Οι υψηλές κρατικές δαπάνες και η αυξανόμενη ανάγκη των μεγάλων οικονομιών – από τις Ηνωμένες Πολιτείες έως τη Βρετανία και τη Γαλλία – να αξιοποιήσουν τις αγορές ομολόγων για να χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες τους, έχουν ενισχύσει τη λίστα των ανησυχιών ορισμένων φορέων χάραξης πολιτικής και επενδυτών.

Το τρέχον έτος ξεκίνησε με ένα ξεπούλημα σε όλες τις παγκόσμιες αγορές κρατικών ομολόγων, με τη Βρετανία ειδικότερα να βρίσκεται στο στόχαστρο.

Η αδυναμία της Γαλλίας να θεσπίσει μέτρα λιτότητας λόγω της πολιτικής αστάθειας έχει επίσης πλήξει τη θέση της στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η άνοδος των αποδόσεων των αμερικανικών κρατικών ομολόγων υποδηλώνει κάποιο σκεπτικισμό μεταξύ των επενδυτών ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα περιορίσει το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα.

Δεν είναι περίεργο που η συζήτηση για την επιστροφή των λεγόμενων bond vigilantes αυξάνεται.

Ο όρος, που επινοήθηκε τη δεκαετία του 1980, αναφέρεται σε επενδυτές που προσπαθούν να επιβάλουν δημοσιονομική πειθαρχία στις κυβερνήσεις που θεωρούν σπάταλες, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού τους.

Μπορεί επίσης να εφαρμοστεί και στη νομισματική πολιτική. Οι επενδυτές μπορούν να απαιτήσουν μεγαλύτερη αποζημίωση για να δανείσουν χρήματα, εάν θεωρούν ότι οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις αποτυγχάνουν να περιορίσουν τον πληθωρισμό.

Το υψηλότερο κόστος δανεισμού των κυβερνήσεων μπορεί να προκαλέσει υψηλότερα επιτόκια δανεισμού για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, εάν ξεφύγει από τον έλεγχο.

Οι αγορές ομολόγων κατευνάστηκαν τη δεκαετία του 1990, καθώς η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον έθεσε ως προτεραιότητα την εξισορρόπηση του προϋπολογισμού, αφού οι αρχικές ανησυχίες για τις δαπάνες προκάλεσαν άλμα στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων.

Τις επόμενες δεκαετίες, οι αγορές ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού έπαιξαν ισχυρό ρόλο στην άμβλυνση του κόστους δανεισμού των κυβερνήσεων, ιδίως μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008.

Όμως η αύξηση του πληθωρισμού το 2021 και η εκτίναξη των κρατικών δαπανών, που επιδεινώθηκε από την πανδημία και την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με την υποχώρηση των κεντρικών τραπεζών από την αγορά ομολόγων, σημαίνει ότι οι επενδυτές ομολόγων φέρουν τώρα μεγαλύτερο βάρος.

Το επίκεντρο σήμερα είναι η αύξηση της έκδοσης κρατικών ομολόγων, ενώ στη δεκαετία του 1980 ήταν ο πληθωρισμός, λέει ο Eντ Γιαρντένι, ο οικονομολόγος που επινόησε τον όρο.

Ο πληθωρισμός, αν και κολλώδης, έχει μειωθεί στις μεγάλες οικονομίες, ενώ το χρέος συσσωρεύεται.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ αυξήθηκε σε 1,833 τρισεκατομμύρια δολάρια για το οικονομικό έτος 2024, που ισοδυναμεί με το 6,4% του ΑΕΠ, την υψηλότερη μέτρηση εκτός της πανδημίας. Το δημόσιο χρέος της Βρετανίας έφτασε το 100% του ΑΕΠ για πρώτη φορά στην ιστορία. Η Γερμανία είναι η μόνη οικονομία του γκρουπ των G7 που παραμένει με λόγο χρέους προς ΑΕΠ κάτω από το 100%.

