Λίγες εβδομάδες πριν από τη δική μας αναμέτρηση, είχαμε αυτό το Σαββατοκύριακο εκλογές σε δυο άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης: τη Φινλανδία και τη Βουλγαρία. Κι αν το αποτέλεσμα στη γειτονική χώρα, απειλεί ή προοιωνίζεται, λόγω απλής αναλογικής, πέμπτο αδιέξοδο σε δυο χρόνια –οι συσχετισμοί αλλάζουν ελάχιστα από εκλογή σε εκλογή, το δεξιό κόμμα του πρώην Πρωθυπουργού και το κεντρώο των αντιπάλων του βρίσκονται σε μόνιμη «ισορροπία του τρόμου», η χώρα μένει ουσιαστικά ακυβέρνητη και οι μόνοι που ενισχύονται είναι οι (φιλορώσοι) εθνικιστές-, η εξέλιξη στη Φινλανδία ξάφνιασε αρκετά, λόγω του ότι η διεθνής αναγνωρισιμότητα της απερχόμενης Πρωθυπουργού Σάνα Μαρίν δεν συνοδεύτηκε από εκλογική νίκη. Υποφώσκει όμως, ίσως, μια γενικότερη τάση.

Η τάση αυτή έχει να κάνει με την οικονομία, και πιο συγκεκριμένα με τον τρόπο που την αντιλαμβάνονται και την αξιολογούν κάποιες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η νεαρή σοσιαλδημοκράτης Πρωθυπουργός τα πήγε, κατά γενική ομολογία, καλά στη σχεδόν διετή θητεία της: ηγήθηκε χωρίς τριγμούς ενός αρκετά ετερόκλητου συνασπισμού, αναδείχθηκε, χάρις στη νεότητα, την ενεργητικότητα και την αποφασιστικότητα της, σε ένα παγκοσμίως, αλλά και εντός της χώρας της, δημοφιλές, σχεδόν παραδειγματικό, πολιτικό πρόσωπο, έπεισε τους συμπατριώτες της και άλλους γειτονικούς λαούς και ηγέτες να ασπαστούν την ανοιχτή και θερμή υποστήριξη της Ουκρανίας και την εισδοχή της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, πήρε απτά μέτρα για την ισότητα, τις συνθήκες εργασίας, τη βελτίωση της θέσης των γυναικών. Κι όμως, στις εκλογές της 2ης Απριλίου το κόμμα της ήρθε τρίτο, κοντά μεν αλλά πίσω και από το συντηρητικό και από το εθνικιστικό-αντιμεταναστευτικό κόμμα. Κι ετοιμάζεται, στα 37 της, να αποχαιρετίσει την Πρωθυπουργία -ίσως όμως όχι την κυβέρνηση, αν οι «νικητές» των εκλογών δεν θελήσουν να κυβερνήσουν με τους ακραίους (των οποίων ηγείται μια άλλη, αλλά εντελώς διαφορετική, γυναίκα).

Τόσο η αντιπολίτευση, που την έκανε σημαία της εκστρατείας της, όσο και οι μετρήσεις της κοινής γνώμης πριν και μετά τις εκλογές, εντοπίζουν ως βασική αιτία της ήττας της Μαρίν την οικονομία. Όχι επειδή η απερχόμενη Πρωθυπουργός, στηριζόμενη στις πολιτικές αρχές της και στις ανάγκες της συγκυρίας, δεν έκανε αρκετά για την οικονομία, αλλά, αντιθέτως, επειδή ξόδεψε πολλά από τον δημόσιο κορβανά. Κοινωνική πολιτική και αυξημένη αμυντική ικανότητα απαιτούν όντως χρήματα και τα χρήματα αυτά δεν μπορεί να τα βάλει άλλος από το κράτος, δηλαδή από τους πολίτες μέσω φορολογίας. Αυτό δεν άρεσε, όπως έδειξε το εκλογικό αποτέλεσμα, σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας: «μειώστε το κράτος», είπε έμμεσα το εκλογικό σώμα, «πρέπει να φτιάξουμε την οικονομία μας» (δηλαδή να συρρικνώσουμε το ρόλο του κράτους) ήταν η πρώτη δήλωση του πιθανότερου νέου Πρωθυπουργού, του επικεφαλής του συντηρητικού κόμματος.

Ο ρόλος του κράτους στην οικονομία, αλλά και οι οικονομικές προτεραιότητες εντός κάθε χώρας, παίζουν, έστω και αθόρυβα, πρωταρχικό ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις (της Φινλανδίας προηγήθηκε, στην ίδια κατεύθυνση, η Σουηδία), και παρά τις εξαιρετικές συνθήκες υπό τις οποίες συνεχίζει να ζει ολόκληρη η Ένωση –ή ίσως και ακριβώς γι’ αυτό: επειδή η «εξαιρετικότητα» παρατείνεται πολύ και οι κοινωνίες έχουν αρχίσει να κουράζονται.

Ίδια με τη Μαρίν τύχη κινδυνεύει να έχει, αργότερα φέτος, ο Σάντσεθ, που «κατηγορείται» κι αυτός, στην Ισπανία, ότι έχει αφήσει σε δεύτερη μοίρα την οικονομία κι έχει ρίξει το κύριο βάρος του στην κοινωνική πολιτική, στο διεθνή στίβο (πρόσφατη συνάντηση με τον Πρόεδρο Σι) και στην «πράσινη ανάπτυξη» (η οποία, με αρκετά περίεργο τρόπο, δεν λογίζεται τόσο μέρος της οικονομικής όσο της κοινωνικής πολιτικής). Η ίδια η έννοια της «καλής οικονομικής πολιτικής» μετακινείται από τις μεταρρυθμίσεις, τη θέση θεμελίων για ανάπτυξη και τη στενή ευρωπαϊκή συνεργασία, σε ζητήματα «καθημερινότητας»: ακρίβεια, ενέργεια, θέσεις εργασίας, φορολογική επιβάρυνση –ζητήματα που μπαίνουν όλα μαζί στο ίδιο τσουβάλι, ασχέτως αν πολλά από αυτά είναι, από τη φύση τους, αλληλοσυγκρουόμενα.

Αν δημιουργείται πράγματι μια τέτοια γενική τάση, η κατάσταση είναι δύσκολη για τις απερχόμενες, εν μέσω συνεχιζόμενες κρίσης, κυβερνήσεις και κυρίως για τις μη συντηρητικές ή όσες δεν ειδικεύονται στο να εμφανίζουν το ψάρι ως κρέας.