Αν δείχνει κάτι η αναβολή, για μια εβδομάδα, της προ ημερησίας διατάξεως συζήτησης για τη Δικαιοσύνη, είναι ο προσχηματικός και αποπροσανατολιστικός χαρακτήρας που έχει η κυβερνητική πρωτοβουλία να προκληθεί αντιπαράθεση κορυφής στη Βουλή που ήρθε ως δήθεν «ρελάνς» του Μεγάρου Μαξίμου στις βαριές καταγγελίες για πολιτικές παρεμβάσεις στη λειτουργία της Δικαιοσύνης.

Η επίκληση του τρομοκρατικού χτυπήματος στις Βρυξέλλες δεν είναι διόλου πειστικός λόγος για τη χρονική μετάθεση της κοινοβουλευτικής συζήτησης, διότι αν, πράγματι, ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του είχαν σοβαρά πράγματα να πουν, θα το είχαν κάνει. Και κανένας –πραγματικός ή κατασκευασμένος- αντιπερισπασμός δεν ήταν δυνατόν να τους εμποδίσει.

Μόνον και μόνον, άλλωστε, που οι κυβερνητικοί ιθύνοντες έσπευσαν μετά τη μετάθεση της συζήτησης των αρχηγών, η οποία επρόκειτο να γίνει την Τρίτη, να αναβάλλουν και τη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας που θα συζητούσε τις επίμαχες καταγγελίες, επειδή, λέει, συνέπεσε με την… παραμονή της εθνικής επετείου, δεν δυσκολεύει ούτε τους πλέον αφελείς να αντιληφθούν τις φθηνές σκοπιμότητες που υποκρύπτουν οι χειρισμοί της κυβέρνησης.

Δεν χρειάζεται, επί παραδείγματι, να είναι κάποιος ειδικά πληροφορημένος ή υπερβολικά υποψιασμένος για να αναρωτηθεί τι είναι εκείνο που συνδέει την τόσο σαφή καταγγελία μιας λειτουργού της Θέμιδας κατά ενός μέλους της κυβέρνησης με την περιώνυμη «διαπλοκή», για την οποία, όπως διθυραμβικά προαναγγέλλει ο φιλοκυβερνητικός Τύπος, προτίθεται να μιλήσει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.

Είτε, εξάλλου, γίνει την προσεχή Τρίτη η συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών, είτε αναβληθεί εκ νέου, το επίδικο ζήτημα, το οποίο δεν είναι άλλο από το αν ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης περενέβη στο έργο μιας εισαγγελέως Εφετών για να επηρεάσει τη στάση της σε εκκρεμή υπόθεση, είναι εντελώς ανεξάρτητο και χρήζει διερεύνησης, όποιος και αν έχει δίκιο ή λέει όλη την αλήθεια: η εισαγγελέας ή υπουργός.

Σε μια ευνομούμενη χώρα, μάλιστα, θα περίμενε κανείς ότι η ίδια η κυβέρνηση που δίνει όρκους πίστης στη διαφάνεια θα ήταν εκείνη η οποία, μόλις είδαν το φως οι επίμαχες καταγγελίες, θα έσπευδε να ζητούσε να γίνει έρευνα. Ώστε –αν μη τι άλλο- να αποδείξει ότι δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της στα θέματα που σχετίζονται με τη λειτουργία των θεσμών. Και –γιατί όχι;- να δείξει ότι εννοεί ότι είναι αποφασισμένη να τερματίσει το καθεστώς των παρεμβάσεων που οι ίδιοι ισχυρίζονταν ότι έκαναν οι προκάτοχοί τους.

Όμως, κατά έναν παράδοξο, εκ πρώτης, τρόπο, τουλάχιστον για τους ανυποψίαστους, όχι μόνον δεν μπαίνουν μπροστά για να υπερασπιστούν τη διαφάνεια, αλλά, αντιθέτως, πρωταγωνιστούν σε ένα απίστευτο γαϊτανάκι συγκάλυψης που είναι αποκαλυπτικό των πραγματικών προθέσεων από τις οποίες διακατέχονται και οι οποίες τους οδηγούν στον αποπροσανατολιστικό θόρυβο.

