Η συζήτηση για αλλαγή του «Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης», για την οποία έχει ξαναγίνει λόγος μέσα από αυτές τις φιλόξενες στήλες, άρχισε επισήμως μόλις μπήκε σε κάποια σχετική «τάξη» η πανδημία: στα τέλη του 2021, με την κοινή πρωτοβουλία του Γάλλου Πρόεδρου, μη ακόμα επανεκλεγμένου, Μακρόν και του Πρωθυπουργού, τότε, της Ιταλίας Ντράγκι, που έριχναν το βάρος στην ανάπτυξη και τις επενδύσεις, προσπαθώντας να εξισορροπήσουν την κυριαρχία του σκέλους της «σταθερότητας», δηλαδή κανόνων περιορισμού του χρέους και των ελλειμμάτων.

Λόγω του ξεσπάσματος του πολέμου στην Ουκρανία, στην αρχή του 2022, και της ανάγκης για νέες «παροδικές» εξαιρέσεις και αναστολές κανόνων του Συμφώνου, η επίσημη πρόταση της Επιτροπής άργησε έναν χρόνο: ήρθε τον Νοέμβριο του 2022 και περιείχε ως βασική καινοτομία την ανά χώρα διαπραγμάτευση του τρόπου με τον οποίο θα ερχόταν η δημοσιονομική «πειθαρχία». Η φετινή ανακίνηση του θέματος από τον Επίτροπο Οικονομικών, Πάολο Τζεντιλόνι, ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, οφείλεται στην αντικειμενική εξάντληση της κλεψύδρας: έως τα τέλη του προσεχούς Μαρτίου θα πρέπει να υπάρξει συμφωνία, εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θέλει να τεθεί σε εφαρμογή το Σύμφωνο ίδιο κι απαράλλαχτο από την επόμενη, και μάλιστα ευρω-εκλογική, χρονιά.

Το ιδιαίτερο σύνθετο και ευαίσθητο, και από πολιτική και από τεχνική άποψη, ζήτημα διαθέτει εγγενώς τα χαρακτηριστικά τετραγωνισμού του κύκλου: όλοι οι ηγέτες γνωρίζουν ότι το Σύμφωνο πρέπει να αλλάξει, ωστόσο οι προσεγγίσεις τους για το πώς και σε ποια κατεύθυνση πρέπει να αλλάξει είναι τόσο διαφορετικές που τρέφουν την –ούτως ή άλλως ισχυρή σε παν το ευρωπαϊκόν- δυναμική της στασιμότητας. Γύρω από τρία ειδικά και δυο γενικότερα ζητήματα περιστρέφονται κυρίως οι αντιπαραθέσεις, που αναμένεται να ενταθούν καθώς (υποτίθεται ότι) μπαίνουμε στην τελική ευθεία.

Πρώτον, απασχολεί και προβληματίζει η υλοποίηση της πρότασης της Επιτροπής για μετάβαση από τον ισχύοντα μαθηματικό τύπο της μείωσης του χρέους κατά το 1/20 της ετήσιας (πάνω από 60%) υπέρβασής του στον πολιτικό κανόνα για σύναψη ειδικής συμφωνίας ανά χώρα όσον αφορά στον τρόπο επίτευξης της μείωσης αλλά και το ακριβές ύψος της. Ενώ όλοι αντιλαμβάνονται ότι ένας σκληρός με τη διπλή έννοια κανόνας –πολύ αυστηρός και πλήρως άκαμπτος-, ο οποίος μάλιστα δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ, οφείλει να αλλάξει, οι διαφορές –και οι αγκυλώσεις- δεν λείπουν. Γερμανία, Ολλανδία και σκανδιναβικές χώρες είναι, εξαρχής και για λόγους αρχής, αντίθετες με κάθε «διαφοροποιημένη προσέγγιση»: γι’ αυτές κανόνας, πόσο μάλλον καθιερωμένος σε επίσημα επικυρωμένο Σύμφωνο, θα πει «για όλους το ίδιο» -ανεξαρτήτως οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης και αντίστοιχων αναγκών της κάθε χώρας. Για να ανοίξει απλώς η εξέταση της πρότασης της Επιτροπής, θα πρέπει αρκετοί να αλλάξουν «τρόπο σκέψης», κάτι που στην ενωσιακή πράξη σημαίνει να πάρουν τα κατάλληλα ανταλλάγματα.

Δεύτερο ειδικό ζήτημα είναι το σχετικό με τη «μονιμοποίηση», που ποτέ δεν θα αναφερθεί ως τέτοια, του «Ταμείου Ανάκαμψης», μέσω της δημιουργίας ενός κοινού (και με κοινή ανάληψη χρέους) «Ταμείου Επενδύσεων» πέραν της πανδημίας. Αποτελεί, όπως είδαμε, τον πυρήνα της Γαλλο-ιταλικής προσέγγισης, αλλά και γενικώς των χωρών του Νότου, στηρίζεται, έμμεσα αλλά σαφώς, από «ανατολικές χώρες», πλην Ουγγαρίας, που επλήγησαν βαριά από την προσθήκη της Ουκρανίας στην πανδημία, αλλά «βρίσκει τοίχο» από τους πολλούς και διάσπαρτους πολέμιους της «ομοσπονδιοποίησης» σε κάθε μορφή της. Συμπλέκεται δε έμμεσα με το τρίτο ειδικό ζήτημα, την «πράσινη ατζέντα» και την επίσης εξαγγελθείσα και επίσης στα σπάργανα «Νέα Πράσινη Συμφωνία», επί της οποία υπάρχουν τόσες απόψεις όσες και χώρες στην Ένωση.

Όλες τα επιμέρους θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν σε δυο βασικές επιλογές-διλήμματα: υπερίσχυση της πολιτικής (περισσότερη φαντασία, μεγαλύτερη δημόσια παρέμβαση, συντονισμός επί αρχών και όχι επί λεπτομερειών) έναντι της τεχνοκρατικής «φιλοσοφίας» και είδος «οικονομικής διακυβέρνησης» που θέλει, αλλά και έχει ανάγκη, η Ευρωζώνη. Ευρωπαϊκές συνήθειες, γερμανική επιμονή, υπερβολική αλλά φυσιολογική πολυφωνία και εθνικιστικά αντανακλαστικά από κόμματα και λαούς ωθούν προς τη στασιμότητα: τεχνικές μόνο αλλαγές, δηλαδή μερεμέτια, και συντονισμός οικονομικών μέτρων και επιλογών σε τεχνικό επίπεδο («ευρωπαϊκό εξάμηνο»).

Η δύναμη των αριθμών –παρά την αποφυγή μείζονος ενεργειακής κρίσης είχαμε ανάπτυξη 0,1% στην ευρωζώνη αυτό το τρίμηνο και αύξηση απασχόλησης 0,4%-, η ορμή των εξελίξεων –η Ένωση θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να «σηκώσει χρήμα» για να συμβάλει στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, το ξεπέρασμα του στασιμοπληθωρισμού και τα ήδη συμφωνηθέντα «πράσινα» έργα και υποδομές- καθώς, ίσως, και η αποφασιστικότητα κάποιον ηγετών, με επικεφαλής το Γάλλο Πρόεδρο, θα μπορούσαν να σπρώξουν προς πιο ανοιχτή και πιο πολιτική αντιμετώπιση.

Δεν είναι ακριβώς η μάχη του Γοιλιάθ με το Δαβίδ, αλλά όλοι καταλαβαίνουμε ποια τάση είναι, τουλάχιστον στην αφετηρία, ισχυρότερη.