Στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας επικρατούσε εκκωφαντική σιγή και μόνο μια φωνή ακουγόταν. Είχε έρθει η κρίσιμη ώρα της απολογίας για την 36χρονη Έφη Κακαράντζουλα.

Είναι αυτή (όχι «εκείνη») η οποία κατηγορείται για την επίθεση με βιτριόλι, εκείνη τη μέρα που η Ιωάννα Παλιοσπύρου ήταν το θύμα αυτού του αποτρόπαιου εγκλήματος με όπλο το καυστικό υγρό. Η κατηγορούμενη ανέβηκε στο βήμα για να εξηγήσει σε δικαστές και ενόρκους, αλλά και στην Ιωάννα, τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτή την αισχρή τιμωρία προς το θύμα της, στο αποτρόπαιο έγκλημά της.

«Δεν είμαι δολοφόνος» είπε όταν έφτασε η ώρα της απολογίας της και είναι η ίδια η οποία έψαχνε στο Διαδίκτυο «συνταγές» πριν και μετά την επίθεση στην Ιωάννα. Ήταν η ίδια η οποία αναζητούσε τρόπους για να προκληθεί ακόμη και θάνατος σε ένα άτομο, με συγκεκριμένες λέξεις στις αναζητήσεις της στο διαδίκτυο: «Πού πουλάνε υδροκυάνιο», «ποιο φάρμακο μπορεί να προκαλέσει ανακοπή καρδιάς», «πώς μπορεί να προκαλέσει κάποιος έμφραγμα», «φάρμακα που προκαλούν θάνατο», «επίθεση με οξύ».

Πώς της ήρθε στο μυαλό αυτή η σατανική ιδέα, να επιτεθεί στην Παλιοσπύρου; «Από μια τηλεοπτική εκπομπή», όπως υπογράμμισε η Κακαράντζουλα στην απολογία της, αναφέροντας ότι δεν γνώριζε πως η Ιωάννα μπορεί να πέθαινε. Δεν χρειάζεται να έχεις λιώσει τις σόλες των παπουτσιών σου στη Σόλωνος, στη Νομική, για να αντιληφθείς πως η κατηγορούμενη θέλει να αποσείσει από πάνω της το αδίκημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας και να δικαστεί για βαριά, σκοπούμενη σωματική βλάβη. Δηλαδή, ένας έωλος, αυτοτελής ισχυρισμός. Οι γιατροί της Ιωάννας, που έχουν καταθέσει μέχρι τώρα, είναι «καταπέλτες»: «Η Ιωάννα ζει από τύχη. Αν δεν είχε πάει στο φαρμακείο και δεν είχε πλυθεί θα είχε πεθάνει».

Δεν είναι, όμως, η δουλειά μας να δικάζουμε, για όλα αυτά θα αποφανθεί η Δικαιοσύνη. Ας σταθούμε, όμως, σε ένα σημείο από αυτά που δήλωσε η κατηγορούμενη. Στο ότι την «ιδέα» την πήρε από τηλεοπτικές εκπομπές.

Κάπου εδώ, ξεκινά η ατέρμονη, σχετική, ίδια συζήτηση, με δύο πλευρές να στέκονται απέναντι, να διαφωνούν για πάντα. «Οι εκπομπές στην τηλεόραση σπέρνουν το κακό με τις ατελείωτες λεπτομέρειες που προβάλλουν σε εγκλήματα, οι ακριβείς περιγραφές των επιθέσεων γεννούν το μίσος στην κοινωνία, για μερικές μονάδες στον πίνακα τηλεθέασης», υποστηρίζει η μία πλευρά. Η άλλη, εκείνη που διαφωνεί, σημειώνει πως «καθήκον της τηλεόρασης, ανάμεσα στα υπόλοιπα, είναι να φωτίζει τις σκοτεινές πλευρές των εγκλημάτων, να αποκαλύπτει τους τρόπους δράσης των κατηγορούμενων, για να αποτελέσει αρνητικό παράδειγμα στην κοινωνία».

Πάνω και πέρα από τις αέναες διαφωνίες θεωρητικού επιπέδου, κάποιοι θα βγουν και θα πουν πως «θα πρέπει να περάσουμε σε περισσότερο πρακτικά ζητήματα, εκείνα που θα πρέπει να ορίσουν τι δεν θα πρέπει να βλέπει ο τηλεθεατής. Να γίνει κοινώς αποδεκτό το ποια θα είναι τα πίξελ που πρέπει να φτάνουν στα μάτια όσων παρακολουθούν εκπομπές. Θα πρέπει να υπάρξει κάποια αρμόδια Αρχή για τα εποπτεύει όλα αυτά».

Όπως έγραψα και πιο πάνω, όλη αυτή η συζήτηση είναι εντελώς θεωρητική, εννοείται πως κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να εφαρμοστεί, για πολλούς και σοβαρούς λόγους. Εδώ τίθενται ζητήματα ελευθεροτυπίας και της φίμωσης του Τύπου -εάν εφαρμοστεί «επιμελητεία» στη σκαλέτα των εκπομπών- με πρακτικές που θυμίζουν καθεστώτα και, ευτυχώς, εδώ έχουμε Δημοκρατία. Επομένως, όλο το παραγόμενο προϊόν μέσα στα τηλεοπτικά στούντιο μένει μόνο στο πως θα το χειριστούν οι συνεργάτες της κάθε εκπομπής. Για το πώς θα γράψουν τη συνταγή, ποια καρέ θα χρησιμοποιήσουν για ένα θέμα. Εννοείται, τον τελικό λόγο τον έχει ο τηλεθεατής για το εάν θα παρακολουθήσει κάποιες εκπομπές ή θα αλλάξει κανάλι με το τηλεκοντρόλ του.

Είναι, επίσης, αναντίρρητη πραγματικότητα, πως το κοινό -εν πολλοίς- είναι αδηφάγο και τρέφεται με αίμα, σπέρμα και ποτίζεται με δάκρυα και, κάποιες φορές, βιτριόλι. Μια τεράστια μερίδα του τηλεοπτικού κοινού ορέγεται με λεπτομέρειες και καταπίνει αμάσητα τα σπικάζ δημοσιογράφων, εκείνα που με ανάλογη χροιά στη φωνή περιγράφουν με όλες τις λεπτομέρειες ένα έγκλημα.

Λογικά, είπαμε, δεν είναι εύκολη η όποια σχετική λύση, προφανώς και είναι θέμα ηθικής και παιδείας, κουλτούρας και πνευματικότητας και μακάρι να άλλαζαν όλα αυτά κάποια ημέρα. Μέχρι τότε, οι οθόνες θα φέρνουν στις διαστελλόμενες κόρες μας και στα έκπληκτα αφτιά μας αφιλτράριστες λεπτομέρειες από ένα φονικό, κερνώντας το υποσυνείδητο σκοτεινές ιδέες, αφορμές για αλόγιστη βία από κάποια Κακαράντζουλα…