Σε μια άλλη ανάγνωση των πραγμάτων, ωστόσο, όλα τούτα είναι συμβατά με την γενική κατεύθυνση που οι νυν κυβερνώντες, οι οποίοι δείχνουν ότι έχουν βαλθεί να ανατρέψουν όλα όσα ξέρουμε για την άσκηση της πολιτικής. Βλέπετε, το σύνηθες, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, είναι οι κυβερνήσεις να επιδιώκουν τη γαλήνη, την ηρεμία, την καταλλαγή, τη συναίνεση, σε τρόπον ώστε να καταφέρουν να πετύχουν τους στόχους τους οποίους έχουν θέσει. Εν αντιθέσει με τις εκάστοτε αντιπολιτεύσεις που πασχίζουν για την ένταση και την αναταραχή που υπονομεύουν όσους έχουν την ευθύνη της διακυβέρνησης.

Σε παγκόσμια, λοιπόν, πρώτη και, το κυριότερο, σε πείσμα της μεταστροφής την οποία έχουν κάνει σχεδόν στα πάντα –από τις χειροπέδες που άρχισαν να φορούν στους μετανάστες ως την άδεια στους χρυσωρύχους των Σκουριών-, οι ιθύνοντες της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ επιμένουν, αντιπολιτευόμενοι την αντιπολίτευση, να υποδαυλίζουν την ένταση και να πυροδοτούν την παραλυτική σύγκρουση.

Πρόκειται για κινήσεις και πρωτοβουλίες οι οποίες υπακούουν σε μια παραλλαγή της κλασσικής ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή συνταγής για «άρτον και θεάματα» που παραδοσιακά προσφέρουν στις δύσκολες στιγμές τα κάθε λογής καθεστώτα. Όσο μάλιστα μικρότερη είναι η δόση του άρτου που μπορεί να μοιράσουν τόσο μεγαλώνουν τη δοσολογία των θεαμάτων που προσφέρουν στους υπηκόους τους.

Αυτό ακριβώς γίνεται το τελευταίο δεκατετράμηνο με την εμμονική ενασχόληση των κυβερνώντων με τη «διαπλοκή». Είναι, δε, τέτοιο το πάθος τους που δεν τους αφήνει να αντιληφθούν ότι το θέαμα που παρουσιάζουν, με τις περιβόητες «λίστες», είναι πια τόσο πολυπαιγμένο που ελάχιστα συγκινεί το φιλοθεάμον κοινό. Ίσως και επειδή οι εχέφρονες έχουν, μάλλον, βαρεθεί να ακούνε για την «διαπλοκή», η οποία, εκεί που τη μια στιγμή τού λένε ότι «ψυχορραγεί», την αμέσως επόμενη ώρα τού την παρουσιάζουν ως «εφτάψυχη» που… «Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει…».

Σε κάθε περίπτωση, όσος επικοινωνιακός κουρνιαχτός και αν σηκωθεί στο πλαίσιο του έργου υπό τον τίτλο… «Θάνατος στη διαπλοκή», οι πολίτες οι οποίοι σε λίγες μέρες θα δουν τις συντάξεις τους να πετσοκόβονται για μια ακόμη φορά και τους ήδη δυσβάσταχτους φόρους να ανεβαίνουν ακόμη ψηλότερα, πολύ δύσκολα θα συγκινηθούν από την επιλεκτική στοχοποίηση ενός ή, άντε, δύο καναλαρχών.

Ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο δεν θα συγκινηθούν οι πολίτες είναι εξαιτίας του ότι είναι από πενιχρά έως ανύπαρκτα τα αποτελέσματα του υποτιθέμενου αγώνα κατά της διαπλοκής, της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής. Ορισμένοι, μάλιστα, ισχυρίζονται –και θα αποδειχθεί πολύ σύντομα αν είναι έτσι- ότι υπολείπονται αισθητά των αποτελεσμάτων που είχαν οι προηγούμενοι.

Οπότε μάλλον δεν θα αργήσει η ώρα που οι πολίτες θα θυμηθούν το σύνθημα «ξεμπερδεύουμε με το παλιό» με το οποίο κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου. Και τότε, κατά πάσα πιθανότητα, θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα. Ας ευχηθούμε μόνον να είναι κακά ξεμπερδέματα μόνον για την κυβέρνηση και όχι και για τη χώρα…