Ο πάντοτε απαισιόδοξος Ν. Ρουμπινί δήλωσε πρόσφατα ότι, εκτός της SVB που κατέρρευσε, πολλές άλλες τράπεζες θα έχαναν το ένα τρίτο έως το μισό του κεφαλαίου τους αν αναγκάζονταν να αναλάβουν τις ζημιές από τα ομόλογα. Το περασμένο Σάββατο, δημοσίευμα των Νew York Times ανέφερε ότι -με βάση στοιχεία της 31.12.2022- αν η αποτίμηση των τίτλων που κατέχουν οι αμερικανικές τράπεζες γινόταν σε τρέχουσες τιμές τότε θα προέκυπταν ζημίες 620 δισ. δολαρίων.

Αυτό είναι το πρόβλημα που πυροδοτεί την τραπεζική κρίση στον κόσμο. Οι κεντρικές τράπεζες, έντρομες από τον πληθωρισμό, αύξησαν τα επιτόκια κατά επιθετικό τρόπο κι όσοι ήταν “τεντωμένοι” δεν μπορούν να επιβιώσουν στο νέο περιβάλλον. Το τραπεζικό σύστημα βρέθηκε αντιμέτωπο με μια κρίση ρευστότητας, καθώς τα ομόλογα στα οποία οι τράπεζες τοποθετούσαν ως τώρα τα χρήματά τους έχουν πολύ χαμηλές αποδόσεις και έχουν χάσει ένα μέρος της ονομαστικής αξίας τους αν τα ρευστοποιήσουν.

Αντίθετα, αν οι τράπεζες είναι σε θέση να κρατήσουν τα ομόλογα ως τη λήξη τους, δεν θα χάσουν το κεφάλαιό τους. Και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά της σημερινής κρίσης από αυτήν του 2008. Τότε το πρόβλημα προέκυψε από δάνεια και δομημένα προϊόντα αμφίβολης αξίας. Τώρα προκύπτει από κρατικά και εταιρικά ομόλογα τα οποία έχουν αξία κι όποιος έχει αντοχές να τα κρατήσει ως τη λήξη τους θα πάρει πίσω το κεφάλαιό του.

Η βασική άμυνα του τραπεζικού συστήματος σε αυτήν την καταιγίδα είναι η ρευστότητα, δηλαδή οι καταθέσεις. Οι κεφαλαιακές επάρκειες, οι υψηλοί δείκτες κ.λπ. είναι εργαλεία που έχουν σημασία μόνον για τους επόπτες. Αν σε αυτή τη συγκυρία οι αγορές αρχίσουν να κοιτάνε στραβά μια τράπεζα, η κατάρρευσή της είναι ζήτημα χρόνου. Η Credit Suisse, που κατέρρευσε αξιολογημένη με investment grade, το πρωί έλεγε πως δεν θέλει βοήθεια και το απόγευμα της ίδιας ημέρας ικέτευε την κεντρική τράπεζα να ανοίξει μια χρηματοδοτική γραμμή.

Το μοναδικό σωσίβιο στην κρίση είναι η ρευστότητα. Όποια τράπεζα έχει ευρεία καταθετική βάση που της επιτρέπει να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της, διακρατεί τα ομόλογα στο χαρτοφυλάκιό της ως τη λήξη τους και εισπράττει στην ωρίμανσή τους. Για αυτό και οι Αρχές σε ΗΠΑ και Ελβετία αντέδρασαν πολύ σωστά βάζοντας το χέρι στην τσέπη από την πρώτη στιγμή. Έχει ζωτική σημασία να διατηρηθεί η ηρεμία ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ενός bank run. Αν διαταραχθεί η αίσθηση της εμπιστοσύνης τα αναχώματα είναι αμφίβολα, όπως άλλωστε απέδειξε το γεγονός ότι, σε 11 μόλις ημέρες, κατέρρευσαν τέσσερις τράπεζες.

Οι τράπεζες, για να ενισχύουν τα επίπεδα ρευστότητάς τους, περιορίζουν σημαντικά τις δανειοδοτήσεις. Αυξάνουν τα επίπεδα ρευστότητας μέχρι να φανεί ότι η κρίση εκτονώνεται. Αυτή η στοιχειώδης πρακτική επιβίωσης προφανώς επιβραδύνει την οικονομία και κατά συνέπεια τον πληθωρισμό. Έτσι, οι κεντρικοί τραπεζίτες διορθώνουν το λάθος που έκαναν τόσα χρόνια με την υιοθέτηση μηδενικών επιτοκίων, με τη δημιουργία μιας τραπεζικής κρίσης που συρρικνώνει την οικονομία και κάμπτει τις πληθωριστικές πιέσεις. Τους επόμενους μήνες η μείωση των χρηματοδοτήσεων θα αρχίσει να αποτυπώνεται στην οικονομία, ο πληθωρισμός θα υποχωρεί, οπότε οι κεντρικές τράπεζες θα μπορούν να σταματήσουν ή και να περιορίσουν την άνοδο των επιτοκίων. Ο κίνδυνος βέβαια είναι ότι οι κρίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν είναι ούτε ελεγχόμενες, ούτε προβλέψιμες.