανισότητα, περισσότερη τοπική ανισότητα. Είκοσι χρόνια σύγκλισης των αναδυόμενων οικονομιών έχουν οδηγήσει σε μια πιο ισότιμη κατανομή των παγκόσμιων εισοδημάτων. Αυτό ήταν ένα υποτιμημένο πλεονέκτημα της παγκοσμιοποίησης τα τελευταία 20-25 χρόνια και οι προβλέψεις της τράπεζας υποδηλώνουν ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί. Ωστόσο, ενώ η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των χωρών έχει μειωθεί, η εισοδηματική ανισότητα εντός των χωρών έχει αυξηθεί. Και, καθώς οι κυβερνήσεις είναι υπεύθυνες (και τελικά λογοδοτούν) για τις εθνικές και όχι για τις παγκόσμιες εξελίξεις, η παγκόσμια προοπτική δεν εκπροσωπείται καλά πολιτικά. Αυτό αποτελεί σημαντική πρόκληση για τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης.

Διαβάστε ακόμη:

Ηλεκτροκίνηση: Aνθεί σε χώρες με δυνατές οικονομίες – Εμπόδιο για πολίτες με χαμηλά εισοδήματα

Ποιο διαβατήριο είναι το πιο ισχυρό; Η αραβική «έκπληξη» και η θέση της Ελλάδας

Ανάπτυξη στην Ελλάδα και στο γ’ τρίμηνο – Αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8%