Τη βδομάδα που πέρασε “γιορτάσαμε” τη “μέρα γυναίκας” και συγχρόνως, συγκυριακά αλλά διόλου συμπτωματικά, συνέβησαν μια σειρά από γεγονότα που θύμισαν σε όλους την απόσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τα ωραία λόγια ή τις καλές προθέσεις.

Έρευνες με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ενός χρόνου από την έναρξη μέτρων κατά της πανδημίας έδειξαν ότι σε αυτό το διάστημα μεγάλωσαν οι ανισότητες κατά των γυναικών. Η συμπλήρωση επίσης ενός χρόνου (όλες οι επέτειοι μαζεμένες) από την εισβολή στο σπίτι και το φόνο της Μπριόνα Τέιλορ, μιας νεαρής μαύρης γυναίκας στο Λονδίνο, συνέπεσε με τη δολοφονία, στην ίδια πόλη, της Σάρα Εβεραρντ, μιας νεαρής λευκής γυναίκας, που το μόνο της “λάθος” ήταν ότι αποφάσισε να γυρίσει με τα πόδια το βράδυ στο σπίτι της’ το αποκρουστικό αυτό έγκλημα, για το οποίο βασικός ύποπτος είναι ένας αστυνομικός, προκάλεσε ένα αυθόρμητο κύμα συμπαράστασης αλλά και μια ακατονόητη, κι εξίσου αποκρουστική, αντίδραση της αστυνομίας, που χρησιμοποίησε βία για να διαλύσει τους συγκεντρωμένους, κυρίως γυναίκες’ στις ΗΠΑ (υπόθεση του κυβερνήτη της Νέας Υόρκης) και στην Αυστραλία (υπόθεση άσκησης σεξουαλικής βίας από βουλευτές) συνέβησαν περιστατικά, από τα πολλά παγκοσμίως, που θύμισαν τη συχνή αντιμετώπιση των γυναικών ως αντικειμένων, ιδίως από ισχυρούς, λόγω πλούτου ή αξιώματος, άνδρες.

Το γεγονός ότι τα παραπάνω περιστατικά συνέβησαν σε χώρες εκτός Ευρωπαικής Ένωσης κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι το ζήτημα δεν αφορά την Ευρωπαική Ένωση ή ότι η Ευρωπαική Ένωση το αντιμετωπίζει αποτελεσματικά. Εκτός από το ότι δεν λείπουν, με πρώτη τη χώρα μας, οι ανατριχιαστικές αποκαλύψεις και τα κινήματα me too, τα στοιχεία δείχνουν ότι και η θέση της γυναίκας γενικώς και τα περιστατικά βίας κατά γυναικών δεν είναι σε τόσο καλύτερο επίπεδο όσο θα απαιτούσε η δημοκρατική παράδοση αλλά και κάποιες νομοθετικές προσπάθειες εντός της Ένωσης.

Ενώ το πρόβλημα της ανισότητας κατά των γυναικών έχει ως βασικές διαστάσεις την πολιτιστική -σαν οι ανισότητες να ήταν κάτι φυσιολογικό- και την παροχή ίσων ευκαιριών -στην αγορά εργασίας αλλά και γενικότερα ως προς την θέση στην κοινωνία-, το μεγαλύτερο βάρος έχει δοθεί σε διοικητικού χαρακτήρα μέτρα, όπως οι ποσοστώσεις υπέρ των γυναικών, που βοηθούν, αλλά δεν αντιμετωπίζουν το κακό στη ρίζα του.

Δυο, και με αυτή τη σειρά, θα έπρεπε να είναι οι προτεραιότητες -και θα έπρεπε, μάλιστα, εδώ και καιρό, να είχαν καταστεί προτεραιότητες ολόκληρης της κοινής ευρωπαικής προσπάθειας: το ξερίζωμα της βίας κατά των γυναικών και πολιτικές για τη διευκόλυνση της ένταξης και δίκαιας εξέλιξης στην αγορά εργασίας. Ως προς το πρώτο, είναι αναγκαίος ένας συνδυασμός εκπαίδευσης -όχι μόνο στο σχολείο- και αυστηροποίησης στην πρόληψη, την καταστολή και την τιμωρία εγκλημάτων ή συμπεριφοράς βίας κατά των γυναικών. Όχι μισόλογα, ελαφρυντικά και κουκουλώματα, κι όπου ενδεχομένως συμβαίνουν κουκουλώματα, αυστηρότατη, πολιτική και ποινική, πάταξη τους, μόλις βγουν στην επιφάνεια. Ειδικά για την Ευρώπη, δεν είναι αποδεκτό να γυρνά το πλευρό και να ξανακοιμάται όταν συμβαίνουν τέτοια περιστατικά, ούτε να επιτρέπει στις χώρες μέλη της να κρύβονται πίσω από οποιεσδήποτε “πολιτιστικές” ιδιαιτερότητες.

Δεν δικαιολογείται επίσης η Ευρώπη, παρά τις τόσες υπέρ της ισότητας των φύλων διακηρύξεις, ξεκινώντας από τις ίδιες τις Συνθήκες και τους σχετικούς με τα ανθρώπινα δικαιώματα δεσμευτικούς κανόνες, να μην έχει βελτιώσει αισθητά την πρόσβαση των γυναικών στην εργασία και, ιδίως, την ίση αμοιβή για ίση εργασία. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι τόσο από πλευράς κράτους δικαίου, όσο και από την άποψη των οικονομικών επιδόσεων, η υπό ίσους όρους ένταξη και επιβράβευση των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι αναγκαία κι επωφελής.

Κι εδώ απαιτείται συντονισμένη προσπάθεια σε παιδαγωγικό – η βελτίωση της πρόσβασης των κοριτσιών στην εκπαίδευση δεν έχει μειώσει στο βαθμό που θα έπρεπε τις σε βάρος των γυναικών προκαταλήψεις στο επαγγελματικό πεδίο- και σε νομοθετικό επίπεδο. Αλλά και αλλαγή αντίληψης: δεν είναι η επιλογή μιας φον ντερ Λάιεν και μιας Λαγκάρντ στα ανώτατα αξιώματα που κάνει τη διαφορά, αλλά η δημιουργία της πεποίθησης, σήμερα, σε πολλές νεαρές δυνάμει Λάιεν και Λαγκάρντ ότι, αν έχουν προσόντα, παλέψουν κι ευνοηθούν κι από τη συγκυρία, θα μπορέσουν να φτάσουν όσο ψηλά, και με όσο φυσικό τρόπο, τους αξίζει. Κι ότι, αν φτάσουν πολύ ψηλά, δεν θα αποτελούν ούτε εξαιρέσεις, ούτε φύλλα συκής για μια συλλογική αποτυχία. Γιατί δεν υπάρχει Ευρώπη χωρίς ισότητα και δεν υπάρχει ισότητα όπου ανθίστανται οι διακρίσεις και γίνεται αποδεκτή η βία λόγω φύλου.