Τα εκλογικά αποτελέσματα και οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών, στις περισσότερες χώρες της Δύσης, επιβεβαιώνουν την εκτίμηση ότι στην Ευρώπη και την Αμερική η κοινή γνώμη μετατοπίζεται πολιτικά προς την Aκροδεξιά

Η πιο εμφατική επαλήθευση αναμένεται τον προσεχή Ιούνιο στις ευρωεκλογές με επίκεντρο τη Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία και την Aλίς Βάιντελ του AfD στη Γερμανία. Εχουν προηγηθεί η Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία, ο Γκέερτ Βίλντερς στην Ολλανδία, ο Ορμπαν στην Ουγγαρία, η Ρίικα Πούρα στη Φινλανδία.

Η ακροδεξιά στροφή της Ευρώπης έρχεται ως φυσικό επακόλουθο της συνεχιζόμενης αδυναμίας του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει την οξυμένη οικονομική και κοινωνική υποβάθμιση που σχετίζεται καταρχήν με την ύφεση, τον πληθωρισμό, την ακρίβεια, την έξαρση του Μεταναστευτικού, την υποβάθμιση της δημόσιας ασφάλειας και δευτερευόντως τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων του μέσου πολίτη υπέρ των δήθεν ευάλωτων μειονοτήτων. Για πολλές δεκαετίες η ισορροπία ανάμεσα σε Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά, συντηρητικούς, φιλελεύθερους και σοσιαλιστές λειτούργησε ικανοποιητικά. Οι εναλλαγές στην εξουσία πρόσφεραν στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα σχετική οικονομική ευμάρεια, ικανοποιητικό επίπεδο ποιότητας ζωής και αίσθηση αισιοδοξίας για την επόμενη μέρα.

Το status quo ανατράπηκε με την οικονομική κρίση του 2008 και από τότε όλα άλλαξαν. Σχεδόν ταυτόχρονα άρχισε να ανεβαίνει το μεταναστευτικό κύμα προς την Ευρώπη, να δημιουργείται κλίμα ανασφάλειας και απώλειας κοινωνικών παροχών που μέχρι τότε εθεωρούντο δεδομένες. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη έχασε την εμπιστοσύνη της στο πολιτικό σύστημα και κυρίως προς την Αριστερά. Οχι τυχαία και όχι άδικα. Μέχρι τότε τα κόμματα της Κεντροαριστεράς πλειοδοτούσαν με λόγια και πράξεις σε οικονομικές παροχές, εργασιακά δικαιώματα και κοινωνικές παροχές. Σε εκείνους στράφηκαν αρχικά οι πολίτες, όταν είδαν μπροστά τους τα δύσκολα. Μόνο που τα κόμματα εξουσίας στα αριστερά του ευρωπαϊκού πολιτικού χάρτη ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Αιφνιδιάστηκαν και δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις αυξημένες προσδοκίες της κοινωνίας.

Οι συνέπειες της πανδημίας και στη συνέχεια ο οικονομικο-ενεργειακός αντίκτυπος του πολέμου στην Ουκρανία τούς έδωσε τη χαριστική βολή. Ο λόγος τους αποδείχθηκε καθαρός λαϊκισμός, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα, οι λύσεις που πρότειναν κρίθηκαν ανεφάρμοστες και οι πάγιες πολιτικές θέσεις τους ξεχάστηκαν σε μια νύχτα. Στη Γαλλία, στη Βρετανία, στις σκανδιναβικές χώρες σχεδόν ηττήθηκαν στρατηγικά, ενώ στη Γερμανία και στην Ισπανία αναγκάστηκαν να μετακινηθούν… δεξιότερα. Οι υπόλοιποι ριζοσπαστικοποιήθηκαν, ξέχασαν τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και τα προβλήματά τους και αναζήτησαν νέο ρόλο στην υπεράσπιση των μεταναστών και των έξαλλων μειοψηφιών, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.

Παρακολουθώ την αγωνία που εκφράζουν στις δημόσιες τοποθετήσεις οι αριστεροί πολιτικοί ηγέτες για την ακροδεξιά στροφή της Ευρώπης – ανάμεσά τους και ο Αλέξης Τσίπρας. Οχι αδικαιολόγητα, γιατί οι ακρότητες, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία κερδίζουν έδαφος μπροστά στα αδιέξοδα που δημιουργούνται. Μόνο που η άνοδος της Ακροδεξιάς δεν αντιμετωπίζεται ούτε με διαπιστώσεις, ούτε με επιθέσεις και «κατηγορώ» εναντίον εκατομμυρίων απογοητευμένων Ευρωπαίων πολιτών. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο περιορισμός των αιτιών που την προκάλεσαν.

Επί δεκαετίες τώρα ο μέσος πολίτης, δηλαδή η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, στην Ευρώπη και στην Αμερική, αντιμετωπίστηκε με περιφρόνηση. Απογοητευμένος στις ΗΠΑ εξέλεξε τον Τραμπ για πρόεδρο και ετοιμάζεται να το επαναλάβει, ενώ στην Ευρώπη στράφηκε προς την Ακροδεξιά. Η Αριστερά ποτέ δεν αποδέχθηκε τις ανησυχίες του για το μεταναστευτικό κύμα, τη διατάραξη της καθημερινότητας, την αμφισβήτηση των αξιών και των αρχών του, τους φόβους του για την έλλειψη ασφάλειας στον δρόμο, ακόμη και μέσα στο σπίτι του. Αντί να αντιμετωπιστούν τα πραγματικά προβλήματα, χλευάστηκαν και κατηγορήθηκαν άδικα οι πολίτες. Εδώ κρύβεται η απάντηση στο ερώτημα «γιατί η Ευρώπη πάει όλο και δεξιότερα».

Είναι προφανές ότι η Αριστερά το έχασε το παιχνίδι. Η κοινωνία κινείται αλλού, ενώ η ίδια παραμένει πιστή στον λαϊκισμό και τις ιδεοληψίες της. Μιλάει, αλλά σχεδόν κανείς δεν την ακούει, το βλέπουμε και στην Ελλάδα. Ωστόσο, υπάρχει ανάγκη αναχαίτισης του ακροδεξιού εξτρεμισμού. Και αυτόν τον ρόλο μπορεί να τον παίξει μόνο η Κεντροδεξιά.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα για ολόκληρη την Ευρώπη, η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Κατανοεί τις ανησυχίες και τις ανάγκες, χωρίς να καταφεύγει σε ακρότητες. Η πολιτική προσέγγιση μπορεί να χαρακτηριστεί σωστή, αν και καταγράφονται αστοχίες στην υλοποίηση. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα κενά στην εφαρμογή της πολιτικής, το 13% που φαίνεται να μένει δεξιά της κυβέρνησης θα ήταν ακόμη μικρότερο. Χρειάζονται ακόμη εντονότερες προσπάθειες από την κυβέρνηση μέσα στο 2024.