Το βράδυ της Τετάρτης 29 Ιουνίου, στο επίκεντρο των ερωτήσεων της δημοσκόπησης της Marc, για τον ΑΝΤ1, βρέθηκαν οι καλοκαιρινές διακοπές των Ελλήνων. Από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων στην έρευνα προκύπτουν ενδιαφέροντα στοιχεία για το πόσοι Έλληνες έχουν τη δυνατότητα να πάνε φέτος διακοπές.

Πιο συγκεκριμένα, στην ερώτηση εάν θα πάνε διακοπές τώρα το καλοκαίρι, το 51,6% απάντησε αρνητικά, το 45,3% απάντησε «ναι», με μόλις το 6,5% να πηγαίνει διακοπές περισσότερες ημέρες από ό,τι πέρυσι. Όπως δείχνουν τα στοιχεία, το 64,9% στην ηλικιακή ομάδα 17-34 θα πάνε φέτος διακοπές, ενώ όσο αυξάνεται η ηλικιακή ομάδα μειώνεται και το ποσοστό, με χαρακτηριστικό τούς 65 και άνω που το 63,3 % δεν θα πάει διακοπές αυτή τη χρονιά. Ενώ, πέρυσι, για παράδειγμα, πήγαν…

Την ίδια στιγμή, σε πολλά μέσα μαζικής ενημέρωσης άλλων χωρών, οι τίτλοι από τα ρεπορτάζ συνοψίζονται στο εξής: «Ακριβή Ελλάδα – Για πολλούς ντόπιους οι διακοπές έχουν γίνει απλησίαστες». Αμέσως μετά, αρχίζουν τα παραδείγματα. «Οικογένειες με τόσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα, που ανήκουν στον μέσο όρο στην Ελλάδα, ήθελαν να πάνε διακοπές τον Αύγουστο στο τάδε ελληνικό νησί αλλά το ακύρωσαν, αφού το ξενοδοχείο τους έχει αυξήσει τις τιμές κατά 25% σε σχέση με πέρσι». Στα ίδιο ρεπορτάζ συνεχίζουν γράφοντας πως «τελικά, αντί για το ελληνικό νησί έκλεισαν παραθαλάσσιο ξενοδοχείο στο Ντουμπάι, με 95 ευρώ το βράδυ. Για μία οικογένεια τεσσάρων ατόμων τα αεροπορικά εισιτήρια θα στοιχίσουν περίπου 2.000 ευρώ, αλλά συνολικά οι διακοπές στα Εμιράτα θα τους έρθουν φθηνότερα από τις Κυκλάδες».

Είναι γεγονός πως πολλοί Έλληνες, διαβάζοντας αντίστοιχες ανταποκρίσεις, μπορεί να κραυγάσουν ότι «πρόκειται για ανθελληνικό σχέδιο, για να μην έρθουν φέτος τουρίστες στη χώρα μας, μας πολεμάνε», κ.λπ. Πέραν από αυτές τις αστειότητες, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πως οι τιμές των ξενοδοχείων στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί φέτος, ανά περιπτώσεις, και κατά 100% σε σύγκριση με το 2019 – προ κρίσης. Την ίδια στιγμή ο πληθωρισμός στην Ελλάδα έφτασε στο 11,3% – το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων 30 ετών. Τα πάντα έχουν ακριβύνει, από το ξενοδοχείο μέχρι το φαγητό στην ταβέρνα και το ποτό στο μπαρ ή για ενοκιαζόμενο αυτοκίνητο. Σε όλα αυτά προσθέστε τις υψηλές τιμές της βενζίνης, όπου στα ελληνικά νησιά, σε πολλά πρατήρια, ένα λίτρο βενζίνης σούπερ στοιχίζει πάνω από 2,70 ευρώ.

Δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός αναλυτής για να μπορέσεις να ερμηνεύσεις τα παραπάνω οικονομικά στοιχεία, άλλωστε εδώ στην Ελλάδα -ειδικά μετά την περίοδο της φούσκας που μας έβαλε στα μνημόνια- μάθαμε με τον πιο σκληρό τρόπο το πώς μπορείς να κάνεις κουμάντο στο όποιο μπάτζετ σου. Δεν είναι απαραίτητο να είσαι στατιστικολόγος για να μπορείς να διαχειριστείς τον μισθό σου -αν τον έχεις ακόμα- ο οποίος μειώθηκε από την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ την ίδια στιγμή -το βλέπεις συνεχώς- τα πάντα γύρω μας έγιναν δυσβάσταχτα πιο ακριβά.

