Μετά από μία δεκαετία μνημονίων, μια ενεργειακή κρίση, μία πανδημία και μια… παρατεταμένη ακρίβεια, οι Έλληνες αναγκάζονται να στερηθούν πολλά για να ζήσουν λίγο καλύτερα.

Πολλά νοικοκυριά που βασίζονται σε επιδόματα γιατί ανήκουν στους οικονομικά ασθενείς, άλλα που ανήκουν στη μεσαία τάξη και τα βγάζουν πέρα με μισθούς ή επιχειρηματικούς τζίρους, αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα: δεν μπορούν να ζήσουν όπως θέλουν και σε ορισμένες περιπτώσεις… όπως πρέπει!

Έλληνες πολίτες που ανήκουν στις δύο χαρακτηριστικές κατηγορίες νοικοκυριών, δηλαδή στους φτωχούς – ευάλωτους και στη μεσαία τάξη συνεχίζουν να ζουν με στερήσεις και να αναπροσαρμόζουν τις αγορές και τις συνήθειές τους για να τα βγάλουν πέρα μήνα με τον μήνα. Τα τελευταία στοιχεία της στατιστικής δημιουργούν προβληματισμό αν όχι ανησυχία…

Στις λεγόμενες ευάλωτες κατηγορίες, οι 4 στους 5 ζουν στενάχωρα, σε μικρό σπίτι, δεν μπορούν να φάνε -κάθε δεύτερη μέρα- κρέας, κοτόπουλο, ψάρι ή λαχανικά, δεν έχουν επαρκή θέρμανση τον χειμώνα, ενώ κάποιο δάνειό τους έχει κοκκινίσει. Επίσης, τα φτωχά νοικοκυριά δηλώνουν αδυναμία να τα βγάλουν πέρα με τους λογαριασμούς ρεύματος, φυσικού αερίου, νερό κ.λπ. Μόνο οι 2 στους 5 μπορούν να πληρώσουν τις ΔΕΚΟ, ενώ οι 4 στους 5 φτάνουν στο τέλος του μήνα με άδειο πορτοφόλι.

Πάμε τώρα και στη λεγόμενη μεσαία τάξη, δηλαδή στα νοικοκυριά όπου, συνήθως, δουλεύουν και οι δύο γονείς, για να χουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα. Και σ’ αυτή την περίπτωση τα νούμερα δεν είναι ικανοποιητικά: οι 2 στους 5 και δεν μπορούν να καλύψουν έκτακτες ανάγκες και δεν μπορούν να πάνε διακοπές μια ολόκληρη εβδομάδα, ενώ 3 στους 10 δεν έχουν ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα. Επίσης, οι 3 στους 10 δεν τα βγάζουν πέρα με το κόστος στέγασης και δεν μπορούν να πληρώσουν το δάνειο στην τράπεζά τους.

Δύσκολα βγαίνει ο μήνας

Η εικόνα αυτή που διαμορφώνεται μέσα από τις συνθήκες διαβίωσης και τις καταναλωτικές συνήθειες των νοικοκυριών (όπως τις καταγράφει η ΕΛΣΤΑΤ) αποτυπώνει με ανάγλυφο τρόπο το πρόβλημα της συνεχιζόμενης ακριβείας και την αδυναμία ουσιαστικής αύξησης του βιοτικού επιπέδου παρά τα έκτακτα και στοχευμένα μέτρα στήριξης. Δείχνουν μια διαφορετική εικόνα καθημερινότητας από τις σημαντικές δημοσιονομικές επιδόσεις της εθνικής οικονομίας που προβάλλει η κυβέρνηση με σημαντικό θετικό αντίκτυπο στις διεθνείς αγορές.

Στο εσωτερικό της χώρας και υπό συνθήκες ύφεσης αλλά και σε συνθήκες ανάπτυξης, αρκετοί πολίτες καλούνται να αναπροσαρμόσουν τις συνήθειές τους για να βγει ο μήνας, είτε με το ελάχιστο επίδομα είτε με τον κατώτατο ή και με έναν μέσο μισθό.

Αναλύοντας τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (σύνολο 2023) προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:

■ Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιοί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 26,9% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 24% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 39,6% για τον φτωχό πληθυσμό.

■ Το 38,1% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει ότι στερείται διατροφή που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη μέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού εκτιμάται σε 4,5%.

■ Το 77,3% του φτωχού πληθυσμού και το 36,6% του μη φτωχού δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες, ύψους περίπου 438 ευρώ.

■ Το 82,8% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει αδυναμία πληρωμής μιας εβδομάδας διακοπών. Το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού ανέρχεται σε 33,8%.

■ Το 39,7% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού ανέρχεται σε 14,4%.

■ Το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 28,5%, ενώ το ποσοστό για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό είναι 86,3% και 15,1%, αντίστοιχα.

■ Το 31,4% του πληθυσμού που έχει λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων. Το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται σε 51,3% για τον φτωχό πληθυσμό και σε 28,5% για τον μη φτωχό πληθυσμό.

■ Το 64,7% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου κ.λπ., ενώ για τον μη φτωχό πληθυσμό το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 24,9%.

■ Το 72,6% του φτωχού πληθυσμού και το 28,3% των μη φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.

■ Το 26,9% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμός, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 58,4% και 19,8%.

■ Το 34,7% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι. Το ποσοστό εκτιμάται στο 67,6% για τον φτωχό πληθυσμό και στο 27,2% για τον μη φτωχό πληθυσμό.

Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 826.639 σε σύνολο 4.304.193 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.929.761 στο σύνολο των 10.202.862 του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας. Επίσης, ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (επιδόματα) για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 21,8%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022 (22,4%), ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18-64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 18,6% (18,9% το 2022) και 17,6% (15,8% το 2022), αντίστοιχα.

Διαβάστε ακόμη

ΣΕΒ – ΕΥ: Οι 12+1 προτάσεις για ακόμα πιο ισχυρή και ανταγωνιστική βιομηχανία

Η Σακελλαροπούλου με τον καπετάν Παναγιώτη Τσάκο στην Ουρουγουάη (pics)

ΑΑΔΕ: Στα €1,73 δισ. οι οφειλές στην Εφορία το πρώτο δίμηνο

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