Η Ευρωπαϊκή Ένωση δέχτηκε επίθεση από τη Λευκορωσία την Κυριακή το βράδυ: είναι τόσο καθαρό και τόσο απλό. Από το πώς θα το αντιμετωπίσει διακυβεύονται πολλά, όχι μόνο στο πεδίο της ασφάλειας αλλά κυρίως στο πεδίο της πολιτικής.

Ένα αεροπλάνο “της γραμμής” που ανήκε σε εταιρία χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τη RyanAir), ξεκινούσε από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (την Ελλάδα), είχε προορισμό άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τη Λιθουανία) και μετέφερε πολίτες από πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, “αναχαιτίστηκε” από στρατιωτικό αεροπλάνο χώρας εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης (της Λευκορωσίας) και εξαναγκάστηκε να προσγειωθεί σε αεροδρόμιο εκτός προορισμού (στο Μινσκ της Λευκορωσίας).
Αυτά αρκούν για να χαρακτηριστεί η πράξη, όπως έγινε από αρκετές πλευρές, “πειρατική επίθεση”.

Το ότι την επίθεση αυτή διέταξε προσωπικά ο πρόεδρος της χώρας στο αεροδρόμιο της οποίας κατέληξε το αεροπλάνο, το ότι ο πρόεδρος αυτός είναι ένας δικτάτορας που έκλεψε τις τελευταίες εκλογές, καθώς και το ότι αιτία της όλης επιχείρησης ήταν η παράνομη σύλληψη αντιφρονούντος που κατοικούσε σε χώρα της Ένωσης (την Πολωνία) και πήγαινε να συναντήσει την εξόριστη στη Λιθουανία αρχηγό της αντιπολίτευσης και νικήτριας των χαμένων εκλογών, μετρέπουν την πειρατεία σε επίθεση κατά της ελευθερίας. Η οποία υποτίθεται ότι είναι ο θεμέλιος λίθος της ευρωπαικής οικοδόμησης και ενοποίησης. Και που η εναντίον της επίθεση τούτη τη φορά την αγγίζει όχι θεωρητικά και εκ του μακρόθεν, αλλά στο έδαφος της και σε πολίτες της.

Το ότι η Λευκορωσία και ο Λουκασένκο είναι η “τελευταία” δικτατορία και ο “τελευταίος” δικτάτορας της Ευρώπης (φοβούμαι ότι οι χαρακτηρισμοί είναι λίγο βιαστικοί), καθώς και το ότι ο δεύτερος εξουσιάζει με τη βία, έκλεψε, σύμφωνα με ουδέτερους παρατηρητές, τις τελευταίες εκλογές και έκτοτε αύξησε την καταπίεση, θα αρκούσαν για καταδίκη και απομόνωση αυτής της χώρας και αυτού του δικτάτορα.

Η κυριακάτικη επίθεση κλιμακώνει όχι μόνο την εχθρικότητα του καθεστώτος της Λευκορωσίας έναντι των αρχών και της ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και επιζητεί -επιβάλλει- μια άλλου είδους απάντηση. Είναι χαρακτηριστικό, και θετικό, ότι, απέναντι σε μια τέτοια πράξη, η Ένωση είναι απολύτως ενωμένη, μερικές δε από τις πιο σκληρές εκφράσεις και αντιδράσεις προήλθαν από χώρες του “πρώην Ανατολικού μπλοκ”, κάποιες από τις οποίες (Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία), κατά τα άλλα, διαπράττουν παραβιάσεις του κράτους δικαίου στο εσωτερικό τους. Είναι βέβαια αλήθεια ότι το μεγαλύτερο αγκάθι της Ένωσης, η Ουγγαρία, προς το παρόν σιωπά αιδημόνως.

Οι πρώτες ιδέες ενόψει της συζήτησης που θα διεξαχθεί αυτές τις μέρες στα ευρωπαικά όργανα περιστρέφονται γύρω από τη μαγική λέξη “κυρώσεις“, που είναι, εξ ορισμού, οικονομικής κυρίως φύσεως. Μόνο που, αυτή τη φορά, φραστική καταδίκη και οικονομικές κυρώσεις αποτελούν εντελώς αναντίστοιχη αντίδραση σε μια οιονεί στρατιωτική, και πάντως βίαιη, επίθεση. Οι Συνθήκες της Ένωσης περιέχουν ρήτρες για τι μπορεί να συμβεί όταν μια ή περισσότερες χώρες της Ένωσης ή η ίδια η Ένωση δέχονται επίθεση: πρόκειται για τις λεγόμενες ρήτρες “άμυνας” και “συνδρομής”. Όμως αυτές οδηγούν σε πολεμικού τύπου ένταση, που και δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα της Ένωσης και δύσκολα μπορεί να είναι αποτελεσματική όταν στρέφεται κατά ενός δικτάτορα και απάδει με την ήδη ακραία συγκυρία της πανδημίας και της προσπάθειας ανάκαμψης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ταιριάζουν μάλλον διπλωματικής φύσης μέτρα, αλλά μιας εντελώς διαφορετικής από τη συνήθη διπλωματικής λογικής, των οποίων μάλιστα το κλειδί βρίσκεται και εκτός Ένωσης και εκτός Λευκορωσίας: βρίσκεται στη Μόσχα.

Το καθεστώς της Μόσχας είναι αυτό που κρατά, ένα σχεδόν χρόνο μετά τις κλεμμένες εκλογές και παρά τις πρωτόγνωρες αντιδράσεις του λαού του, τον Λουκασένκο στη θέση του. Εκεί θα πρέπει να ασκηθούν οι κατάλληλες πιέσεις όχι μόνο για την “απελευθέρωση” των επιβατών αλλά και για την απελευθέρωση του νεαρού αντιφρονούντα, ο οποίος, αν μείνει στη Λευκορωσία, κινδυνεύει με θάνατο. Και μέσω της Ρωσίας πρέπει να ξαναμπούν στο τραπέζι οι απαιτήσεις για αναγνώριση του εκλογικού αποτελέσματος και εκδημοκρατισμό της χώρας. Η εντελώς ακραία πρόκληση του Λουκασένκο δεν μπορεί να έχει άλλη συνέπεια παρά τον εξαναγκασμό του Πούτιν να τον εγκαταλείψει στην τύχη του, δηλαδή στην αποδοκιμασία του λαού του και της διεθνούς κοινότητας.

Πώς “εξαναγκάζεται” ένας πολιτικός και ένα καθεστώς τύπου Πούτιν; Δεν υπάρχει εγχειρίδιο, δεν είναι διόλου εύκολο (οι αυταρχικοί έχουν πάντα προβάδισμα στις αναμετρήσεις ισχύος) κι ούτε έχει μέχρις στιγμής πετύχει σε άλλες περιπτώσεις (Κριμαία, αλλά και Ναβάλνι). Αλλά τώρα η Ένωση έχει ίσως ένα χαρτί να παίξει: ότι την επίθεση δεν έκανε η ίδια η Ρωσία αλλά προστατευόμενος της και ότι η Ρωσία θα μπορούσε κάτι να κερδίσει αν τον εγκατέλειπε.

Αυτός πάντως – η πτώση του Λουκασένκο- είναι ο μόνος στόχος που οφείλει να θέσει η Ένωση, αν θέλει να διασώσει κάτι από την αξιοπρέπεια και τις αρχές της.