Διχάζει τους πάντες η άνοδος των επιτοκίων, κυρίως όμως τρομάζει τις αγορές: θα αντέξει η οικονομία στη μετάβαση από τα θηριώδη προγράμματα στήριξης λόγω πανδημίας στην αύξηση των επιτοκίων για αντιμετώπιση του πληθωρισμού; Λύνει προβλήματα η στρατηγική αυτή ή δημιουργεί καινούρια;

Ακριβό χρήμα, επιβάρυνση δανειοληπτών, φρένο στην κατανάλωση και την ανάκαμψη προκαλούν ανησυχία και εκνευρισμό στον απλό κόσμο, σε αναλυτές και κυβερνήσεις – και στην Αθήνα ακόμα. Οι αγορές αντιδρούν με πτώση πριν από κάθε ανακοίνωση ανόδου των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες. Τη μεγαλύτερη ζημία, όμως, την υφίστανται οι ίδιες οι κεντρικές τράπεζες. Η μετοχή της Κεντρικής Τράπεζας του Βελγίου από τα 1.785 ευρώ φέτος (και περίπου 1.700 σταθερά επί 2 χρόνια) έπεσε στα 1.550 ευρώ στα τέλη Σεπτεμβρίου (-15%) και στα 634 ευρώ στις αρχές Οκτωβρίου (-60% σε 20 μέρες). Η τιμή της δηλαδή επέστρεψε τρεις δεκαετίες πίσω, στο μακρινό 1992!

Ντόμινο ζημιών

Αναλυτές μιλούν για αυτογκόλ των κεντρικών τραπεζών που αύξησαν τα επιτόκια. Ανησυχούν αν και τι μέρισμα θα δώσουν. Αμφισβητούν όμως και αν προέβλεψαν και έδρασαν σωστά μέσα στην κρίση. Και ευρύτερα λένε: «Αν κι αυτά τα “μαγαζιά” έχουν πρόβλημα, πού πάμε;».

Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) κινδυνεύει με ζημίες δισεκατομμυρίων. Σε δύσκολη θέση έρχεται και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς χάνει έσοδα, ενώ και ο διοικητής της Τράπεζας της Ολλανδίας προαναγγέλλει ζημίες. Και όσο οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια, τόσο μεγαλώνει και η ζημιά τους…

Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη

Πηγή του κακού θεωρείται το γεγονός ότι μέσα στην πανδημία η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δάνεισε υπέρμετρα και πάμφθηνα τις ευρωπαϊκές εμπορικές τράπεζες προκειμένου αυτές να δώσουν δάνεια ώστε να αναθερμανθεί η οικονομία.

Ωστόσο -και όχι μόνο στην Ευρώπη- αυτές «στόκαραν» φθηνό χρήμα, χωρίς να μεταδώσουν τη ρευστότητα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Ετσι, οι κεντρικές τράπεζες βγαίνουν διπλά χαμένες: αν και αυξάνουν τα επιτόκια χορηγήσεων, δεν δίνουν νέα δάνεια στις εμπορικές, επειδή αυτές κρατάνε άφθονη ρευστότητα από την εποχή της πανδημίας. Αντιθέτως, λόγω των αυξήσεων επιτοκίων, οι εμπορικές τράπεζες απολαμβάνουν μεγαλύτερους τόκους για τις καταθέσεις που τηρούν στις κεντρικές τράπεζες!

Μόλις τώρα η ΕΚΤ άρχισε να τρέχει να μπαλώσει τα πράγματα και να πιέσει τις εμπορικές, να της επιστρέψουν πιο γρήγορα τα δανεικά που λιμνάζουν: ως τον Δεκέμβριο θα καταστήσει λιγότερο ελκυστικό το πρόγραμμα εξαιρετικά φθηνών δανείων 2,1 τρισ. ευρώ (TLTRO III, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή λίγο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας) προκειμένου να ενθαρρύνει τις τράπεζες να τα αποπληρώσουν πρόωρα.

Το παρασκήνιο

Αν και οι κυβερνήσεις δεν εκφράζουν δημόσια διαφωνίες προς την ΕΚΤ, πολιτικά στελέχη προβληματίζονται αν η αύξηση επιτοκίων βοηθά να μειωθεί ο πληθωρισμός. Θεωρητικά αυτό θα ίσχυε αν η ακρίβεια οφειλόταν σε αύξηση της ρευστότητας αλλά και της ζήτησης. Σε τέτοια περίπτωση, το ακριβό χρήμα με υψηλά επιτόκια φρενάρει την κατανάλωση και πέφτει ο πληθωρισμός.

