Η σειρά τριών κειμένων για την ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση δεν θα μπορούσε να κλείσει παρά με θέματα που συνδέονται με την ίδια τη «διακυβέρνηση». Γιατί τη λέμε «οικονομική», δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε ότι στην ουσία αφορά πολιτικές επιλογές.

Στο μέτωπο του συντονισμού, ή του «πιλοταρίσματος» των αποφάσεων, δεν έγιναν, και δεν φαίνεται ότι υπάρχει πρόσφορο έδαφος για να γίνουν στο κοντινό μέλλον, βήματα ποιοτικής προόδου. Ούτε πιο «πολιτικές» -δηλαδή με κριτήριο την Ευρωζώνη ολόκληρη και όχι τα επιμέρους κράτη και με το μακροοικονομικό κριτήριο σε ίση θέση με το μικροοικονομικό- έγιναν οι αποφάσεις. Ούτε πρόσωπο-ενσαρκωτής της πολιτικής ενότητας –πραγματικός «Υπουργός Οικονομικών», που δεν είναι ούτε ο Επίτροπος Οικονομίας, ούτε ο επικεφαλής του Eurogroup- συζητήθηκε ποτέ σοβαρά –παρότι έχει προταθεί από τη Γαλλία και υποστηριχθεί κατά καιρούς από ορισμένες χώρες.

Η σημερινή «διακυβέρνηση» περιορίζεται στην ουσία στην εποπτεία –κάτι πολύ στενότερο από αυτό που είχε υπόψη του ο «συνταγματικός νομοθέτης» και που περιγράφει, ή μάλλον δίνει την δυνατότητα να εφαρμοστεί, η ίδια η Συνθήκη της Λισαβόνας και ιδίως το άρθρο 136 της Συνθήκης Λειτουργίας, το οποίο κάνει ρητά λόγο όχι μόνο για «δημοσιονομικό συντονισμό και εποπτεία» αλλά και για «χάραξη» -και μάλιστα με ειδική πλειοψηφία και όχι ομοφωνία- «προσανατολισμών οικονομικής πολιτικής» ολόκληρης της Ένωσης. Πραγματική οικονομική διακυβέρνηση θα πει δυνατότητα διαμόρφωσης των «τεσσάρων άλφα»: ανάπτυξη, απασχόληση, ανταγωνιστικότητα, αναδιανομή. Δεν χρειάζεται να πούμε πόσο μακριά βρισκόμαστε από κάτι τέτοιο σε ενωσιακό επίπεδο.

Στην ίδια την εποπτεία, πέρα από το Σύμφωνο Σταθερότητας, που τέθηκε σε αναστολή λόγω της πανδημικής κρίσης και εκκρεμεί η συζήτηση για τη μεταρρύθμισή του, τα πράγματα κινήθηκαν και σε δυο άλλα κρίσιμα μέτωπα: τον τρόπο αξιολόγησης των υπό «ειδική εποπτεία» χωρών, που ενδιαφέρει πολύ την Ελλάδα, και τη διαδικασία του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου», δηλαδή της αποτίμησης από την Επιτροπή των εθνικών προϋπολογισμών, πριν δοθεί το πράσινο φως για να τεθούν σε εφαρμογή.

Ως προς την αξιολόγηση, αυτή αφενός θα γίνεται πλέον σε ετήσια και όχι εξάμηνη βάση και αφετέρου θα έχει, στα χαρτιά τουλάχιστον, μεγαλύτερη σύνδεση με τη «μεγάλη εικόνα» της υπό εποπτεία χώρας: η εικόνα κάποιας «χαλάρωσης» πρέπει να συνδυαστεί με τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν πιο ευέλικτα, «πολιτικότερα» και άρα ενδεχομένως πιο δύσκολα ικανοποιήσιμα κριτήρια (δεν είναι τυχαίο ότι η χώρα που μπήκε αμέσως στο «στόχαστρο» με τη νέα οπτική είναι η Ιταλία).

Ως προς το «Εξάμηνο», η ένταξη εντός της όλης διαδικασίας του «Ταμείου Ανάκαμψης» (Next Generation EU) και της παρακολούθησης των επιμέρους δράσεων προς τις οποίες οδηγούνται, σε κάθε χώρα, οι εκ του Ταμείου πόροι, είναι λογική, θα πρέπει όμως, επίσης λογικά, να συνδυαστεί με δυο μεγάλα ζητούμενα: την πολιτική και όχι αμιγώς «τεχνική» αξιολόγηση σχεδίων και πόρων και τη μεγαλύτερη εμπλοκή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Την πολιτικήν φυγείν αδύνατον… αλλά και την πολιτικήν εφαρμόζειν δύσκολον.

Το άλλο μεγάλο πολιτικό, πέραν της εποπτείας, μέτωπο είναι ο προϋπολογισμός της Ένωσης. Ενώ, με την ευκαιρία και ως συμπλήρωμα των «πακέτων διάσωσης», ο προϋπολογισμός αυξήθηκε λίγο πάνω από το όριο του 1% του «ενωσιακού ΑΕΠ», που αποτελεί συμβολικό και πρακτικό φράγμα για τους λογής «σφιχτοχέρηδες» (frugals) της Ένωσης, και έγινε επίσης κάποια προσπάθεια ενίσχυσης των «ιδίων πόρων», δηλαδή πόρων της Ένωσης ως Ένωσης και όχι εισφορών των κρατών-μελών, η όλη «φιλοσοφία» του προϋπολογισμού δεν άλλαξε.

Απόδειξη η μάχη χαρακωμάτων που δόθηκε και φέτος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για το ποια χώρα θα πάρει τι και για ποιο τομέα, με ιδιαίτερη «ευαισθησία» για την αύξηση υπαλλήλων της ίδιας της Ένωσης (που δεν είναι τόσο πολλοί όσο κάποιοι νομίζουν και θα έπρεπε, σε ορισμένους τουλάχιστον τομείς, να αυξηθούν για να κάνει η Ένωση το πολιτικό και αναπτυξιακό άλμα που υποτίθεται ότι συμφωνήθηκε μέσα στην κρίση), αλλά και για την υποστήριξη εθνικών τομέων και συμφερόντων προστιθέμενης αξίας (για κάποιες χώρες η γεωργία, για άλλες ο τουρισμός ή κάτι άλλο, αλλά για ελάχιστες οι «οριζόντιες», δηλαδή κοινές, πολιτικές προτεραιότητες της Ένωσης). Ωστόσο, κοινή πολιτική χωρίς ισχυρό κοινό προϋπολογισμό δεν γίνεται και, αν γίνεται, είναι σαν ομελέτα χωρίς αυγά.

Σε όλα τα πολιτικά μέτωπα της οικονομίας, τα πράγματα μπορεί –αν και οφείλουμε να είμαστε προσγειωμένοι- να πάρουν ώθηση από την πολύ πρόσφατη γαλλο-ιταλική συμφωνία, που δεν αποτελεί νέο «άξονα» -αδύνατο χωρίς τη Γερμανία- αλλά έχει, υπό προϋποθέσεις, πολιτική δυναμική. Η 2η και η 3η οικονομία της Ένωσης συμφωνούν για αύξηση της «αλληλεγγύης» και της «επεκτατικής πολιτικής» (stimulus), κι έτσι τίθενται εκ των πραγμάτων στον αντίποδα τόσο των πολιτικών λιτότητας όσο και των εθνικιστικών/λαϊκιστικών τάσεων.

Υπουργός Οικονομικών της Ευρωζώνης, ένα είδος ευρω-ομολόγου (common debt instrument), ουσιαστική αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας, αύξηση του προϋπολογισμού, διαιώνιση του κοινού Ταμείου (που μπορεί να μην λέγεται εσαεί «Ανάκαμψης», θα είναι ωστόσο αφιερωμένο στην ανάπτυξη) –όλα αυτά είναι ιδέες που οι δυο συγκεκριμένες χώρες, τουλάχιστον υπό τις παρούσες ηγεσίες τους, τις βλέπουν ευμενώς.

Δεν λέω ότι θα υλοποιηθούν κιόλας –η ανηφόρα είναι τεράστια-, όμως δεν είναι απίθανο να κάνουν τη Γερμανία, υπό τη νέα της κυβέρνηση, να τις ακούσει με άλλο αυτί.