Αν αφήσουμε εκτός σύγκρισης, γιατί είναι άλλο πράγμα, την Ενιαία Αγορά, την τελευταία δεκαετία, με την ώθηση που έδωσε θεσμικά η Συνθήκη της Λισαβόνας και πολιτικά η πολυδιάσπαση της Ένωσης, είχαμε την Τραπεζική Ένωση, την Ένωση Αγορών Κεφαλαίου (Capital Markets Union), την Ψηφιακή Ένωση, την Ενεργειακή Ένωση και άλλες μικρότερης εμβέλειας. Προσφάτως, με αφορμή την καταπολέμηση της πανδημίας, το ενδιαφέρον στράφηκε στον τομέα της Υγείας: ο Έλληνας αντιπρόεδρος της Επιτροπής έκανε λόγο για δημιουργία μιας «Ευρωπαϊκής Ένωσης Υγείας».

Από πρώτη ματιά, τι φυσικότερο μια μεγάλη Ένωση να προχωρεί μέσα από τομεακές ενώσεις. Πράγματι, αν μείνουμε στις προθέσεις, στους συμβολισμούς και στην επικοινωνία, όχι μόνο δεν υπάρχει πρόβλημα, αλλά θα μπορούσε κάποιος να επικαλεστεί και αναγκαιότητα. Τα δεδομένα αλλάζουν –όχι για να απορριφθεί η ιδέα, αλλά για να φωτιστεί στις πραγματικές της διαστάσεις- αν εξετάσουμε τι έχουν εισφέρει μέχρι στιγμής οι υπάρχουσες «ενώσεις» και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για πραγματική πρόοδο μέσα από τέτοιες πρωτοβουλίες.

Η Τραπεζική Ένωση, εξαιρετικά φιλόδοξη και απαραίτητη ενόψει της ανάδειξης, μέσα από την χρηματοπιστωτική κρίση αλλά και πριν και μετά, της μη υγιούς σχέσης μεταξύ εθνικών τραπεζών και εθνικών πολιτικών συστημάτων («the bank-sovereign nexus» κατά την βρυξελιανή ιδιόλεκτο), εξαγγέλθηκε με τρία ποδάρια –αποκρούω την υπερχρήση της λέξης «πυλώνες»-, συμπληρωματικά και εξίσου κρίσιμα: ένα κοινό πλαίσιο εποπτείας των τραπεζών, έναν κοινό μηχανισμό λύσης-διάσωσης (resolution), ένα κοινό ταμείο εγγύησης των καταθέσεων των πολιτών. Δέκα σχεδόν χρόνια μετά το λανσάρισμα του σχεδίου, το 2012, λειτουργούν ή προχωρούν τμήματα από το ενάμιση από τα τρία πόδια: η κοινή εποπτεία (Single Supervision Mechanism–SSM) από το 2014, η κοινή «διάσωση» ως μηχανισμός αλλά χωρίς το απαραίτητο κοινό «ταμείο»/backstop (Single Resolution Mechanism-SRM) από το 2015, ενώ μηδενική είναι η πρόοδος, εξαιτίας ιδίως της εναντίωσης της Γερμανίας, στο πεδίο της πανευρωπαϊκής εγγύησης καταθέσεων (European Deposit Insurance Scheme –EDIS). Αλλά και πέρα από το ανολοκλήρωτο της προσπάθειας και τις τεχνικές και πολιτικές δυσκολίες, το τραπεζικό τοπίο δεν έχει αλλάξει, προς όφελος των πολιτών, όσο απαιτούν οι συνθήκες και οι φιλοδοξίες του αρχικού σχεδίου. Φυσικά «φταίνε» οι απανωτές κρίσεις –αλλά το σχέδιο συγκροτήθηκε ακριβώς για να τις αντιμετωπίσει. «Φταίει» και η «ύλη», ο τραπεζικός τομέας, που εγγενώς αντιστέκεται σε εκ των άνω ενοποιήσεις, αλλά και η έλλειψη τόλμης ως το τέλος -αν πράγματι τα ευρωπαϊκά όργανα και τα κράτη ήθελαν να υλοποιηθούν οι ενοποιήσεις.

Χειρότερα είναι τα πράγματα στον τομέα των Αγορών Κεφαλαίου, όπου, υπό την ακόμα μεγαλύτερη εγγενή αντίσταση σε διοικητικού τύπου ρυθμίσεις αλλά και το βαρύ χτύπημα του Brexit η πρακτική ενοποίηση έχει μείνει πολύ πίσω. Το ίδιο ισχύει, πάντα υπό την οπτική της διαφοράς στη ζωή των πολιτών και όχι στα επιμέρους βήματα που προφανώς γίνονται, και στους τομείς της ψηφιοποίησης και της ενέργειας. Οι οποίοι, πάντως, υπάρχει πιθανότητα να αποκτήσουν μια δεύτερη ευκαιρία, τώρα που η Ένωση τους ενέταξε ως «οριζόντιους» -σχετιζόμενους με όλα τα επιμέρους μέτρα- στόχους εντός του Ταμείου Ανάκαμψης.

Και η Υγεία; Δεν χρειαζόταν η πανδημία για να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι κοινό αγαθό, το πρώτο κοινό αγαθό στη ζωή –δεν αποτελεί, ωστόσο, βάσει των Συνθηκών κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. Η ενοποίηση των συστημάτων υγείας, υγειονομικής περίθαλψης και ασφάλισης των κρατών-μελών είναι –πρέπει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους- αδύνατη. Εξαρχής συνεπώς δεν είναι ορθό να γίνεται λόγος για «Ένωση». Αυτό που μπορεί, και πρέπει, να γίνει, είναι αφενός ένας καλύτερος συντονισμός στην αντιμετώπιση της πανδημίας –ο εμβολιασμός υπήρξε ένα πρώτο θετικό βήμα αλλά με αρκετές παραφωνίες- και αφετέρου μεγαλύτερη έμφαση από πλευράς Επιτροπής και κρατών-μελών σε επιμέρους οργανισμούς και πρωτοβουλίες στο χώρο της υγείας (Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων, Μηχανισμός Αντιμετώπισης Κρίσεων κα).

Ενδιαφέρουσα υπόμνηση της διαφοράς μεταξύ προθέσεων και πραγματικότητας αποτελεί το γεγονός ότι, εντός του ισχυροποιημένου προϋπολογισμού της Ένωσης για την πενταετία που έχουμε μπροστά μας, οι πόροι της υγείας όχι μόνο δεν αυξήθηκαν αλλά μειώθηκαν. Μακάρι να αναπληρωθούν από περισσότερη πολιτική βούληση και φαντασία – αλλά και ταπεινότητα.