Στα παιδικά μας χρόνια, πριν τα καρτούν ασπαστούν… μοντέρνες φιλοσοφικές και παιδαγωγικές αρχές, τις Κυριακές στην τηλεόραση κυριαρχούσε ένα Κογιότ και ένας Δρομέας. Το Κογιότ κυνηγούσε τον Δρομέα έως την άκρη κάποιου γκρεμού. Συνήθως ο Δρομέας θα τον περνούσε γρήγορα και χωρίς να κοιτάξει. Το πονηρό όμως και σκεπτόμενο Κογιότ, θα σταματούσε στη μέση κάποιου αβυσσαλέου χάσματος, μόνο για να συνειδητοποιήσει πως βρίσκεται στον αέρα. Εκεί θα ξεκινούσε η πτώση του στον γκρεμό, συνήθως παρέα με κάποιο εκρηκτικό μηχανισμό και ένα αμόνι που θα του προσγειωνόταν στο κεφάλι.

Στον κόσμο της οικονομίας, το Κογιότ της Warner Bros χρησιμοποιείται συχνά ως γραφικό παράδειγμα της συμπεριφοράς του επενδυτή που παραβιάζει τη βαρύτητα και δεν κρατάει για πολύ, αυτό που ο Alan Greenspan αποκαλούσε “παράλογο ενθουσιασμό”. Έχει παρατηρηθεί ότι οι επενδυτές μπορούν να είναι αιθεροβάμονες και να αγνοούν τα θεμελιώδη μεγέθη για αρκετό καιρό, μέχρις ότου η βαρύτητα τους προσγειώσει ανώμαλα στην πραγματικότητα (είναι ενδιαφέρον ότι οι οικονομολόγοι συνδέουν την παράλογη συμπεριφορά με το Κογιότ και ποτέ με τον Δρομέα, που φαίνεται να αψηφά την βαρύτητα με επιτυχία). Οι επενδυτές είναι καταναλωτές επενδύσεων. Να αναμένουμε από τους καθημερινούς καταναλωτές να συμπεριφέρονται πιο λογικά από τους επενδυτές είναι, πιθανόν, αφελές.

Πράγμα που μας φέρνει στις τελευταίες εξελίξεις. Μετά από δύο μήνες απογοητευτικών λιανικών πωλήσεων στις ΗΠΑ, οι Αμερικανοί καταναλωτές τον Γενάρη έσπασαν σχεδόν κάθε ρεκόρ αγορών, αυξάνοντας τις λιανικές πωλήσεις κατά 3%. Αν εξαιρέσει κανείς διάφορα επεισόδια που τα μαγαζιά ήταν κλειστά (lockdown, 11η Σεπτεμβρίου), ήταν η μεγαλύτερη αύξηση λιανικών πωλήσεων τα τελευταία 30 χρόνια.

Την προηγούμενη Παρασκευή, τα στοιχεία επιβεβαίωσαν την αύξηση της κατανάλωσης. Ο δείκτης βασικών καταναλωτικών εξόδων που χρησιμοποιεί η Fed για να δει τον πληθωρισμό, ανέβηκε κατά 4,7%, ακόμα και αν ο κύριος πληθωρισμός πέφτει.

Τα νούμερα έφεραν νέα αναταραχή στις αγορές μετοχών και εξάλειψαν όλα τα κέρδη του έτους από τις αγορές ομολόγων. Οι επενδυτές αύξησαν για μια ακόμη φορά τις προσδοκίες τους για τα επιτόκια, υπολογίζοντας τρείς ακόμα αυξήσεις επιτοκίων, στο 5,5%, έως ότου η Fed σταματήσει. Αν λάβει κανείς υπόψη πόσες φορές οι επενδυτές αποδείχτηκαν υπεραισιόδοξοι πέρυσι, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσουν τελικά επιτόκια στο 6%.

Πολύ συχνά έχουμε πει ότι αναμένουμε αυξημένη μακροοικονομική μεταβλητότητα το 2023, οπότε δεν μας παραξενεύει που τα νούμερα απέχουν πολύ από τις προβλέψεις. Αυτό που μας παραξενεύει όμως είναι η καταναλωτική επιμονή των Αμερικανών.

Άλλωστε, τα νούμερα των δύο προηγούμενων μηνών ήταν απογοητευτικά. Οι Αμερικανοί χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο πιστωτικές κάρτες (με επιτόκιο 35% αντί για 20%) και απομειώνουν τις καταθέσεις τους. Η αγορά ακινήτων υποχωρεί σε επίπεδα Κρίσης του 2008 όπως και κάποιοι βιομηχανικοί δείκτες. Πολλές μεγάλες εταιρίες προχωρούν σε απολύσεις.