Προσωπικά, γνωρίζω πολλούς οι οποίοι ούτε φέτος θα καταφέρουν να πάνε διακοπές. Ξέρω, επίσης, άλλους που θα πάνε διακοπές, σε κάποιο συγγενικό ή φιλικό σπίτι, απλώς για να μπορούν να βουτήξουν, όσο πιο φθηνά γίνεται, σε κάποια θάλασσα ή για να κάτσουν κάτω από ένα πλατάνι. Βλέπετε, μπορεί η αίσθηση αυτού του «κοινοβίου» να σου αποστερεί κάθε ιδιωτικότητα, αλλά -από το να μείνεις σε τέσσερις τοίχους στην πόλη, καλοκαιριάτικα- όλο αυτό αποτελεί μια λύση. Φυσικά «ανάγκης», αφού επί τόσα χρόνια στη χώρα μας κάναμε την ανάγκη φιλοτιμία.

Θα μου πείτε, «αυτό περί φιλοτιμίας συμβαίνει με όλους;», σε μια καθαρά ρητορική ερώτηση, αφού την απάντηση τη γνωρίζουμε επίσης όλοι. Για τους περισσότερους κατοίκους αυτής της χώρας, η απάντηση είναι καταφατική. Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιοι επαγγελματίες του τουρισμού οι οποίοι σερβίρουν καβουροπόδαρα και απαιτούν έναν βασικό μισθό υπαλλήλου, «πουλάνε» ηλιοβασίλεμα έναντι εκατοντάδων ευρώ, λες και στέλνουν διαστημικές αποστολές στον αστέρα του ηλιακού μας συστήματος!

Κάποιος άλλος μπορεί να πει πως «αυτά συμβαίνουν σε κατεξοχήν ακριβά νησιά», αλλά η απάντηση εδώ είναι πως, πια, δεν υπάρχει γεωγραφικός περιορισμός σε εκείνους που προσπαθούν και θα προσπαθήσουν φέτος να βγάλουν τα σπασμένα χρόνων. Υπάρχουν ενσυνείδητοι επαγγελματίες, μη λέμε τα αυτονόητα, αλλά στην ελληνική επικράτεια ζουν ανάμεσά μας και κάποιοι αντιεπαγγελματίες. Είναι εκείνοι που διδάσκουν την «τέχνη» της αρπαχτής, της αισχροκέρδειας, αλλά και της εκβιαστικής συμπεριφοράς. Είναι εκείνοι που θεωρούν τους τουρίστες εύκολα θύματα για να τους πάρουν με το «έτσι θέλω» τα χρήματά τους, αναφωνώντας «δεν πειράζει, αυτοί έχουν». Ανέκαθεν στη χώρα μας υπήρχαν κάποιοι που δυσφημούσαν το brand «Ελλάδα» που με τόσο κόπο οικοδομούν, χρόνια τώρα, πολιτεία, αλλά και συνειδητοποιημένοι επιχειρηματίες του κλάδου, αλλά φέτος το κακό παράγινε.

Οι φετινές διακοπές, για όσους πάνε, θα εξελιχθεί -σε πολλές περιπτώσεις- σε ένα ατέρμονο παιχνίδι καταγγελιών προς τις Αρχές για όλους εκείνους που θα πάνε να ρεφάρουν τη χασούρα άλλων χρόνων. Η Γαλλίδα γνωμικογράφος Anne Barratin, μια πλούσια κυρία -χήρα μεγάλου εμπόρου κρασιών- με αξιόλογο φιλανθρωπικό έργο, είχε πει: «Οι διακοπές έγιναν για τους δραστήριους ανθρώπους, αλλά οι τεμπέληδες είναι οι πρώτοι που επωφελούνται», σε ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες μέσα από τα σύνορά μας.

Αντίστοιχα, ο Αμερικανός συγγραφέας αυτοβοήθειας Jim Rohn είχε υποστηρίξει: «Το βρίσκω εκπληκτικό που οι περισσότεροι άνθρωποι σχεδιάζουν τις διακοπές τους με μεγαλύτερη φροντίδα από αυτήν που σχεδιάζουν τη ζωή τους. Ίσως επειδή η απόδραση είναι ευκολότερη από την αλλαγή».

«Όχι πάντα», είναι η απάντηση, και επίσης όχι πάντα ανέξοδα, στη χώρα όπου κάποιες φορές η ανάγκη δεν κουβαλά καθόλου μέσα της φιλότιμο και στέφει την αρπαχτή ως την απόλυτη θεά του ελληνικού θέρους, με πολλούς πιστούς να την προσκυνάνε, «επαγγελματίες» που δεν έχουν τον Θεό τους. Εδώ όπου πρέπει να έρθει αυτή η αλλαγή, που αναφέρει παραπάνω ο συγγραφέας, στις αντιλήψεις κάποιων και στις συνειδήσεις τους.

Και κάπως έτσι, επειδή αυτή η αλλαγή αργεί, και επειδή ίσως να μην έχεις όρεξη για καταγγελίες και γραφειοκρατία εν μέσω διακοπών, αν έχεις λεφτά, μπορεί να το σκέφτεσαι -τελικά- και για Ντουμπάι.