Ίσως να μην έχει γίνει ευρέως αντιληπτό αλλά η περιπέτεια στην οποία μας έβαλε η ενεργειακή ακρίβεια και γενικεύτηκε σε όλα τα προϊόντα, δεν είναι κάτι προσωρινό.

Κανείς πλέον δεν πιστεύει σ΄ εκείνο το αφήγημα που ακούγαμε το φθινόπωρο από διάφορους αξιωματούχους Έλληνες και Ευρωπαίους πως η ακρίβεια και ο πληθωρισμός θα αρχίσουν να υποχωρούν από την Άνοιξη. Σήμερα δεν υπάρχουν τέτοιες εκτιμήσεις από κανένα και όλοι τρέμουν στην ιδέα πως κι αν ακόμα σταματήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι τιμές δεν πρόκειται να εκλογικευτούν στο ορατό μέλλον. Η παγκόσμια οικονομία και πολύ περισσότερο η Ευρωπαϊκή, μπήκαν σε ένα σκοτεινό τούνελ στο οποίο δεν φαίνεται κανένα φως επί του παρόντος. Το ένα κακό σενάριο διαδέχεται κάποιο χειρότερο και οι λαοί καλούνται να βιώσουν μια οικονομική κρίση πολύ χειρότερη απ’ όλες τις προηγούμενες, μηδέ εξαιρουμένης της ενεργειακής κρίσης του 1973 που άλλαξε τις δομές της παγκόσμιας οικονομίας όπως τις είχε γνωρίσει μέχρι τότε η ανθρωπότητα.

Οι κυβερνήσεις πλέον μοιάζουν αδύναμες να διαχειριστούν την κατάσταση και τα όποια μέτρα λαμβάνουν μοιάζουν με ασπιρίνες σε μια βαριά αρρώστια. Τα σχέδια απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο και τα ορυκτά καύσιμα γενικώς και η στροφή σε άλλες μορφές ενέργειας, όπως οι ανανεώσιμες, είναι τόσο μακροπρόθεσμες που ζήσε, Μάη μου!

Και τούτο γιατί οι λύσεις που απαιτούνται είναι για το σήμερα και όχι μετά από 10 χρόνια. Το ζήτημα είναι πως μπορούν να σταθούν οι οικονομίες και οι άνθρωποι τώρα και πως θα απαλλαγούν από αυτό το τεράστιο κόστος στην καθημερινότητα και την επιβίωσή τους που έχει φορτωθεί από την ενεργειακή κρίση χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουμε σε ακραίες λύσεις και επιστροφή στις αρχές του εικοστού αιώνα όταν ξεκινούσε δειλά-δειλά ο μαζικός εξηλεκτρισμός και η μαζική χρήση ορυκτών καυσίμων για την αυτοκίνηση.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση επί του παρόντος μοιάζει να μην έχει αντιληφθεί το μέγεθος της οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες μέλη της ούτε μπορεί να εκτιμήσει τα μελλούμενα και άφησε τις εθνικές κυβερνήσεις να αυτενεργούν με βάση τις δυνατότητες των προϋπολογισμών τους. Λες και το πρόβλημα δεν είναι κοινό και το πλήγμα στα εισοδήματα όλων των Ευρωπαίων δεν είναι βαρύτατο.

Όταν προέκυψε η πανδημία, ήταν ίσως η πρώτη φορά που έδρασε σχεδόν ακαριαία και πήρε σημαντικές αποφάσεις τόσο για τα εμβόλια όσο και κυρίως με τη συγκρότηση του Ταμείου Ανάκαμψης για να στηρίξει της οικονομίες των χωρών μελών για να μη καταρρεύσουν υπό το βάρος των lock down. Δόθηκαν οι εγγυήσεις, βρέθηκαν τα λεφτά και όλα θα πήγαιναν πρίμα μετά την πανδημία, με ισχυρή ανάκαμψη και ανάπτυξη σε όλη την Ευρώπη, αν στο μεταξύ δεν προέκυπτε η ενεργειακή κρίση και στη συνέχεια η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Σήμερα, αυτή η νέα κρίση που μας βάζει και πάλι σε αχαρτογράφητα νερά, δεν θα μπορούσε να ληφθεί πάραυτα μια απόφαση για ένα νέο Ταμείο Ανάκαμψης που στόχο θα είχε να απορροφήσει αυτές τις τεράστιες αυξήσεις στην ενέργεια για να μη βυθιστεί σε ύφεση και στασιμοπληθωρισμό όλη η Ευρώπη με συνέπειες και κόστος που θα είναι απείρως μεγαλύτερο αν αφεθεί η κατάσταση ως έχει;

Είναι άραγε έτοιμη η Ευρώπη να δει την παραγωγή της, από τον πρωτογενή τομέα, ως τη βιομηχανική, να μειώνεται κατά 10-20 %, να κλείνουν οι επιχειρήσεις η μια μετά την άλλη, να χάνονται εκατομμύρια θέσεις εργασίας, να πέφτει κάθετα η κατανάλωση και το βιοτικό επίπεδο των Ευρωπαίων, να εκτινάσσονται τα ελλείμματα, να ακριβαίνει ο δανεισμός και να περιδινίζεται ολόκληρη η ήπειρος σε μια υφεσιακή δίνη;

Προφανώς όχι. Εδώ όπως ομολογούν οι κυβερνήσεις, δεν θα μπορέσουν να αντέξουν καν, ένα ακόμα χειμώνα με αυτές τις τιμές πόσο μάλιστα αν αυτή η ακρίβεια μείνει ατιθάσευτη επί μακρόν.

Επομένως η ανάγκη για συλλογικές αποφάσεις και δράσεις μέσα στους κόλπους της ΕΕ είναι αδήριτη και δεν σηκώνει άλλες αναβολές και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις ή μικροεθνικές πολιτικές γιατί στο τέλος δεν πρόκειται κανείς να ξεφύγει από τις επιπτώσεις αυτού του πληθωριστικού και υφεσιακού Αρμαγεδδώνα.