Οι εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ για την οικονομία σηματοδοτούν την προσήλωση της οικονομικής πολιτικής στην αναπτυξιακή προσπάθεια.

Τόσο με ελαφρύνσεις πολιτών και επιχειρήσεων μέσω της μείωσης των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών όσο και με ενισχύσεις του εισοδήματός τους. Υπάρχουν βέβαια οι επιφυλακτικοί που αναρωτιούνται «πώς θα τα κάνει όλα αυτά;» ή «θα ξεχειλώσει το έλλειμμα και το χρέος», ή «θα μπορούσε να κάνει άλλα περισσότερο αναπτυξιακά μέτρα» κ.λπ.

Υπάρχουν και οι δυσαρεστημένοι είτε διότι θεωρούν ότι δεν ασχολήθηκε ο πρωθυπουργός μαζί τους, π.χ. συνταξιούχοι, ή οι πολιτικοί του αντίπαλοι που αντιλαμβάνονται ότι με μέτρα στήριξης αξίας 3,4 δισ. ευρώ προς το παρόν και άλλα να ακολουθούν, όπως ακούστηκε, αν ο ρυθμός ανάπτυξης ξεπεράσει τις προβλέψεις, ο Μητσοτάκης ενισχύεται πολιτικά.

Ολοι έχουν τα επιχειρήματά τους, αλλά η αλήθεια είναι ότι τελικά πάντα ο εκάστοτε πρωθυπουργός αποφασίζει τι θα γίνει και τι όχι. Και οι αποφάσεις του Μητσοτάκη στη συγκεκριμένη στιγμή ήταν σωστές. Ηταν σωστές αφενός διότι η οικονομία σήμερα έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει τα μέτρα και αφετέρου διότι η κοινωνία, οι πολίτες, χρειάζονται τα χρήματα. Πολλοί θεωρούν ότι, αντί να μοιράσει χρήμα, καλύτερα θα ήταν να σβήσει χρέος.

Είναι μια λογική προσέγγιση για μια χώρα υπερχρεωμένη. Ποιο, όμως, θα ήταν το όφελος από μια τέτοια κίνηση, αν ούτως ή άλλως θα αναγκαζόταν στη συνέχεια να ξαναδανειστεί για να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη και να καλύψει τις ανάγκες των πολιτών, δηλαδή θα δανειζόταν για να πάρει αυτά τα μέτρα που ανακοίνωσε στη ΔΕΘ. Συνεπώς, το να διαθέσει τα χρήματα για τη μείωση χρέους θα ήταν μάλλον μια άστοχη κίνηση σε αυτή τη συγκυρία. Αν τώρα η αναπτυξιακή πολιτική εφαρμοστεί σωστά, το ΑΕΠ θα απογειωθεί (αυτό ήδη διαφαίνεται) και αυτομάτως το βάρος του χρέους στην ελληνική οικονομία θα ελαφρύνει.

Διότι, μην ξεχνάμε, το ύψος του χρέους δεν παίζει ρόλο, το ύψος του ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι που μετράει, διότι αυτός ο δείκτης αποκαλύπτει τις δυνατότητες της οικονομίας να αντέξει ή όχι το συγκεκριμένο χρέος. Αν αυξηθεί το ΑΕΠ (ο παρονομαστής στο κλάσμα Χρέος/ΑΕΠ) τότε έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα σαν να αποπληρώναμε χρέος. Δίνει τα λεφτά λοιπόν ο Μητσοτάκης στην αύξηση του ΑΕΠ, αντί να τα δώσει στη μείωση του χρέους, και πολύ σωστά κάνει διότι αν η αύξηση του ΑΕΠ είναι μεγάλη, η βελτίωση του δείκτη θα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που θα πετύχαινε αποπληρώνοντας χρέος.

