Η ενεργειακή κρίση και ο πληθωρισμός έχουν αφαιρέσει σημαντικό εισόδημα από τα νοικοκυριά και έχουν ανεβάσει το κόστος των επιχειρήσεων, οπότε είναι λογικό τα οικονομικά θέματα να κυριαρχήσουν προεκλογικά.

Επιφανειακά, η πορεία βασικών οικονομικών δεικτών είναι θετική, όπως αντανακλάται στην αύξηση του ΑΕΠ, του «τζίρου» που γίνεται στη χώρα. Αναμένεται, όμως, «προσγείωση», καθώς το κρατικό χρήμα που ξοδεύτηκε στη διάρκεια της πανδημίας και στήριξε την οικονομία δεν θα υπάρχει πια. Είναι επίσης δεδομένο ότι τα πραγματικά εισοδήματα θα μειώνονται, καθώς οι τιμές θα συνεχίζουν να ανεβαίνουν – έστω και με χαμηλότερο ρυθμό, λόγω της μείωσης του πληθωρισμού.

Είναι, επομένως, βέβαιο ότι στην πορεία της χρονιάς η κατάσταση θα γίνει δυσκολότερη. Από την άλλη πλευρά, με τα δεδομένα που έχουμε σήμερα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η προσγείωση θα είναι ομαλή και ότι τα επόμενα 5-7 χρόνια η οικονομία θα «πάει καλά» σε ό,τι αφορά τους βασικούς οικονομικούς δείκτες.

Προβλέπονται σημαντικές εισροές χρημάτων από τα ευρωπαϊκά ταμεία, ενώ, παρά το γεγονός ότι τα επιτόκια θα είναι ψηλά, το ελληνικό Δημόσιο δεν έχει πρόβλημα χρηματοδότησης μέχρι το 2030, λόγω της συμφωνίας που έγινε το 2018 για τη ρύθμιση του χρέους.
Το πιθανότερο επομένως είναι ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα προσγειωθεί ομαλά, που σημαίνει ότι από το 6% πέρυσι θα κινηθεί γύρω στο 1,5%-2% φέτος, ενώ υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να «πιάσει» και 2,5%-3% τα επόμενα χρόνια.

Στο «βάθος», βέβαια, υπάρχει παραγωγικό πρόβλημα, καθώς η οικονομία στηρίζεται σε εισαγωγές και τελικά σε μεγάλο ποσοστό το ελληνικό ΑΕΠ στηρίζει απασχόληση και κέρδη στο εξωτερικό. Η «πίτα» μεγαλώνει, αλλά ένα μεγάλο κομμάτι φεύγει στο εξωτερικό. Οι δείκτες κρύβουν όμως και το γεγονός ότι στην οικονομία υπάρχουν «δύο Ελλάδες».

Η μία Ελλάδα είναι εκείνη που συνδέεται με τις μεγάλες μπίζνες, αλλά και με μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που συνδέονται με τον τουρισμό και άλλους κλάδους που κινούνται ανοδικά. Αυτοί «εισπράττουν» την αύξηση του ΑΕΠ, την «τουριστική άνοιξη» και ωφελούνται από εξελίξεις όπως η σχεδόν βέβαιη αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων, η άνθηση του Χρηματιστηρίου, η αύξηση των εξαγωγών, αλλά και των εισαγωγών.

Αυτή είναι η Ελλάδα που κάθε εορταστικό τριήμερο γεμίζει τους εξοχικούς προορισμούς στους οποίους δημιουργείται αδιαχώρητο από ακριβά αυτοκίνητα και δυσκολεύεσαι να βρεις θέση σε εστιατόριο.

Υπάρχει, όμως, και η άλλη Ελλάδα. Εκείνη των μισθοσυντήρητων και συνταξιούχων, αλλά και των μικροεπιχειρηματιών που δεν συνδέονται με τον τουρισμό. Σε χειρότερη θέση βρίσκονται οι υπάλληλοι του Δημοσίου, οι οποίοι «τιμωρήθηκαν παραδειγματικά» επί μνημονίων για να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες.

Και βέβαια υπάρχει και η «ξεχασμένη» Ελλάδα, εκείνη των ανέργων και των ευάλωτων νοικοκυριών που σύρονται σε ένα οικονομικό περιθώριο το οποίο οδηγεί τους ανθρώπους σε έναν φαύλο κύκλο χωρίς διέξοδο, αλλά ποτέ στον προεκλογικό κύκλο δεν ακούμε κάτι ουσιαστικό γι’ αυτούς.

Πάνω σε αυτή την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα «χτίζουν» και τη στρατηγική τους τα δύο μεγάλα κόμματα και όχι μόνον αυτά.
Η μεν κυβέρνηση προσπαθεί να εστιάσει την αφήγησή της στην «Ελλάδα που κερδίζει», η δε αξιωματική αντιπολίτευση αναδεικνύει την «Ελλάδα που μένει πίσω».

Ασφαλώς, τα πολιτικά κόμματα έχουν ως βασική αποστολή να εκφράζουν τα συμφέροντα διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και να συγκρούονται για την υπεράσπισή τους. Ετσι λειτουργεί το πολιτικό σύστημα.

Αλλά η σημερινή συγκυρία δεν είναι politics as usual.

Η παγκόσμια οικονομία αλλάζει δραστικά και οι ρόλοι ξαναμοιράζονται. Για την Ελλάδα ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας 5-7 ετών, που επιτρέπει να σχεδιαστεί βαθιά οικονομική ανασυγκρότηση, ώστε να ενισχυθεί η ελληνική παραγωγή, αλλά και η κοινωνική συνοχή. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιτευχθεί με μονοσήμαντες πολιτικές και μονοσήμαντες κυβερνήσεις.

Πρέπει να βρεθεί ένας κοινός τόπος, ο οποίος θα αποτελέσει και τη βάση για έναν μακροχρόνιο σχεδιασμό, με βασικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες θα υπηρετήσουν όλες οι επόμενες κυβερνήσεις – κατά προτίμηση κυβερνήσεις συνεργασίας.

Διότι είναι αλήθεια ότι η ελληνική οικονομία δεν θα «πάει πουθενά» χωρίς μια δυναμική επιχειρηματική κοινότητα, με εξωστρεφείς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, αλλά και με μεγάλες διεθνείς εταιρείες ελληνικών συμφερόντων που θα έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα.

Ούτε όμως μπορεί να «στηθεί» μια τέτοια οικονομία όταν το 1/3 της κοινωνίας παλεύει να αποφύγει τη φτώχεια. Δεν μπορούν οι «δύο Ελλάδες» να είναι σε πόλεμο.