Το Hollywood έγινε γνωστό ως Μέκκα του κινηματογράφου. Το Λονδίνο έχει καθιερωθεί ως Μητρόπολις του θεάτρου. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Στο Hollywood έχουν επενδυθεί τεράστια κεφάλαια στην κινηματογραφική βιομηχανία. Υπάρχει επίσης και ένα πλουσιότατο θερμοκήπιο παραγωγής ηθοποιών, αποτελούμενο από σχολές υποκριτικής, χορού και όσων δεξιοτήτων χρειάζεται ένας ολοκληρωμένος ηθοποιός. Το σπουδαιότερο όλων όμως είναι η διαδικασία επιλογής ηθοποιών για συγκεκριμένους ρόλους, τα περίφημα auditions (οντισιόν) όπου οι ηθοποιοί δοκιμάζονται και επιλέγονται οι κατάλληλοι μέσα από ένα μεγάλο αριθμό υποψηφίων.

Η Αγγλία από την άλλη έχει μία τεράστια θεατρική παράδοση με θέατρα που υπάρχουν πάνω από ένα ή δύο αιώνες και ηθοποιούς που έχουν μείνει στην Ιστορία, ακόμη δε και σήμερα αποτελούν θρύλους και πρότυπα των συγχρόνων ομοτέχνων τους.

Έκανα μία προσπάθεια να καταμετρήσω πόσα θέατρα υπάρχουν στην Αθήνα και μιλάω μόνο για την Αθήνα, όχι για την υπόλοιπη Ελλάδα. Ομολογώ ότι δεν τα κατάφερα. Διότι αν εξαιρέσει κανείς τις γνωστές θεατρικές αίθουσες, υπάρχουν και ένα σωρό πειραματικές ή λοιπές θεατρικές σκηνές που λειτουργούν σε διάφορους περίεργους ή απίθανους χώρους όπου μόνο συστημένος μπορεί να πάει κανείς. Από αίθουσες θεάτρου σχολείων μέχρι αποθήκες και υπόγεια ή ακόμη και σιδηροδρομικά βαγόνια! Και αντιστοίχως υπάρχουν περίπου άπειροι ηθοποιοί οι οποίοι παίζουν σε αυτά τα θέατρα, πρώτον για αν ικανοποιήσουν το λεγόμενο «ψώνιο» τους αλλά και εκ των πραγμάτων για να βγάλουν ένα μεροκάματο. Βέβαια, για να βγει ένα στοιχειώδες μεροκάματο πρέπει να υπάρχουν και οι ανάλογοι θεατές. Υπάρχουν άραγε;

Τα γνωστά καθιερωμένα θέατρα στα οποία συνήθως παίζουν δημοφιλείς και επιτυχημένοι ηθοποιοί, φέτος τουλάχιστον γεμίζουν. Τι γίνεται όμως με τα υπόλοιπα περιθωριακά θέατρα και τους πάμπολλους άγνωστους ηθοποιούς που ανεβάζουν από αρχαία τραγωδία μέχρι θέατρο του παραλόγου, με πενιχρά μέσα και πλούσιες φιλοδοξίες. Πολύ φοβούμαι ότι όχι μόνο μεροκάματο δεν βγαίνει, αλλά οι φουκαράδες οι ηθοποιοί συχνά τσοντάρουν από την τσέπη τους, εις τον βωμό της φιλόδοξης αυταπάτης τους.

Το ενδιαφέρον που επίσης έμαθα προσφάτως είναι ότι στην Ελλάδα λειτουργούν άνω των τριάντα Δραματικές Σχολές οι οποίες παράγουν κάθε χρόνο 50-100 αποφοίτους κάθε μία! Δηλαδή χονδρικά πάνω από 2.000 νέοι ηθοποιοί απόφοιτοι δραματικής σχολής μπαίνουν στην αγορά κάθε χρόνο, οι οποίοι πρέπει κάπως να βιοπορισθούν.
Ως γνωστόν ο ελληνικός κινηματογράφος άνθησε την δεκαετία του 1960 και παρήκμασε μέχρις εξαφανίσεως, τουλάχιστον εμπορικά, από τη δεκαετία του ’70 και μετά. Σε αυτό δεν φταίει μόνο η απαίσια ποιότητα των ταινιών αλλά και η επέλαση της νεότευκτης τότε τηλεόρασης που εισέβαλε ακάθεκτη στα ελληνικά νοικοκυριά.
Ως υποκατάστατο του ελληνικού κινηματογράφου εμφανίσθηκαν αργότερα τα σίριαλ που γυρίζονται για την ελληνική τηλεόραση και τα οποία στην πλειονότητά τους δεν βλέπονται με τίποτα. Βαρετά, φλύαρα, μελοδραματικά, κοινότυπα και κυρίως ατάλαντα.

