Οι αγορές μετοχών έχουν βιώσει σημαντικές διακυμάνσεις μετά την πανδημία του 2020, εξηγεί η Goldman Sachs. Η πρόσφατη κατάρρευση της SVB και της Signature Bank και οι ανησυχίες σχετικά με τη μετάδοση του τραπεζικού στρες έχουν εγείρει εκ νέου ερωτήματα σχετικά με τα επιτόκια και την ανάπτυξη.

Οι αποδόσεις των διετών κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ σημείωσαν τη μεγαλύτερη πτώση τους από το κραχ του χρηματιστηρίου το 1987. Όμως, η ΕΚΤ προχώρησε σε αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μ.β. αυτή την εβδομάδα, τονίζοντας ότι ο πληθωρισμός προβλέπεται να παραμείνει “πολύ υψηλός για πάρα πολύ καιρό”.

Η ταχεία δράση που ελήφθη για τη μετρίαση του κινδύνου μετάδοσης το περασμένο Σαββατοκύριακο ήταν χρήσιμη. Στις ΗΠΑ, στέλνει ξεκάθαρα το μήνυμα ότι ιδρύματα μεγαλύτερα σε μέγεθος από την Signature Bank είναι πιθανό να θεωρηθούν ως συστημικά σημαντικά, και ως εκ τούτου οι ανασφάλιστες καταθέσεις σε αυτές τις τράπεζες θα καλύπτονται από το ταμείο FDIC. Παρ’ όλα αυτά, η αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων και η αβεβαιότητα θα έχουν πιθανότατα αντίκτυπο στον δανεισμό προς την πραγματική οικονομία, θα αυστηροποιήσουν τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες και θα αυξήσουν την αβεβαιότητα σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις.

Εν τω μεταξύ, στην Ευρώπη, η έκθεση των τραπεζών σε καταθέσεις στις ΗΠΑ είναι χαμηλή και τα τραπεζικά συστήματα της ζώνης του ευρώ και του Ηνωμένου Βασιλείου είναι καλά κεφαλαιοποιημένα, με άφθονη ρευστότητα και υψηλούς δείκτες κεφαλαίου. Παράλληλα, σημειώνουν ισχυρή αύξηση των κερδών τους και επωφελούνται από τα υψηλότερα επιτόκια. Ωστόσο, οι φόβοι για μετάδοση της κρίσης αυξήθηκαν και η SNB αναγκάστηκε να παρέμβει για να παράσχει περισσότερη ρευστότητα στην Credit Suisse.

Τι μέλλει γενέσθαι στις αγορές

Ακόμη και αν οι αγορές ανακάμψουν από τα τρέχοντα επίπεδα βραχυπρόθεσμα, η υψηλή αβεβαιότητα και τα μειωμένα επίπεδα εμπιστοσύνης είναι πιθανό να σημαίνουν μια συνεχιζόμενη “Fat & Flat” αγορά, δεδομένου ότι οι αποτιμήσεις δεν φαίνονται ιδιαίτερα ελκυστικές. Από αυτή την άποψη, η Goldman Sachs βλέπει δύο πιθανά προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι η αμερικανική αγορά μετοχών, η οποία επί μακρόν υπεραποδίδει, παραμένει ακριβή σε σχέση με την ιστορία και σε σχέση με τα πραγματικά επιτόκια. Παρά τις φθηνότερες αποτιμήσεις εκτός των ΗΠΑ που είναι βασικός παράγοντας για την πρόσφατη υπεραπόδοση οι άλλες αγορές είναι απίθανο να αποσυνδεθούν σε οποιαδήποτε διόρθωση υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Παρά το sell-off της Credit Suisse, ο οίκος συνεχίζει να συνιστά την Ευρώπη έναντι των ΗΠΑ. Τα θεμελιώδη μεγέθη βελτιώνονται σε σχετική βάση και η διαφορά αποτίμησης είναι σημαντική – ακόμη και αν εξαιρεθούν οι χρηματοπιστωτικοί τομείς.

Ακόμα και σε πιο μακροπρόθεσμες συγκρίσεις, οι οποίες μπορεί να αποτελέσουν χρήσιμο βαρόμετρο σε τέτοιες στιγμές, η αμερικανική αγορά μετοχών εξακολουθεί να φαίνεται ‘τεντωμένη’, μετά από χρόνια χαμηλών επιτοκίων και ισχυρών αποδόσεων του τεχνολογικού τομέα. Η αξία των μετοχών σε σχέση με το ΑΕΠ είχε μειωθεί, αλλά μόνο πίσω στα επίπεδα στα οποία είχε κορυφωθεί κατά τη διάρκεια της τεχνολογικής φούσκας.  Το σημερινό επίπεδο του Shiller P/E – ακόμη και με την πρόσφατη υποχώρηση – υποδηλώνει πολύ μικρή μελλοντική απόδοση για τις αμερικανικές μετοχές, καταλήγει ο αμερικανικός οίκος.

Διαβάστε ακόμη

Αυξάνεται στα 780 ευρώ ο κατώτατος: 3 επιπλέον καθαροί μισθοί σε σχέση με το 2019 (vid)

Νέα πτώση για τη μετοχή της Credit Suisse – Βουτιά άνω του 10% (upd)

Γουόρεν Μπάφετ: «Πρέπει να είστε άπληστοι όταν οι άλλοι είναι προσεκτικοί» – Επένδυσε $500 εκατ. μέσα στην κρίση