Στην αρχή του έτους, οι περισσότεροι αναλυτές πίστευαν με αρκετή βεβαιότητα ότι θα βλέπαμε πολύ χαμηλή ανάπτυξη, αν όχι απευθείας ύφεση, και σίγουρα όχι τα καλύτερα νούμερα κατανάλωσης των τελευταίων ετών.

Γιατί λοιπόν είναι τόσο επίμονα δυνατή η αμερικανική οικονομία;

Μια πιθανή απάντηση μπορεί να προέρχεται από τη δομή της αμερικανικής αγοράς ακινήτων. 90% των αμερικανικών υποθηκών είναι σταθερού επιτοκίου. Το 70% είναι 30ετείς. Αυτό σημαίνει πως για τους περισσότερους καταναλωτές η αύξηση επιτοκίων δεν τους έχει ακόμα αγγίξει. Αν κάποιος μάλιστα έχει ένα ποσό στην άκρη ίσο με την υποθήκη του, τότε αν υποθέσουμε ότι έχει την υποθήκη με 3% μπορεί να το επενδύσει σε μια αμερικανική δεκαετία με 4% και για τα επόμενα δέκα χρόνια πρακτικά να μην πληρώνει καν υποθήκη. Αυτό σημαίνει ότι ο μηχανισμός αποδοτικότητας της νομισματικής πολιτικής είναι πολύ αργός. Οι καταναλωτές μπορούν να συνεχίσουν να καταναλώνουν. Με άλλα λόγια, η Fed ίσως δεν έχει πρόβλημα υψηλού πληθωρισμού, αλλά… υψηλής ανάπτυξης.

Μια άλλη πιθανή απάντηση είναι πως η ρευστότητα απλώς παραμένει υψηλή. Μπορεί η κεντρική τράπεζα να αύξησε τα επιτόκια με τον υψηλότερο ρυθμό των τελευταίων σαράντα ετών, αλλά οι καταναλωτές δεν είχαν πολλά δάνεια και η υπάρχουσα ρευστότητα μετά από δεκατέσσερα χρόνια νομισματικής χαλάρωσης είναι αρκετή. Επίσης, η αύξηση σχεδόν 4% των επιτοκίων σε λίγους μήνες έγινε με βάση σχεδόν το 0%, οπότε με ιστορικούς όρους η αγορά παραμένει ρευστή.

Μια τρίτη πιθανή απάντηση είναι πως απλώς οι καταναλωτές συμπεριφέρονται… παράλογα. Το είδαμε και στην Ελλάδα της Κρίσης, όπου η κατανάλωση δεν μειώθηκε μέχρι να αρχίσουν οι φόροι να αυξάνονται και οι μισθοί να μειώνονται. Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν οι οικονομολόγοι, οι καταναλωτές δεν είναι απόλυτα λογικά όντα. Αν ήταν, ποιο το νόημα της διαφήμισης; Η κατανάλωση είναι ψυχολογία, και συνεπώς απρόβλεπτη. Υπάρχει περίπτωση λοιπόν, καταναλωτές που… κρατήθηκαν για δύο μήνες απλώς να άρχισαν τα ψώνια.

Όπως πάντα, υποψιάζομαι πως η απάντηση είναι ένα μίγμα: Μακροπρόθεσμες και σταθερές υποθήκες, αρκετή ρευστότητα και καταναλωτική ψυχολογία. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι τα νούμερα θα παραμείνουν απρόβλεπτα φέτος. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι οι κεντρικές τράπεζες, που βασίζονται σε αυτά τα νούμερα, θα πάρουν απρόβλεπτες αποφάσεις, με σημαντικές συνέπειες για καταναλωτές και επιχειρήσεις.

Η στρατηγική λοιπόν είναι τόσο οι καταναλωτές, όσο και οι διοικήσεις των επιχειρήσεων να κρατούν αποθέματα, τόσο χρημάτων όσο και φυσικά, καθώς το 2023 θα είναι η τέταρτη χρονιά που τα πράγματα θα είναι τόσο εξαιρετικά απρόβλεπτα.

Και ναι, καμιά φορά η πολλή ανάλυση βλάπτει. Η θετική ψυχολογία από μόνη της μπορεί να είναι εξαιρετικά επωφελής για την οικονομία.

*Ο Γιώργος Λαγαρίας είναι επικεφαλής οικονομολόγος της εταιρίας Mazars στο Λονδίνο