Η αξιωματική αντιπολίτευση μετά την τραυματική εμπειρία του 2019, που έχασε τη μεσαία τάξη και μαζί τις εκλογές, εμπλουτίζει την προεκλογική της επιχειρηματολογία με συνθήματα και υποσχέσεις που έχουν ως στόχο τον συγκεκριμένο χώρο, ενώ η κυβέρνηση θέλει να διατηρήσει το στρατηγικό της πλεονέκτημα.

Οσον αφορά τον πολιτικό χώρο του «κέντρου», ο Μητσοτάκης διατηρεί το απόλυτο προβάδισμα. Οι κλυδωνισμοί που προκάλεσε η υπόθεση των παρακολουθήσεων πάνε να ξεπεραστούν χωρίς σοβαρές απώλειες και, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, η κυβέρνηση εξακολουθεί να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη των πολιτών που αυτοπροσδιορίζονται ως «κεντρώοι».

Είναι το τμήμα εκείνο του εκλογικού σώματος το οποίο κατά το παρελθόν μοίραζε διαδοχικά την εξουσία ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, ανάλογα με τα πρόσωπα και τις πολιτικές συγκυρίες. Αυτά μέχρι το 2015, όταν ανέλαβε την εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ και με τις γνωστές επικίνδυνες εξαλλοσύνες του μετατοπίστηκε προς τα αριστερά, έβαλε την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας σε μεγάλο κίνδυνο και άφησε όλο το κεντρώο πεδίο ελεύθερο στον Κυριάκο Μητσοτάκη που μόλις είχε εκλεγεί πρόεδρος της Ν.Δ.

Ο Τσίπρας συνέχισε τις ίδιες ακραίες πολιτικές όσο παρέμεινε στην εξουσία, πιστεύοντας, λανθασμένα όπως αποδείχτηκε στην πράξη, ότι δεν έχει ανάγκη τον κεντρώο χώρο. Αφησε στο περιθώριο το ΠΑΣΟΚ και επέλεξε ως συνεταίρο στην εξουσία τον Πάνο Καμμένο, κίνηση που τον απέκοψε εντελώς από την ισχυρή αλλά ήρεμη δύναμη του «κέντρου». Οι «μεταγραφές» πρώην σοσιαλιστών περισσότερο δυναμίτισαν και λιγότερο αποκατέστησαν την επαφή με τον χώρο.

Οταν ο Αλέξης Τσίπρας κατάλαβε το πρόβλημα, βρισκόταν ήδη στην αντιπολίτευση, η «σκληρή» κομματική βάση είχε αριστερό προσανατολισμό και δέσμευε τις κινήσεις του. Πρόσωπα διαθέσιμα που θα βοηθούσαν να αποκατασταθούν οι «γέφυρες» δεν υπήρχαν και όσα δοκιμάστηκαν απέτυχαν.

Φτάσαμε στο παρά πέντε των εκλογών για να επιχειρήσει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ένα «άνοιγμα» με την επιλογή ως εκπροσώπου Τύπου μιας τηλεοπτικής δημοσιογράφου και όχι ενός κομματικού στελέχους, όπως γινόταν έως τώρα. Πολύ λίγο, πολύ αργά για να αλλάξει η ροή των πραγμάτων. Ούτε η Πόπη Τσαπανίδου, ούτε η επίθεση φιλίας στον Νίκο Ανδρουλάκη, ούτε η συνεργασία με τους ευρωσοσιαλιστές μπορούν να μετριάσουν την καχυποψία και τον φόβο του κεντρώου ψηφοφόρου για τις αληθινές προθέσεις του Τσίπρα.

Την ίδια ώρα ο Μητσοτάκης φαίνεται πως έχει ταυτιστεί πλήρως με τον συγκεκριμένο χώρο. Οι πολιτικές του και η αξιοποίηση στελεχών στην κυβέρνηση και στον κρατικό μηχανισμό που προέρχονται από το «κέντρο» ενισχύουν τους δεσμούς και την επιρροή που απέκτησε στο πρώην ΠΑΣΟΚ, με τους λεγόμενους «Κυριακίστας». Πιστεύω μάλιστα ότι θα μπορούσε να επιτύχει ακόμη πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα αν δεν ανησυχούσε για τις απώλειες προς τα δεξιά. Εκεί ελλοχεύει ο πραγματικός κίνδυνος για τον πρωθυπουργό, αλλά εκεί δεν υπάρχει κανείς αξιόπιστος και ισχυρός εκφραστής του πολιτικού χώρου στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας.

Αν όμως τα πράγματα στον «μεσαίο» πολιτικό χώρο είναι κάπως ξεκάθαρα, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τη «μεσαία» οικονομική τάξη. Εκεί τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Το 2019 τούς κέρδισε ο Μητσοτάκης και τους έχασε ομαδικά ο Τσίπρας. Είναι επίσης γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση μείωσε σημαντικά τους φόρους και στήριξε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη διάρκεια της πανδημίας. Παρ’ όλα αυτά, η εισοδηματικά «μεσαία τάξη» εξακολουθεί και παραμένει το βασικό υποζύγιο του φορολογικού συστήματος.

Τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας την περασμένη εβδομάδα προκαλούν δέος και θολώνουν την εικόνα. Μόνο το 17% των φορολογουμένων δηλώνει ετήσιο εισόδημα άνω των 20.000 ευρώ, ενώ το 40% δηλώνει εισόδημα κάτω των 5.000 ευρώ. Μόνο το 15% των Ελλήνων δεν θα επωφεληθεί από το Market Pass που ανακοίνωσε παραμονές Χριστουγέννων ο πρωθυπουργός.

Σε αυτή την αδικία και την ανισότητα… χάνεται η «μεσαία τάξη», η οποία προσδιορίζεται από τα εισοδήματά της μόνο και όχι από την απασχόληση (έμπορος, ελεύθερος επαγγελματίας ή μισθωτός). Με λίγα λόγια, αυτό το 17%-20% δεν έχει σημασία με τι ασχολείται, αλλά ότι σηκώνει μόνο του όλα τα φορολογικά βάρη. Αυτή η ιστορία της «διεύρυνσης της φορολογικής βάσης» πάει πολλές δεκαετίες πίσω. Είναι καιρός κάτι να γίνει και τώρα είναι η ενδεδειγμένη περίοδος.