Δεν είναι τυχαίο ότι κατά περιόδους οι τηλεοράσεις προτιμούσαν να προβάλλουν τα τουρκικά σίριαλ αντί ελληνικών.

Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η συντριπτική πλειονότης των Ελλήνων ηθοποιών ειδικά των νεοτέρων. Είναι φυσιολογικό και ανθρώπινο όλοι αυτοί να αισθάνονται αδικημένοι αλλά και να έχουν συσσωρεύσει οργή και απόγνωση εναντίον του «συστήματος», όπως αυτό το σύστημα το αντιλαμβάνεται και το εισπράττει ο καθένας τους. Η πολιτεία λογικό ήταν να προσπαθήσει να στηρίξει αυτήν την κατηγορία των συμπολιτών μας, όχι μόνο τώρα που διάγουμε περίοδο των πάσης φύσεως επιδομάτων, αλλά και παλαιότερα. Έτσι, τουλάχιστον οι θίασοι που δεν τα βγάζουν πέρα επιδοτούνται από την Πολιτεία εν ονόματι της προαγωγής του πολιτισμού.

Εξ όσων γνωρίζω παλιά για να γίνει κανείς ηθοποιός έπρεπε όχι μόνο να τελειώσει μία σχολή θεάτρου-και τότε υπήρχαν ελάχιστες σχολές και με σπουδαίους δασκάλους-αλλά να περάσει και εξετάσεις υποκριτικής ενώπιον επιτροπής αποτελούμενης από μεγάλα ονόματα της θεατρικής τέχνης. Στην ουσία αυτή η επιτροπή διαπίστωνε το «ταλέντο» του επίδοξου ηθοποιού, όσο και αν το ταλέντο είναι μία έννοια υποκειμενική. Σήμερα όμως η έννοια ταλέντο έχει τελείως εκλείψει ως βασικό προσόν ενός ηθοποιού, απλούστατα διότι ηθοποιός γίνεσαι περίπου κατόπιν δηλώσεώς σου. Και μάλιστα μπορείς να επιδοτηθείς από την Πολιτεία αν οι δουλειές δεν πάνε καλά.
Λογικό είναι να επιδοτείται η αγροτική δραστηριότητα όταν οι καιρικές συνθήκες καταστρέφουν την παραγωγή. Είναι όμως λογικό να επιδοτείται η Τέχνη και μάλιστα η υποκριτική ως πολιτιστική δραστηριότητα;

Η Τέχνη είναι η ευγενέστερη εκδήλωση και μία πανάρχαια και πρωταρχική ψυχική ανάγκη του ανθρώπου, πολλούς αιώνες πριν η Τέχνη γίνει και μέσον βιοπορισμού. Και φυσικά η Τέχνη και κυρίως η υποκριτική, πρέπει να αμείβεται με βασικό κριτήριο την αναγνώριση και επιδοκιμασία του κοινού και όχι την άποψη ή τα κριτήρια πολιτικών ή γραφειοκρατών του Υπουργείου Πολιτισμού. Άλλο όμως να αμείβεται ο καλλιτέχνης και άλλο να επιδοτείται, διότι τα επιδόματα δεν εξαρτώνται από καλλιτεχνικά κριτήρια. Αν τα επιδόματα μπορούσαν να γεννήσουν ή να συντηρήσουν την Τέχνη τότε ο κόσμος θα ήταν γεμάτος αριστουργήματα τα οποία όμως σήμερα σπανίζουν και μόνο στα μουσεία απαντώνται.

Το θέμα είναι εξαιρετικά περίπλοκο διότι έχει και πολιτικές και πολιτιστικές αλλά και κοινωνικές παραμέτρους εφόσον αφορά το ψωμί πολλών καλλιτεχνών.

Αν δεν κάνω λάθος το Υπουργείο Πολιτισμού δημιουργήθηκε για πρώτη φορά επι Μελίνας Μερκούρη. Πώς άραγε τα έβγαζε πέρα μέχρι τότε η Τέχνη χωρίς επιδόματα;
Το βέβαιον είναι ότι όποιος φιλοδοξεί να γίνει καλλιτέχνης και να ζήσει από την τέχνη του, πρέπει να συνειδητοποιεί πλήρως ότι πιθανότατα θα αντιμετωπίσει ένα δίλημμα μεταξύ πενίας ή ψώνιου, ή -για να το πω ευγενέστερα- μεταξύ πενίας ή αυτάρεσκης αυταπάτης.

Και το θέμα είναι ποιο θα ενδώσει πρώτο. Η αυταπάτη ή το στομάχι;

Το κακό με τα επιδόματα είναι ότι επιμηκύνουν τη διάρκεια αυτής της διελκυστίνδας ή οποία μου ακούγεται πολύ μελαγχολική και μίζερη.