Το 2024, το έλλειμμα του ισοζυγίου των εμπορευμάτων αυξήθηκε στα 34,6 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές σημειώνοντας άνοδο κατά 7,9%. Αυτό σημαίνει ότι η αξία των εισαγωγών ξεπέρασε την αντίστοιχη των εξαγωγών κατά το ποσό των 34,6 δισ. Από τις βασικές αιτίες για τη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος ήταν οι εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, μηχανημάτων και υλικού μεταφορών που συνεισέφεραν κατά περίπου 60%. Η διεύρυνση του ελλείμματος δείχνει ότι ακόμη και η άνοδος των επενδύσεων στην Ελλάδα αυξάνει τις εισαγωγές, αλλά και τις περιορισμένες βιομηχανικές επενδύσεις για την παραγωγή προϊόντων που μπορεί να υποκαταστήσουν εισαγωγές.

Το τμήμα αναλύσεων της Eurobank ανέλυσε το υψηλό εμπορικό έλλειμμα της χώρας, με βάση τα στοιχεία του 2024 και σημειώνει ότι το 55,0% των ελληνικών εξαγωγών εμπορευμάτων οδηγήθηκε σε χώρες των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το υπόλοιπο 45,0% εκτός της ΕΕ, με το 4,8% από αυτές να κατευθύνεται στις ΗΠΑ. Λόγω δομικών παραγόντων, οι εξαγωγές εμπορευμάτων της ελληνικής οικονομίας υπολείπονται των αντίστοιχων εισαγωγών, ενώ το ακριβώς αντίθετο ισχύει στον τομέα των υπηρεσιών. Το έλλειμμα του ισοζυγίου των αγαθών (π.χ. ορυκτά καύσιμα, χημικά προϊόντα, μηχανήματα και υλικό μεταφορών, βιομηχανικά προϊόντα) αντισταθμίζεται σε έναν βαθμό από το πλεόνασμα του ισοζυγίου των υπηρεσιών (π.χ. ταξιδιωτικές υπηρεσίες και σε μικρότερο βαθμό υπηρεσίες μεταφορών). Με δυο λόγια ο τουρισμός, παρά τις εντυπωσιακές επιδόσεις των τελευταίων ετών, δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις απώλειες από την αποβιομηχανοποίηση της χώρας.

Η αξία των εξαγωγών μας μειώθηκε στα 49,9 δισ. σε τρέχουσες τιμές το 2024, από 51,0 δισ. το 2023 (-2,2%). Η αξία των εισαγωγών που έκανε η Ελλάδα αυξήθηκε στα 84,5 δισ. σε τρέχουσες τιμές το 2024, από 83,1 δισ. το 2024 (1,7%). Έτσι η διαφορά ανάμεσα στις εξαγωγές και τις εισαγωγές εμπορευμάτων, διαμορφώθηκε στα 34,6 δισ. ευρώ το 2024, από 32,1 δισ. το 2023 παρουσιάζοντας αύξηση 7,9%.

Οι αναλυτές της Εurobank, αφού εξέτασαν ανά κατηγορία αγαθών τα στοιχεία του 2024, καταλήγουν ότι το εμπορικό έλλειμμα παραμένει σε σχετικά υψηλά επίπεδα λόγω ενός συνδυασμού τεσσάρων παραγόντων και συγκεκριμένα της ισχνής οικονομικής επίδοσης των εμπορικών εταίρων της ελληνικής οικονομίας, της ανόδου των επενδύσεων στην χώρα και γενικότερα της εγχώριας δαπάνης, του χαμηλού βαθμού υποκατάστασης των εισαγωγών με εγχωρίως παραγόμενα αγαθά και της επιβράδυνσης της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας την περίοδο μετά την πανδημία.