Στη Βρετανία το κόστος δανεισμού αυξήθηκε κατά μία ποσοστιαία μονάδα μέσα σε μία εβδομάδα το 2022, καθώς οι επενδυτές ομολόγων τρόμαξαν από τα σχέδια περικοπής των φόρων και αύξησης του δανεισμού σε μία περίοδο που τα δημοσιονομικά βρίσκονταν ήδη υπό πίεση. Αυτό οδήγησε σε στροφή πολιτικής και στην παραίτηση της τότε πρωθυπουργού Λιζ Τρας.

Τη Δευτέρα 13 Ιανουαρίου, οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων της Βρετανίας έφτασαν σε νέα υψηλά πολλών δεκαετιών, καθώς οι ανησυχίες για το παγκόσμιο χρέος παραμένουν στο επίκεντρο.

Πέρυσι, το ασφάλιστρο που ζητούν οι επενδυτές ομολόγων για να δανείσουν χρήματα στη Γαλλία έναντι του ασφαλέστερου γερμανικού χρέους έφτασε για λίγο στο υψηλότερο επίπεδο από το 2012, καθώς η πολιτική αναταραχή καθυστέρησε τις προσπάθειες για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.

Οι αναδυόμενες αγορές αντιμετωπίζουν επίσης πιέσεις. Το κόστος δανεισμού της Βραζιλίας αυξήθηκε κατακόρυφα τον Δεκέμβριο, ενώ το ρεάλ σημείωσε νέα χαμηλά ρεκόρ έναντι του δολαρίου, καθώς οι αγορές έθεσαν σε δοκιμασία τα σχέδια κυβερνητικών δαπανών και το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα.

Η ιστορία υποδηλώνει πως οι bond vigilantes έχουν σημαντική επιρροή και ο Γιαρντένι εκτιμά ότι η δύναμή τους τώρα πηγάζει από το γεγονός ότι το ανεξόφλητο χρέος έχει εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια.

Το ανεξόφλητο χρέος των αμερικανικών κρατικών ομολόγων έχει εκτιναχθεί στα 28 τρισεκατομμύρια δολάρια, από κάτω από 20 τρισεκατομμύρια δολάρια πριν από την πανδημία και λιγότερο από 5 τρισεκατομμύρια δολάρια πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008.

Ωστόσο, όπως αναφέρει το Reuters, οι vigilantes δεν έχουν παντού την επιρροή που είχαν στη Βρετανία. Το αμερικανικό έλλειμμα δεν έχει μειωθεί παρά τις ανησυχίες και οι Γάλλοι πολιτικοί τορπίλισαν έναν προϋπολογισμό λιτότητας, παρόλο που ο πρωθυπουργός προειδοποίησε ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε οικονομική «καταιγίδα».

Παρ’ όλα αυτά, οι αναλυτές λένε ότι η άνοδος των αποδόσεων του αμερικανικού δημοσίου κατά περισσότερο από μία ποσοστιαία μονάδα από τα τέλη Σεπτεμβρίου αντανακλά εν μέρει την ανησυχία που εκφράζουν οι επενδυτές ομολόγων για τα σχέδια δαπανών της επερχόμενης κυβέρνησης Τραμπ.

Παράλληλα, αντικατοπτρίζει και το άγχος το οποίο δημιουργείται από την προοπτική να παραμείνουν υψηλότερα τα επιτόκια εν μέσω μιας ισχυρής οικονομίας, κάτι το οποίο με τη σειρά του αυξάνει τις αποδόσεις.

Διαβάστε ακόμη 

Λίζα Κουκ: Το προφίλ της κυβερνήτη της Fed στο στόχαστρο του Τραμπ

ΤτΕ: Στο τραπέζι οι εγγυήσεις του Ηρακλή – Τι συζητήθηκε στη σύσκεψη κυβέρνησης, τραπεζών και servicers

Το παγκόσμιο φαινόμενο των best sellers: 12 αλήθειες για τον Χαρούκι Μουρακάμι

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα