Έκπληξη προκάλεσαν σε αρκετούς τις τελευταίες μέρες οι παρεμβάσεις του Ευάγγελου Βενιζέλου, τόσο για ζητήματα που αφορούν την αμυντική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας, όσο και για την τροπή που έχει λάβει το τέταρτο κύμα της πανδημίας στη χώρα μας. Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, πριν από τις τελευταίες δηλώσεις του, θα έλεγε κάποιος ότι είχε αποτραβηχτεί από τα φώτα της δημοσιότητας. Όσοι κάνουν πολιτικό ρεπορτάζ, όμως, γνωρίζουν πως κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να είναι δυνατό, αφού η πολιτική κυλά στις φλέβες τού κάποτε αντιπροέδρου στην κυβέρνηση.

Η έκπληξη, όμως, ήρθε για τους πολλούς από τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Βενιζέλος, κατά το πρόσφατο παρελθόν, συγκέντρωσε άπειρες φορές πάνω του τα πυρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Υπήρξε, πάντα κατά το αριστερό κόμμα, ο «αντιπρόεδρος του Σαμαρά», εκείνος που είχε «σχέσεις με την αμαρτωλή υπόθεση Novartis»ποιος ξεχνά την κάλπη που στήθηκε στη Βουλή για την παραπομπή του. Ήταν εκείνος που «είναι υποτακτικός των μνημονίων και ο ιθύνων νους του ΕΝΦΙΑ», «ο οπαδός των αντιλαϊκών μέτρων» – τι να θυμηθείς, τι να ξεχάσεις. Ο Βενιζέλος εκνεύριζε τον ΣΥΡΙΖΑ και μόνο που ανέπνεε.

Τώρα, όμως, που ο πανδαμάτωρ χρόνος όρισε την απόσταση στη «σχέση» τους και αφού ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν είχε συχνή παρουσία στην πολιτική σκηνή της χώρας, όλα είναι καλύτερα, πιο τρυφερά. Και γίνονται υπέροχα, όταν ο Βενιζέλος, με τη γνωστή ευγλωττία του, βάλλει κατά ριπάς προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη – κατά τον ΣΥΡΙΖΑ. Διερωτάται ο συνταγματολόγος για το τι συμβαίνει με την πανδημία και το ποσοστό των νεκρών στην Ελλάδα; Όταν οι του ΣΥΡΙΖΑ δίνουν συνεντεύξεις ή βγάζουν ανακοινώσεις, περιλαμβάνουν τα ίδια ερωτήματα που έθεσε ο κ. Βενιζέλος, με την ίδια ευλάβεια που θα διάβαζαν και Μαρξ. Κάνει αναφορά ο ίδιος στην αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία; Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ δρουν ως ηχώ του πρώην βουλευτή και επαναλαμβάνουν όσα είπε, σαν να επρόκειτο για ένα κοινό μανιφέστο, κοινή παντιέρα. Βέβαια, εν προκειμένω, ξεχνούν πως ο κ. Βενιζέλος, στην αναφορά του για την ελληνογαλλική συμμαχία, ξεκίνησε τη σχετική ανάρτησή του αναφέροντας: «Θερμά συγχαρητήρια στην Κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό για τη συμφωνία Ελλάδας – Γαλλίας και ιδίως για το κρίσιμο άρθρο 2».

Αντίστοιχα, η διαφορά μεταξύ τους είναι πως ο Ευ. Βενιζέλος δεν παράλλαξε ποτέ τις αιχμηρές δηλώσεις του εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ και, έτσι, για να μην υπάρχει κανένα περιθώριο παρανόησης στην ανάρτησή του για την αμυντική συμφωνία, έσπευσε να σημειώσει, πάντα στην ίδια ανάρτηση: «Δεν είμαι οπαδός του μαξιμαλισμού, αλλά ίσως υπάρχει περιθώριο για διευκρίνιση, έστω με τη μορφή δήλωσης ή επιστολής».

Είναι προφανές και δεδομένο, εδώ και πολλά χρόνια, πως ο κ. Βενιζέλος ξέρει να χρησιμοποιεί τις λέξεις, αναδεικνύοντας τη διττή -κάποιες φορές- ερμηνεία τους. Τώρα, έκανε λόγο για «μαξιμαλισμό» (από τη γαλλική maximalisme), για το πολιτικό ρεύμα της ιταλικής αριστεράς τη δεκαετία του ’20. Ταυτόχρονα, μιλώντας πάντα για τα διττά νοήματα, μαξιμαλισμός είναι και η επιδίωξη του μέγιστου, πολύ μεγάλων στόχων οι οποίοι δεν είναι ευκταίο να επιτευχθούν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι δυνατόν να περιμένει τις ατάκες κάποιου ο οποίος δεν είναι παροικούντας την Κουμουνδούρου για να ορθώσει πολιτικό λόγο. Δεν πρέπει να χρειάζεται πολιτικά δεκανίκια για να εξέλθει από το όποιο αντιπολιτευτικό αδιέξοδο έχει περιέλθει. Για να επιτύχει τον όποιο μεγάλο στόχο του -να γίνει ξανά κυβέρνηση, για παράδειγμα- πρέπει να κάνει σθεναρή αντιπολίτευση, χωρίς ανούσιες φανφάρες, με αποδείξεις, με επιχειρήματα. Διαφωνεί κανείς, ως προς τον ρόλο που θα πρέπει να έχει η κάθε αξιωματική αντιπολίτευση;

Αντίστοιχα, ουδείς μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα τις πραγματικές επιδιώξεις ως προς το μέγιστο -που έγραφα παραπάνω- του κ. Βενιζέλου.

Κατά την ταπεινή άποψή μου, εμφανίστηκε ξανά στο προσκήνιο για να μετρήσει τις δυνάμεις του, να δει πόση απήχηση έχει ακόμα και σήμερα ο πολιτικός λόγος του, σε μια άτυπη σύγκριση με τους τέσσερις υποψηφίους για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Το τι πραγματικά θέλει να κάνει, ουδείς μπορεί να το ισχυριστεί μετά βεβαιότητος. Προς το παρόν, κρατάμε τις δηλώσεις του, αφού όταν μιλά, ακούγεται από όλους. Κι από ό,τι φαίνεται, το ίδιο θα κάνει κι ο ΣΥΡΙΖΑ, με περίσσεια «αγάπη»…