Οσο οι δημοσκοπήσεις δείχνουν την «αδιευκρίνιστη ψή­φο» στα ύψη, ασφαλείς προβλέψεις για το πότε και τι κυβέρνηση θα έχουμε δεν μπορούν να γίνουν. Υπό κανονικές προεκλογικές συνθήκες, η γκρίζα ζώνη του «λευκού», του «άκυρου» και της αποχής θα έβαινε τώρα μειούμενη και άρα οι εκτιμήσεις θα ήταν ευκολότερες

Η τραγωδία στα Τέμπη φούσκωσε το κύμα των αναποφάσιστων και έκανε δυσκολότερη την εκλογική εξίσωση της 21ης Μαΐου. Οι πιο αξιόπιστες αναλύσεις των γκάλοπ δείχνουν ότι ο αριθμός των αναποφάσιστων βρίσκεται κοντά στο 15% του εκλογικού σώματος και προέρχεται αφενός από νέους σε ηλικία και αφετέρου από δυσαρεστημένους ψηφοφόρους της Ν.Δ. Δηλαδή το τμήμα των ψηφοφόρων που θα κρίνει την αυτοδυναμία ή την κυβερνητική συνεργασία των κομμάτων είναι τώρα διεκδικούμενο απ’ όλους.

Το ερώτημα είναι αν θα επιστρέψουν στη Ν.Δ., αν θα αναζητήσουν αλλού πολιτική έκφραση ή αν θα μείνουν στο σπίτι τους.

Η ψήφος είναι ουσιαστικά το πιο ισχυρό όπλο που έχει στα χέρια του ο πολίτης για να παρέμβει και να αποφασίσει ποιος και πώς θα τον κυβερνήσει. Στη Δημοκρατία κάθε επιλογή είναι αποδεκτή, «ο λαός έχει πάντα δίκιο», αλλά έχει και την ευθύνη της ψήφου του, τα αποτελέσματα της οποίας «εισπράττει» ο ίδιος και το κοινωνικό σύνολο.

Υπό αυτή την έννοια μοιάζει «περιττή πολυτέλεια» για την εποχή που περνάμε και τα δύσκολα που έχουμε μπροστά μας η λεγόμενη «τιμωρητική ψήφος» που ξαναμπήκε δυναμικά στον δημόσιο -και διαδικτυακό- διάλογο. Ακόμη και αν παίρνει τη χροιά της «αντισυστημικής ψήφου», όσο δεν απαντά στο ερώτημα «πώς και από ποιους θα κυβερνηθεί η χώρα», είναι μια χαμένη ψήφος που δεν προσφέρει λύσεις, αλλά μας βάζει συλλογικά σε περιπέτειες.

Η τελευταία φορά που η τάση της «τιμωρητικής – αντισυστημικής ψήφου» καθόρισε το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν στις δίδυμες εκλογές του 2012. Οποιος πιστεύει ότι εκείνο το απίθανο πολιτικό μωσαϊκό βοήθησε τη χώρα, ας θυμηθεί όσα ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια. Και αν δεν υπήρχε η συνεργασία-έκπληξη Σαμαρά με Βενιζέλο, οι οποίοι βούτηξαν στα βαθιά, αχαρτογράφητα και επικίνδυνα νερά του «ιστορικού συνασπισμού» κανείς δεν ξέρει τι θα γινόταν.

 Δεν νομίζω ότι η χώρα έχει λόγους να ξαναμπεί σε μια ανάλογη περιπέτεια. Η επισήμανση ότι το πολιτικό και κοινοβουλευτικό χάος είναι μια επικίνδυνη κατάσταση σε καμία περίπτωση δεν υποδηλώνει προτροπή υπέρ του ενός ή του άλλου. Προφανώς η πρόθεση του ψηφοφόρου να… τιμωρήσει ένα κόμμα είναι αποδεκτή επιλογή, αλλά με μία προϋπόθεση: να συνοδεύεται από πρόταση διακυβέρνησης του τόπου.

Με λίγα λόγια, όταν κάποιος δεν είναι ικανοποιημένος από την κυβέρνηση, την τιμωρεί για τα λάθη της ή τις παραλείψεις της, αλλά προσφέρει την ευκαιρία της εξουσίας στο αντίπαλο κόμμα με την ελπίδα ότι θα τα πάει καλύτερα. Δεν μπορεί η απόρριψη του ενός να μη συμπεριλαμβάνει την έκφραση εμπιστοσύνης στον άλλο. Στο κάτω-κάτω, τα κόμματα είναι μηχανισμοί εξουσίας και ως μηχανισμοί εξουσίας πρέπει να αντιμετωπίζονται. Το καλύτερο αντικαθιστά το χειρότερο και το νέο το παλιό, αλλά κενό δεν μπορεί να υπάρξει.

Ενα μεγάλο μέρος των αναποφάσιστων σήμερα προέρχεται από ψηφοφόρους που το 2019 στήριξαν με την ψήφο τους τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Πρόκειται για πολίτες που δεν έμειναν ικανοποιημένοι από τη σημερινή κυβέρνηση γιατί δεν διαχειρίστηκε αποτελεσματικά τα προβλήματα ή δεν τους άρεσε το «ύφος της εξουσίας» ή δεν υλοποιήθηκαν οι προσωπικές τους προσδοκίες.

Είναι ανθρώπινο να θέλουν να «τιμωρήσουν» την κυβέρνηση γι’ αυτές τις αστοχίες, αλλά ποια μπορεί να είναι η εναλλακτική επιλογή; Πάντως όχι η αποχή, ούτε τα ρετάλια της κεντροδεξιάς παράταξης που έμειναν εκτός πολιτικού νυμφώνος επειδή απέτυχαν αν και δοκιμάστηκαν ξανά και ξανά και τα οποία τώρα δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν εκτός από την εκδικητική μανία τους και την ευτέλεια.

Ούτε φυσικά οι λαϊκιστές, τα ναζιστικά μορφώματα ή οι πολιτικοί απατεώνες. Η κοινωνία χρειάζεται στόχους για την επόμενη μέρα και πρόγραμμα διακυβέρνησης. Ας σκεφτούμε ποιοι τα προσφέρουν και ας διαλέξουμε κάποιον.