Η συγκυρία είναι ότι το ελληνικό χρέος είναι μεν υπερβολικό, αλλά οι ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησής του είναι αντιμετωπίσιμες. Αυτό οφείλεται στην επιμήκυνση της διάρκειας του χρέους και στα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια στα οποία το έχουμε κλειδώσει εφαρμόζοντας τα σκληρά μνημόνια. Θετική συγκυρία είναι επίσης το γεγονός ότι όχι μόνο η Ευρώπη αλλά ολόκληρος ο Δυτικός κόσμος έχει αλλάξει πολιτική λόγω πανδημίας και ακολουθεί «χαλαρή», δηλαδή αναπτυξιακή πολιτική, τυπώνοντας χρήμα και καλύπτοντας τις ζημιές που προκαλεί η πανδημία. Η πιθανότητα που επικαλούνται ορισμένοι -πολύ σοβαροί- οικονομολόγοι, ότι αυτή η χαλαρή πολιτική θα διακοπεί σύντομα και θα προσγειωθούμε σε νέα σκληρά μέτρα, ίσως και σε νέα μνημόνια, δεν είναι καθόλου βέβαιη.

Προς το παρόν τώρα μόλις αρχίζει σε παγκόσμιο επίπεδο η συζήτηση για το τι θα γίνει μετά τις παροχές. Και ευτυχώς επικρατεί διεθνώς η άποψη ότι η αναπτυξιακή πολιτική είναι αναγκαιότητα για να ξεφύγουμε από την κρίση. Σε αυτό διαφωνούν πολλοί οικονομολόγοι εδώ και έξω, οι οποίοι επικροτούν πολιτικές λιτότητας αλλά προς το παρόν δεν εισακούονται. Οσον αφορά στα δικά μας, η αλήθεια είναι ότι μετά από τόσα χρόνια μνημόνια και ύφεση, η ελληνική οικονομία πρέπει να σταματήσει να συρρικνώνεται και πρέπει όχι απλώς να αναπτυχθεί, αλλά να εκτιναχθεί σε υψηλότερα επίπεδα ΑΕΠ.

Η απόφαση λοιπόν να ενισχυθούν η ανάπτυξη και τα εισοδήματα, είναι σωστή και οικονομικά και όχι μόνο πολιτικά. Το αν αυτό θα ενισχύσει τον Μητσοτάκη πολιτικά είναι ένα άλλο ζήτημα, αλλά μην ξεχνάμε ότι οι πολίτες ψηφίζουν με βάση το τι περιμένουν να τους δώσει η επόμενη κυβέρνηση και όχι με το τι τους έδωσε ήδη η προηγούμενη. Λειτουργούν δηλαδή με την, ας πούμε, «απληστία» και όχι με την «ευγνωμοσύνη» έναντι των πολιτικών υποψηφίων στις εκλογές. Η διεθνής συγκυρία τη στιγμή αυτή ευνοεί και μάλλον επιβάλλει μια θεώρηση της οικονομίας με πολιτικά πρωτίστως και όχι με μαθηματικά κριτήρια.

Βεβαίως, λόγω μακροχρόνιας κρίσης και λιτότητας, στην Ελλάδα είμαστε όλοι -πολιτικοί, πολίτες, επιχειρηματίες- τρομαγμένοι από τη μαθηματική προσέγγιση των οικονομικών, από τα «χαστούκια» των μνημονίων, από τη γερμανική προσέγγιση της οικονομίας, από την προσέγγιση Σόιμπλε. Ωστόσο με την πανδημία τα πράγματα άλλαξαν για την παγκόσμια οικονομία και για την ελληνική και έτσι άλλαξε και η «μόδα» της οικονομικής σκέψης.

Περνάμε δηλαδή ξανά στην εποχή όπου το βάρος της οικονομικής πολιτικής πέφτει στην πολιτική της διάσταση και όχι στην οικονομική/μαθηματική. Και, όπως φαίνεται, ο σκληρός και άγριος κριτής όλων αυτών των αλλαγών στην οικονομική πολιτική, δηλαδή οι διεθνείς αγορές, κάθε άλλο παρά αρνητικά κρίνουν την αλλαγή. Προς το παρόν.

Το μέλλον αόρατο, ως γνωστόν, αλλά αυτό είναι που κάνει τη ζωή ενδιαφέρουσα. Ας απολαύσουμε λοιπόν την αναπτυξιακή πολιτική, όσο κρατάει, αντί να γρουσουζεύουμε μιλώντας ξανά για πολιτικές λιτότητας.