Στην Ευρώπη, όμως, λένε οι ίδιες πηγές, για την ακρίβεια δεν ευθύνεται κυρίως η αύξηση της ζήτησης, αλλά η μείωση της προσφοράς και η αύξηση του κόστους ενέργειας, σιτηρών και άλλων πρώτων υλών, πρωτίστως λόγω της εισβολής στην Ουκρανία, αλλά και των προβλημάτων που ανέκυψαν και παραμένουν στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα από τα lockdown της πανδημίας (π.χ. Σανγκάη). Δεν υπάρχει δηλαδή πληθωρισμός ζήτησης, αλλά πληθωρισμός κόστους. Και υποστηρίζουν ότι η όποια αύξηση της ζήτησης θα ήταν καλοδεχούμενη για την πολυπόθητη ανάκαμψη, παρά τις όποιες -πιο περιορισμένες πάντως- επιπτώσεις στην ακρίβεια.

Οι «αισιόδοξοι»

Στον αντίποδα, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι τελικά και ο πληθωρισμός θα μαζευτεί, αλλά και κέρδη θα έχει σύντομα ξανά η ΕΚΤ και το ευρωσύστημα συνολικά.

Θυμίζουν ότι την εποχή της πανδημίας, η ΕΚΤ και όλες οι κεντρικές τράπεζες του κόσμου (ΗΠΑ, Βρετανία, Ιαπωνία. Ελβετία, Σουηδία κλπ) αναγκάστηκαν να μειώσουν τότε τα επιτόκια. Αν δεν το έκαναν, η Ευρώπη θα έμπαινε σε σπιράλ αρνητικού πληθωρισμού, αρνητικής ανάπτυξης και πολύ βαθιάς ύφεσης, με αποτέλεσμα την «ιαπωνοποίηση» της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Τώρα αυτό ανατράπηκε και, όπως λένε, η αύξηση επιτοκίων δεν είναι αχρείαστη γιατί φρενάρει προσδοκίες για πληθωριστικές πιέσεις και πέραν του 2023.

Αντέχει -και πάλι- η Ελλάδα

Το σοκ είναι τεράστιο όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά παγκοσμίως. Ακόμα και απλοί μέτοχοι απορούν πώς μπορεί -για πρώτη φορά μεταπολεμικά- να έχουν ζημιές αντί για κέρδη οι κεντρικές τράπεζες, τη στιγμή που κρατούν στα χέρια τους το νόμισμα, αλλά και όλες τις αποφάσεις για τα επιτόκια!

Η Ελλάδα, πάντως, βγαίνει και πάλι κερδισμένη! Γιατί μέσα στην τρικυμία καταφέρνει και στο θέμα αυτό να βρεθεί με το κεφάλι έξω απ’ το νερό:

Για την Τράπεζα της Ελλάδος (που είναι εισηγμένη σε Χρηματιστήριο όπως εκείνη του Βελγίου) τα μεγέθη δείχνουν ότι θα αντέξει, θα έχει κέρδη και θα δώσει μέρισμα.

Το Ελληνικό Δημόσιο δεν χάνει λεφτά: το υπουργείο Οικονομικών υπολογίζει να εισπράξει μέρισμα 179 εκατ. ευρώ το 2023. Φέτος εισέπραξε 499 εκατ. ευρώ. Θεωρητικά θα χάσει 320 εκατ. ευρώ. Στην πράξη, όμως, έρχεται μία η άλλη γιατί το Δημόσιο κερδίζει σε τόκους: με καταθέσεις 20 δισ. στην Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά με επιτόκια 2,5% αντί 0% τον χρόνο, Δημόσιο και κρατικοί φορείς θα εισπράξουν το 2023 περί τα 500 εκατ. ευρώ περισσότερα!

Για τον ιδιώτη μέτοχο, που επί χρόνια παίρνει ένα μικρό αλλά σταθερό μέρισμα από την Τράπεζα της Ελλάδος, φαίνεται πως αυτό δεν θα αλλάξει. Ακόμα και με μικρότερο μέρισμα, όμως, θα απολαμβάνει και πάλι μία από τις καλύτερες μερισματικές αποδόσεις στην περίοδο της κρίσης.

Διαβάστε ακόμη

Ο Έλληνας που ασφάλισε από τα μάτια της Τέιλορ έως ερπετά και οστά αγίων – Συνάπτει τα πιο πρωτότυπα συμβόλαια στον πλανήτη (pics + vid) 

Foster + Partners: Το αρχιτεκτονικό team πίσω από το «ELLINIKON» θαύμα (pics) 

Πώς τα ροζέ κατέκτησαν τον κόσμο και η απίθανη ιστορία του Whispering Angel που έγινε ένα από τα μεγαλύτερα οινικά success story όλων των εποχών