Ο Σεπτέμβριος είναι ο μήνας ο οποίος σηματοδοτεί τις αλλαγές, το ξεκίνημα στην εφαρμογή των αποφάσεων που πάρθηκαν καλοκαιριάτικα, ορίζει τη νέα σεζόν, σε πολλούς τομείς, σχεδόν σε όλα τα επίπεδα.

Ο πρώτος μήνας του φθινοπώρου ορίζει τα νέα ξεκινήματα τα οποία -σε πολλές περιπτώσεις- φέρνουν αλλαγές σε ζωές – ναι, ναι, με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Ένας συνάδελφός μου μετακομίζει μέσα στις επόμενες ημέρες, μια άλλη συμμετέχει σε πάνελ τηλεοπτικής εκπομπής, η φίλη μου στέλνει την κόρη της για σπουδές στο εξωτερικό.

Για τη μετακόμιση του φίλου θυμάμαι τα δικά μου και σκέφτομαι το κουβάλημα, τα ενοίκια-εγγύηση, την αλλαγή διεύθυνσης όπου στο καλό πρέπει να τη δηλώσεις. Για τη συμμετοχή σε τηλεοπτικό πάνελ θυμάμαι ότι πολλές φορές στη ζωή σου πρέπει να κάνεις διάφορα για να επιβιώσεις – ok, είναι γνωστό ότι δεν συμπαθώ την τηλεόραση, δεν το κρύβω και ούτε το συζητώ. Για τη φίλη μου που στέλνει την κόρη στο Λονδίνο για σπουδές, έχω να πω πολλά. Αλλά για να μη βγει Μπεν Χουρ το κείμενο, δεν θα γράψω πολλά, θα έχω εγκράτεια…

Η φίλη μου, λοιπόν, το πρωί της Πέμπτης ξεκίνησε με την κόρη της να πάει στο Λονδίνο, εκεί όπου το παιδί θα σπουδάσει – πακέτο με τις αγωνίες του. Προφανώς και θα υπάρξουν πολλοί που θα πουν «υπάρχουν παιδιά που σπουδάζουν σε ελεεινά ΤΕΙ, στην άλλη άκρη της Ελλάδας, και πάνε εκεί με ΚΤΕΛ και συζητάμε για τη φίλη σου που πήγε Λονδίνο αεροπορικώς;». Λες και αυτό που βιώνει η φίλη μου βγαίνει -σε ένα αδιόρατο «ζύγισμα»- λιγότερο σε συναίσθημα από αυτό που νιώθει κάθε γονέας που στέλνει σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα, το παιδί του να σπουδάσει.

Αυτό, λοιπόν, αποτελεί την πρώτη διαπίστωσή μου: δεν έχει σημασία εάν έχεις λεφτά να σπουδάσεις το τέκνο σου στο καλύτερο πανεπιστήμιο του πλανήτη ή σε κάποιο «βατό» πανεπιστημιακό ίδρυμα όπου μπορεί να πάει ο κάθε φοιτητής, ασχέτως του Ε9 των γονέων του. Όταν το παιδί φεύγει από το σπίτι μετατρέπεσαι σε γονέα με άδεια φωλιά – ένας empty nester, που λέμε στο χωριό.

Όταν το παιδί πάει για σπουδές σ’ άλλη Γη, σ’ άλλα μέρη, το βράδυ πριν κοιμηθείς δεν του λες καληνύχτα από κοντά και παίρνεις στο μαξιλάρι σου όλες τις πρακτικές έννοιες που αφορούν εκείνο και εσένα – με αυτή τη σειρά. Από το εάν έφαγε, εάν είναι στεναχωρημένο από τις όποιες δυσκολίες, μέχρι τους δικούς σου διαόλους που λέγονται έξοδα πάσης φύσεως και σε αυτά συμπεριλαμβάνονται οι λογαριασμοί που πρέπει να πληρώσεις για το σπίτι που μένεις, έως τα μπιλιετάκια με τετραψήφια νούμερα τα οποία οφείλεις να εξοφλήσεις για τα δίδακτρα, τη διαμονή του σπλάχνου, για της Παναγιάς τα μάτια – για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Όπου όσα λεφτά κι αν σου φύγουν θα παραμένει ανεκτίμητο το ότι θα ζεις καθημερινά τη συνεχή απώλεια και πως το δίπλα δωμάτιο από το δικό σου, ενώ πριν από λίγες ημέρες έσφυζε από ζωή, θα μένει άδειο και βουβό.

