Όταν το ράλι στα χρηματιστήρια κρατάει χρόνια, οι επενδυτές έχουν δυο αντιφατικά ένστικτα: Από τη μια ελπίζουν ότι οι καλές μέρες θα κρατήσουν, κι έτσι είναι απρόθυμοι να κατοχυρώσουν τα κέρδη τους.

Από την άλλη ανησυχούν ότι το πάρτι μπορεί να σταματήσει ξαφνικά – είναι το σκεπτικό ανασφάλειας που χαρακτηρίζει την ώριμη φάση ενός ράλι: Αντιδρούν σε περιστασιακά κακά νέα για την ανάπτυξη, όπως αρνητικές εξελίξεις στον εμπορικό πόλεμο ή τα κακά εταιρικά αποτελέσματα, αλλά τείνουν να μην τα παίρνουν σοβαρά για πολύ.

Ο κορωνοϊός Covid-19 είναι μια σοβαρή απειλή για την πορεία της αγοράς.

Τα νέα από την Ιταλία για το μεγαλύτερο ξέσπασμα του ιού εκτός της Ασίας οδήγησε σε πτώση 3,4% του δείκτη S&P 500 της Wall Street στις 24 Φεβρουαρίου, που ήταν η μεγαλύτερη ημερήσια πτώση της τελευταίας διετίας. Την Πέμπτη οι μετοχές της Ευρώπης και της Αμερικής πέρασαν σε επικράτεια διόρθωσης, δηλαδή πτώση 10% σε έξι συνεδριάσεις. Η αβεβαιότητα που ενέσκηψε στις αγορές από την περασμένη Δευτέρα, δε θα φύγει σύντομα.

Οι επενδυτές σε πρώτη φάση προσπάθησαν με λογικό τρόπο να εκτιμήσουν ποιές μετοχές ή επενδυτικά προϊόντα είναι πιο εκτεθειμένα στο σοκ.

Ο χαλκός, ένα βαρόμετρο της πραγματικής οικονομίας, βυθίστηκε. Οι μετοχές που χτυπήθηκαν περισσότερο ήταν από επιχειρήσεις που βασίζονται σε αλυσίδες εφοδιασμού, όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες · ή επηρεάζονται άμεσα από περιορισμούς στις μετακινήσεις, όπως οι αεροπορικές εταιρείες · ή είναι πιο εκτεθειμένοι σε μια παγκόσμια επιβράδυνση που προκάλεσε η Κίνα, όπως οι πετρελαϊκές εταιρείες.

Οι επενδυτές έτρεξαν στα ασφαλή καταφύγια: Ο χρυσός έφθασε σε υψηλό επταετίας. Το δολάριο ενισχύθηκε. Το ίδιο και τα αμερικανικά ομόλογα, οδηγώντας την απόδοσή του δεκαετούς σε χαμηλό όλων των εποχών.

Ο πιο μεγάλος κίνδυνος

Υπάρχει όμως και μια υφέρπουσα ανησυχία ότι ο ιός θα μπορούσε να πυροδοτήσει μεγαλύτερη κατάρρευση στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Πηγαίνουν πολύ καλά και για πολύ καιρό, πράγμα που σημαίνει ότι αναπόφευκτα  υπάρχουν πολλοί που έχουν αναλάβει επικίνδυνο ρίσκο και αναζητούν έξοδο.

Συγκεκριμένα υπάρχουν δύο ανησυχίες: το αδιαφανές οικοδόμημα χρηματοπιστωτικών μέσων που στηρίζεται στην μέχρι σήμερα χαμηλή μεταβλητότητα των χρηματιστηριακών δεικτών και οι φούσκα στον δανεισμό.

  • Ως προς την χαμηλή μεταβλητότητα, η οποία έχει καλομάθει τους επενδυτές χρόνια τώρα, μπορεί να μεταβληθεί σε αστάθεια η οποία μάλιστα ανατροφοδοτείται.  Ο δείκτης Vix, ο οποίος μετρά την αναμενόμενη μεταβλητότητα όπως προκύπτει από την αγορά των δικαιωμάτων προαίρεσης (options) στο βασικό δείκτη της Wall Street S&P 500: από την τιμή 15 ξεπέρασε την τιμή 27 σε λίγες μέρες, αναφέρει ο Economist,  ενώ σήμερα καταγράφει υψηλό έτους στις 33 μονάδες σημειώνοντας αύξηση άνω του 20%. Αρκετοί επενδυτές είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε αυτή την παράμετρο.  Γιατί; Όταν η μεταβλητότητα είναι χαμηλή, μπορούν να έχουν μεγαλύτερη στάθμισή μετοχών στα χαρτοφυλάκια τους. Όμως όταν αυξηθεί και παραμείνει υψηλή, ορισμένοι επενδυτές αναγκάζονται να ξεφορτωθούν μέρος των μετοχών από τα χαρτοφυλάκιά τους – δημιουργώντας με τη σειρά τους ακόμα μεγαλύτερη αστάθεια, που οδηγεί σε «νέες εξόδους».
  • Μια μεγαλύτερη ανησυχία είναι ο δανεισμός, και ιδιαίτερα το εταιρικό χρέος, το οποίο έχει αυξηθεί κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Μια απότομη άνοδος του κόστους δανεισμού θα έβλαπτε τις επιχειρήσεις που θα χρειαζόταν αναχρηματοδοτήσουν το δανεισμό τους και θα προκαλούσαν αναταραχή στις αμερικανικές χρηματαγορές. Την τελευταία φορά που ανησύχησαν οι επενδυτές για την ανάπτυξη, στα τέλη του 2018, προκάλεσαν ένα κύμα πωλήσεων που για λίγο φάνηκε ότι θα μπορούσε να προκαλέσει μια νέα πιστωτική κρίση. Μέχρι στιγμής, το premium πάνω στην απόδοση του δεκαετούς αμερικανικού ομολόγου που ζητούν οι επενδυτές για να δανείσουν επιχειρήσεις έχει διευρυνθεί στις 4,3 ποσοστιαίες μονάδες, ένα κόστος που χτύπησε κυρίως τις εταιρίες του ενεργειακού τομέα. Αυτό προκαλεί ανησυχία, όχι συναγερμό. Αλλά από την άλλη οι εκδόσεις νέου εταιρικού χρέους έχουν ουσιαστικά σταματήσει. Αν αυτό συνεχιστεί ο ιδιωτικός τομέας θα αντιμετωπίσει προβλήματα στη ρευστότητά του.

Η παλιά καλή λύση, δε λύνει το πρόβλημα

Οι περικοπές των επιτοκίων δεν μπορούν πλέον να βοηθήσουν την κατάσταση. Αλλά μπορούν να βοηθήσουν στο καλμάρισμα των πιστωτικών αγορών. Χαλαρή νομισματική πολιτική από τη Fed στην ώριμη φάση ενός ράλι έχει βοηθήσει στο παρελθόν (ιδίως το 1998).

Οι επενδυτές το αναμένουν: Πριν από δεκαπέντε μέρες, οι αγορές ανέμεναν μόνο μια μείωση του επιτοκίου από την Fed μέσα στο έτος. Σήμερα οι επενδυτές εκτιμούν πως θα υπάρξουν δύο μειώσεις. Σύντομα, μπορεί να είναι περισσότερες…

Πάντως στην Ευρώπη η Κριστίν Λαγκάρντ δεν θέλει να δείξει ότι βιάζεται.