Ο ευρωπαϊκός “Δρόμος του Μεταξιού”, που ανακοινώθηκε, ή μάλλον σκιαγραφήθηκε, επίσημα αυτές τις μέρες, ενώ μοιάζει καλή, έως και αναγκαία ιδέα, παρουσιάζει όλα τα προβλήματα της γεωπολιτικής οπτικής, και των γεωπολιτικών δυνατοτήτων, της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οικονομικό άνοιγμα έξω από τα ευρωπαϊκά σύνορα με ταυτόχρονη προώθηση του ευρωπαϊκού πολιτικού μοντέλου -δηλαδή, αφενός της ενότητας μέσα από τη διαφορετικότητα και, αφετέρου, του Κράτους Δικαίου- και με επίγνωση ότι ο κόσμος έχει να κερδίσει από μια εξισορρόπηση των επεκτατικών, σε όλα τα επίπεδα, διαθέσεων της Κίνας: η πρωτοβουλία μοιάζει αυτονόητη. Όπως και η λογική που τη στηρίζει – υποβοήθηση υποδομών σε υπό ανάπτυξη περιοχές (Δυτικά Βαλκάνια, Αφρική, Ασία, Νότια Αμερική)- καθώς και οι στόχοι του σχεδίου: αύξηση της διεθνούς επιρροής της Ευρώπης μέσω άμβλυνσης των  ανισοτήτων.

Τα προβλήματα αρχίζουν με την εξειδίκευση και αφορούν και στη μέθοδο και στα τεχνικά και στα πολιτικά μέσα. Για πολλοστή φορά, η Ένωση δίνει την εντύπωση ότι παρακολουθεί και δεν διαμορφώνει τις εξελίξεις, ότι αντιδρά και δεν πρωτοστατεί: το ευρωπαϊκό σχέδιο έρχεται μια δεκαετία περίπου μετά, και ως “απάντηση” στο, αντίστοιχο κινεζικό (Belt and Road), με πιο περιορισμένα, και πολύ λιγότερο ευέλικτα στη χρήση τους, οικονομικά μέσα: το σύνηθες ενωσιακό μίγμα δημόσιων (από τον προϋπολογισμό της Ένωσης και οργανισμούς σαν την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων) και ιδιωτικών (με μόχλευση από τη δευτερογενή αγορά) πόρων, υπό το σύνηθες πολιτικό πλέγμα υπηρέτησης στόχων της ίδιας της Ένωσης (ψηφιοποίηση, κλιματική αλλαγή, υγεία, ενέργεια) και όχι αναγκαστικά των χωρών για τις οποίες προορίζεται η βοήθεια. Για την υγεία, και ειδικά για την πανδημία, ένα Ταμείο για απευθείας ενίσχυση της εμβολιαστικής προμήθειας θα ήταν πολύ αποτελεσματικότερο από κάθε έμμεση μεταφορά πόρων μέσω πόρων από μόχλευση.

Πίσω από τις γενικές εξαγγελίες εμφανίζεται η έλλειψη τόλμης και πρωτοτυπίας: οι πόροι πρόκειται να αντληθούν στη μεγάλη πλειοψηφία τους από ήδη υπάρχοντα προγράμματα μέσω “επαναπροσανατολισμού” τους και κατά τη γνωστή διαδικασία κατανομής με παζάρια κι εθνικά κριτήρια, ιδίως όσον αφορά τα 18 δις που προβλέπεται να αντληθούν από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Η επίσης παραδοσιακή “εγγύηση” της Ένωσης συχνά κινεί αλλά σπάνια συγκινεί τις Αγορές.

Ακόμα και η καθ’ όλα επαινετή θέσπιση, ως “οριζόντιου” κριτηρίου, της εκταμίευσης πόρων μόνο για επενδυτικά σχέδια και χώρες που σέβονται το κράτος δικαίου, έχει περισσότερο τη συμβολική σημασία υπενθύμισης ότι η Κίνα δεν θεσπίζει, αλλά και δεν σέβεται η ίδια, το συγκεκριμένο κριτήριο. Στην πράξη, τόσο η εξειδίκευση του τι συνιστά “σεβασμό στο κράτος δικαίου”, όσο και η επιλογή χωρών ή περιοχών που πληρούν αυτό το κριτήριο, είναι καταδικασμένη να ακολουθεί πολιτικές επιλογές των κρατών μελών: ποιός θα τολμούσε να αφήσει έξω, για παράδειγμα, τις μεσογειακές χώρες της Αφρικής, παρά τα ήκιστα δημοκρατικά καθεστώτα τους;

Η Ένωση, όπως και σε άλλες αντίστοιχες πρωτοβουλίες της, περιορίζεται από μια εγγενή αντίφαση του ίδιου του πολιτικού σχεδίου της: είναι ντε φάκτο μια ισχυρή οικονομική οντότητα αλλά χωρίς ενιαίο κέντρο αποφάσεων και θα ήθελε να ενισχύσει το ρόλο της ως “ήπιας δύναμης” χρησιμοποιώντας μέσα γεωπολιτικής, δηλαδή μη ήπιας, ισχύος.

Αντίθετα η Κίνα, που έχει ξεπεράσει ως προς αυτό τις ΗΠΑ, δεν διστάζει να προτάξει τις γεωπολιτικές στοχεύσεις της και να επιλέξει επενδύσεις (π.χ. λιμάνια) και χώρες (Μεσόγειος, Αφρική, μη βιομηχανοποιημένη Ασία) όχι με βάση γενικά και αόριστα κριτήρια, αλλά ακριβώς για την προώθηση της δικής της επιρροής.

Άλλο, και κατά τη γνώμη μου σωστό, να μη θέλει η Ευρωπαϊκή Ένωση να γίνει Κίνα, κι άλλο να θέλει να κάνει τον κόσμο να πιστέψει ότι όλα τα φύκια που κατά καιρούς πλασάρει είναι από μετάξι.