Εδώ, πάλι, θα πεταχτεί κάποιος και θα πει «εντάξει, δεν έφυγε για πάντα, για σπουδές πήγε», και μπορεί να είναι η μεγαλύτερη αλήθεια, αλλά η ψυχή των γονέων ξέρει το πώς θα πρέπει να αντιπαλέψουν την έστω προσωρινή απώλεια. Στο μεταξύ, όσοι δεν το έχουν ζήσει όλο αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν, δεν μπορούν να αντιληφθούν το πώς νιώθουν οι γεννήτορες. Αντίστοιχα, οι… παλαιοί, δηλαδή εκείνοι που το έχουν βιώσει πολλά χρόνια πίσω, ίσως να έχουν ξεχάσει το αίσθημα για το πώς το βίωναν τότε, αφού ο χρόνος έχει τη μαγική ικανότητα να λειαίνει τις όποιες αιχμές του παρελθόντος. Μάλιστα, οι περισσότεροι εξ αυτών, εάν τύχει να θυμηθούν εκείνες τις στιγμές, τα μεταφέρουν και τα διηγούνται λες και πρόκειται για κάποιον άλλον, σαν να μην έφυγε ποτέ το παιδί τους για σπουδές!

Αυτό το κείμενο, λοιπόν, το αφιερώνω στη φίλη μου που ξέρω πολύ καλά όλες τις προσπάθειες που έκανε για να στείλει την κόρη της για σπουδές στο Λονδίνο, γνωρίζοντας ότι δεν είναι καμιά… «πελούσια» η οποία περνά τη ζωή της πίνοντας καφέδες, όλη μέρα, με φίλες της στο Ψυχικό και παίζοντας τένις, αλλά δουλεύοντας πολύ σκληρά, προσπαθώντας να είναι δίπλα στο παιδί της, στα πάντα. Και, μάλιστα, προσπαθώντας πάντα να του δίνει ό,τι μπορούσε, όχι από αυτά που είχε, αλλά από εκείνα που δεν είχε και τα δημιουργούσε από το μηδέν, από την αρχή, αν με καταλαβαίνετε.

Ο Σεπτέμβριος, λοιπόν, φέρνει αλλαγές στις ζωές μας -άλλες λόγω εποχικότητας και μόνο- και άλλες επιτακτικές -εκ των πραγμάτων- στο ξεκίνημα μιας νέας εποχής, εκείνης που έπεται του ξεσαλωμένου καλοκαιριού, φέρνοντας και πάλι όλες τις ευθύνες στα μούτρα σου. Ο Σεπτέμβριος κουβαλάει λίγο από θέρος, λίγο από πρωτοβρόχια -αρκεί να μην πνίγεται ο κόσμος- και ακριβώς έτσι ορίζει τον πρώτο μήνα του φθινοπώρου που έχει μύριες τόσες-όσες υποχρεώσεις, ανάμεσά τους και το να σπουδάσεις το τέκνο σου, με ό,τι αυτό κουβαλά. Κι αφού σας έλεγα για Λονδίνο, ο Βρετανός ποιητής Ρόμπερτ Μπράουνινγκ είχε γράψει: «Το φθινόπωρο μας γοητεύει με τη βουβή του επίκληση να συμπονέσουμε την αποσύνθεσή του». Αν και η συμπόνοια, εν προκειμένω, πρέπει να πάει αποκλειστικά στους γονείς που στέλνουν το παιδί για σπουδές. Empty nesters, κουράγιο…