Την επόμενη Δευτέρα, στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης πρόκειται να εισηγηθεί σχετικά με την αναπροσαρμογή ή μη του κατώτατου μισθού. Γύρω από το θέμα συνδικαλιστικές οργανώσεις και αντιπολίτευση προβάλουν ήδη -και, προφανώς, θα εντείνουν τη ρητορική υπέρ της αύξησης- αίτημα που βρίσκει καθολικά αντίθετες όλες τις εργοδοτικές οργανώσεις.

Ο υπουργός Εργασίας επιφυλάσσεται ως προς την εισήγησή του και περιορίζεται στις τυπικές δηλώσεις ότι, δηλαδή, θα ληφθούν υπόψη όλα τα δεδομένα με τρόπο τεκμηριωμένο και επιστημονικό και με βάση τις αντοχές της οικονομίας. Το βασικό μέγεθος που θα μετρήσει για την απόφαση είναι, ασφαλώς, η ύφεση της οικονομίας το 2020 όπου το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 8,2%.

Με την αβεβαιότητα που δημιουργεί το τέταρτο κύμα του κορωνοϊού η αύξηση του κατώτατου μισθού, δηλαδή του εργασιακού κόστους, θα επιδεινώσει τις οικονομικές συνθήκες και θα αποβεί σε βάρος όχι των μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά κυρίως των μικρομεσαίων, που είναι η πιο ευάλωτη και σκληρά δοκιμασμένη από την κρίση παραγωγική δύναμη.

Οι φωνές του λαϊκισμού φυσικά θα υπερθεματίζουν υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού, επειδή αυτό ηχεί ευχάριστα πολιτικά, ασχέτως των επιπτώσεων που θα έχει στην απασχόληση και στις ΜμΕ. Δυστυχώς, κάθε σκέψη για αύξηση στην παρούσα συγκυρία είναι άκαιρη και θα εξακολουθήσει να είναι μέχρι η οικονομία να ανακάμψει.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Κυβέρνηση πρέπει να περιχαρακωθεί πίσω από τις ιδιαίτερες συνθήκες της συγκυρίας, αλλά και το γεγονός ότι κατά της αύξησης έχουν ταχθεί η Τράπεζα της Ελλάδος, το ΙΟΒΕ και το ΚΕΠΕ. Αντί αυξήσεων μπορούν να υιοθετηθούν φορολογικές ελαφρύνσεις για τους εργαζόμενους, ώστε να βελτιωθεί το εισόδημά τους.